Ὁ Ἱερός Ναός τοῦ Θεοῦ καί τά φρικτά συμβαίνοντα ἐν αὐτῷ!

Ὁ Ἱερός Ναός τοῦ Θεοῦ καί τά φρικτά συμβαίνοντα ἐν αὐτῷ!

Πορφυρίτης

Φόβος καί τρόμος καταλαμβάνει τούς ἀκατήχητους, καί ἐν πολλοῖς ἀδιάφορους νεοέλληνες περί τῆς Ὀρθοδόξου καί ἀμωμήτου Πίστεώς μας, γιά τό ἐσχάτως ἀνακῦψαν θέμα, τό ὑπερβολικῶς καί παγκοσμίως προβαλλόμενο ὡς θανατηφόρα μάστιγα τοῦ κορωνοϊοῦ. Φόβος καί τρόμος, στούς λαϊκούς, στούς ἱερεῖς, ἀλλά καί στούς ἐπισκόπους. Τό ἀποτέλεσμα γνωστό: νά κλείσουν οἱ ἱεροί ναοί, ἤ στήν καλύτερη περίπτωση νά ὑπολειτουργοῦν, λαμβανομένων αὐστηρῶν ὑγειονομικῶν μέτρων, καί ὅλα τά ἱερά καί ὅσια τῆς Πίστεώς μας νά θεωρηθοῦν μολυσματικά!

Εἶναι πραγματικά, ἀξιοθαύμαστος αὐτός ὁ παράταιρος συντονισμός, τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας μέ τήν κρατική, σάν νά ἦταν ἀπό πολλά ἔτη ἔτοιμη, γιά νά τό πράξει! Βεβαίως, ἡ ἀρρωστημένη πνευματική κατάστασις τῆς χώρας μας τίς τελευταῖες δεκαετίες καθώς καί οἱ προφητεῖες περί τῶν ἐσχάτων καί περί τῶν ἀσεβῶν ἱερέων καί ἀρχιερέων ἀπό ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας εἶχαν προετοιμάσει τούς συνειδητούς πιστούς γιά τό τί θά ἀκολουθήσει.

Οἱ σύγχρονοι ἐπίσκοποι, πλήρως ἀκατήχητοι περί τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου καί ἁγιοπατερικῆς ἐμπειρίας, ἀντί νά «φράξουν στόματα λεόντων», ἔφραξαν, τρόπῳ τινά, τό στόμα τοῦ Θεοῦ, μή χρησιμοποιώντας τά ἅγια μέσα πού διαθέτει ἠ Ἐκκλησία μας, ὅπως σέ παρόμοιες περιπτώσεις στό παρελθόν καί ἐξίσωσαν τήν Εκκλησία μέ κάποια Μή Κυβερνητική Ὀργάνωση. Ἀντί νά ἐξισώσουν τή φωνή τους μαζί μέ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου: «εἶναι ἀνάγκη νά ἔλθῃς ἐδῶ (στήν ἐκκλησία), διά νά ἴδῃς τόν διάβολον νά νικᾶται, καί τόν Μάρτυρα νά νικᾶ, διά νά ἴδῃς τόν Θεόν νά δοξάζεται καί τήν Ἐκκλησίαν νά θριαμβεύῃ.»[1], ἐξίσωσαν τόν ἱερό ναό μέ οἶκο ἐμπορίου! Καί ἐνῶ οἱ οἶκοι ἐμπορίου ἔμειναν ἀνοικτοί, οἱ ἱεροί ναοί ἔκλεισαν! Αὐτό εἶναι τό κατόρθωμα τῶν συγχρόνων ἐπισκόπων· τί λένε ὅμως οἱ ἅγιοί μας γιά τόν ἱερό ναό;

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

Ὁ εἷς ἐκ τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, ὁ θεῖος Χρυσορρήμων, μᾶς κηρύττει ὅτι στήν ἐκκλησία ἀξιωθήκαμε νά συναντήσουμε τόν Χριστό[2], ὅτι κατά τήν ἱερή καί φρικτή μυσταγωγία, στεκόμαστε κοντά καί παρακαλοῦμε τό Θεό, μαζί μέ τά Χερουβίμ, τά Σεραφίμ καί τίς ἄλλες οὐράνιες δυνάμεις· ἄγγελοι προσπίπτουν στόν Δεσπότη καί Ἀρχάγγελοι παρακαλοῦν.[3].

Ἅγιος Νήφωνας, ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς

Ἀπό τόν ἅγιο Νήφωνα, ἐπίσκοπο Κωνσταντιανῆς, μαθαίνουμε ὅτι  τό Ἅγιον Πνεῦμα, τοῦ εἶπε: «Εἶναι ἀδύνατο νά ξεφύγεις ἀπό τίς παγίδες τῶν δαιμόνων, ἄν δέν καταφεύγεις στούς ναούς τοῦ Θεοῦ κι ἄν δέν ἀγωνίζεσαι μέ προσευχές καί νηστεῖες.[4]». Μαθαίνουμε ἐπίσης, ὅτι ὑπάρχουν φύλακες ἄγγελοι στούς ἱερούς ναούς[5]ἄγγελος πού φρουρεῖ τό ἅγιο θυσιαστήριο[6] καί πώς πάνω ἀπ’ τούς ἀνθρώπους, πού στέκονται στήν ἐκκλησία, βρίσκονται περισσότεροι ἄγγελοι καί ψάλλουν ἀόρατα μαζί τους.[7] Ὅταν δέ οἱ  ἄγγελοι, βλέπουν κάποιον ἀπό τό ἐκκλησίασμα νά συζητᾶ, νά ἀστειεύεται καί γενικότερα νά μήν προσέχει, τότε ἀρχίζουν τή θρηνωδία, λέγοντας: «Ἄχ, πῶς αἰχμαλωτίστηκε ἔτσι ἡ ψυχή αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, πού στέκεται μέσα στήν ἐκκλησία μέ τόση καταφρόνια, χωρίς φόβο Θεοῦ, χωρίς ντροπή, χωρίς σεβασμό! Ὁ Θεός ἔσκυψε ἀπό τά οὐράνια γιά ν’ ἀκούσει προσευχή ταπεινή καί λόγια παρακλητικά…».[8].

Συγκλονιστικά εἶναι καί ὅσα  εἶδε ὁ ἀσκητής ἐπίσκοπος νά λαμβάνουν χώρα κατά τή διάρκεια τῆς θείας λειτουργίας: «μόλις ἔβαλε ὁ λειτουργός τό “Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…”, εἶδε φωτιά νά κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό καί νά καλύπτει τό ἅγιο θυσιαστήριο καί τόν ἱερέα, χωρίς  ἐκεῖνος νά καταλάβει τίποτα.[9] … Στόν τρισάγιο ὕμνο, τέσσερις ἄγγελοι κατέβηκαν κι ἔψαλλαν μαζί τους. Στόν Ἀπόστολο, φανερώθηκε ὁ μακάριος Παῦλος νά καθοδηγεῖ τόν ἀναγνώστη. Στό “Ἀλληλούια”, μετά τό τέλος τοῦ Ἀποστόλου, οἱ φωνές τοῦ λαοῦ ἀνέβαιναν ἑνωμένες στόν οὐρανό σάν ἕνα πύρινο σφιχτοπλεγμένο σκοινί. Καί στό Εὐαγγέλιο, μιά-μιά λέξη ἔβγαινε σάν φλόγα ἀπό τό στόμα τοῦ ἱερέα καί ὑψωνόταν στά ἐπουράνια.

Λίγο πρίν ἀπό τήν εἴσοδο τῶν τιμίων Δώρων, βλέπει ξάφνου ὁ ὅσιος ν’ ἀνοίγει ὁ οὐρανός καί νά ξεχύνεται μιά ἄρρητη καί ὑπερκόσμια εὐωδία.  Ἄγγελοι κατέβαιναν ἀπό ψηλά, ψάλλοντας ὕμνους καί δοξολογίες στόν Ἀμνό, τό Χριστό καί Υἱό τοῦ Θεοῦ. Καί νά! Τότε παρουσιάστηκε ἕνα κατακάθαρο καί τρισχαριτωμένο Βρέφος! Τό κρατοῦσαν στά χέρια τους ἄγγελοι, πού Τό ἔφεραν καί Τ’ ἀπόθεσαν στό ἅγιο δισκάριο, ὅπου βρίσκονταν τά τίμια Δῶρα. Γύρω Του μαζεύτηκαν πλῆθος λευκοφόροι νέοι,  ὁλόλαμπροι, πού ἀτένιζαν μέ θαυμασμό καί δέος τή θεϊκή Του ὀμορφιά. Ἦρθε ἡ στιγμή τῆς μεγάλης εἰσόδου. Ὁ λειτουργός πλησίασε γιά νά πάρει στά χέρια του τό ἅγιο δισκάριο καί τό ἅγιο ποτήριο. Τά ὕψωσε καί τά ἔβαλε πάνω στό κεφάλι του, σηκώνοντας μαζί τους καί τό Παιδί

 Μόλις βγῆκαν τ’ ἅγια, καί ἐνῶ ὁ λαός ἔψαλλε κατανυκτικά, ὁ ὅσιος εἶδε ἀγγέλους νά φτερουγίζουν κυκλικά πάνω ἀπό τό κεφάλι τοῦ λειτουργοῦδυό Χερουβείμ καί δυό Σεραφείμ νά προχωροῦν μπροστά του, καί ἄπειρους ἄλλους ἀγγέλους νά τόν τριγυρίζουν, ψάλλοντας μέ ἀγαλλίαση ἄρρητους ὕμνους. Ὅταν ὁ ἱερέας ἔφτασε στήν ἁγία τράπεζα κι ἀπόθεσε ἐκεῖ τά τίμια Δῶρα, οἱ ἄγγελοι τή  σκέπασαν μέ τίς φτεροῦγες τους. Τά δυό Χερουβείμ στάθηκαν στά δεξιά τοῦ λειτουργοῦ καί τά δυό Σεραφείμ στ’ ἀριστερά του, χωρίς ὅμως ἐκεῖνος νά τά βλέπει.

Ἡ θεία μυσταγωγία συνεχίστηκε. … ἔφτασαν στόν καθαγιασμό τῶν τιμίων Δώρων. Ὁ λειτουργός τά εὐλόγησε καί εἶπε τό “…μεταβαλών τῷ Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ. Ἀμήν, ἀμήν, ἀμήν”.Τότε βλέπει ὁ δίκαιος ἕναν ἄγγελο νά παίρνει μαχαίρι καί νά σφάζει τό Βρέφος. Τό Αἷμα Του τό ἔχυσε στό ἅγιο ποτήριο, ἐνῶ τό θεῖο σῶμα Του τό τεμάχισε καί τό τοποθέτησε στό δισκάριο. Ὕστερα ἀποτραβήχτηκε πάλι στή θέση του καί στάθηκε σεμνά καί εὐλαβικά. 

… ὁ λειτουργός εἶχε πεῖ τό “προσέλθετε”. … Οἱ ἄγγελοι στέκονταν ἐκεῖ κοντά καί παρακολουθοῦσαν μέ σεβασμό τή μετάληψη. … Ὅταν τέλειωσε ἡ λειτουργία καί ὁ ἱερέας ἔκανε τήν κατάλυση, τότε παρουσιάστηκε πάλι τό Βρέφος σῶο πάνω στά χέρια τῶν ἁγίων ἀγγέλων! Ἡ στέγη τοῦ ναοῦ λές καί σχίστηκε στά δύο. Ἀπό κεῖ οἱ ἄγγελοι ἀνέβασαν τό Παιδί στούς οὐρανούς μέ ὕμνους καί δοξολογίες, ὅπως Τό εἶχαν κατεβάσει, ἐνῶ μιά ὑπέροχη εὐωδία ξεχύθηκε καί τώρα ὁλόγυρα.»[10].

Ἅγιος Ἰάκωβος Τσαλίκης

Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος Τσαλίκης διηγεῖται: «Κάποτε λειτουργοῦσα στό Μοναστήρι … καί … εἶχα ἕνα γεροντάκι – καλόγερο – καί ἐγώ ἔκανα τόν παπά καί κεῖνος ἔψαλλε· ἦταν τό ἀναλόγιο στήν μέση. Καί ὅπως ἔψελνε τό γεροντάκι, ξαφνικά στόν Χερουβικό ὕμνο ἀκούω ἕνα φτερούγισμα μέσ’ στό Ἱερό, σάν πολλά παλληκάρια στά λευκά ντυμένοι καί φτερουγίζανε, ἔβλεπα καί μπροστά μου μέσ’ στό Ἅγιο Θυσιαστήριο. Εἶναι τάγματα ἁγίων Ἀγγέλων καί Ἀρχαγγέλων, οἱ ἅγιοι Πάντες, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τ’ Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ Κυρία Θεοτόκος καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι εἶναι ἐν ὥρᾳ τῆς Θείας Λειτουργίας, καί τάγματα Σεραφείμ, Χερουβείμ, ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἄξιοι νά τά δοῦμε βέβαια αὐτά. Ὅμως ἐφ’ ὅσον μᾶς ἀξίωσε καί εἴμαστε ἱερουργοί τῶν θείων Μυστηρίων, κάτι βλέπουμε καί πιστεύουμε…»[11].

Αὐτά συμβαίνουν μέσα στούς ἱερούς ναούς, κατατεθημένα ἀπό τρεῖς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας. Συνταρακτικά γεγονότα! Βρίσκονται παρόντες ἡ Ἁγία Τριάς, ἡ Θεοτόκος, οἱ ἅγιοι καί ὅλες οἱ ἀγγελικές δυνάμεις, «τίνα λοιπόν, φοβηθήσομαι; Ἀπό τίνος δειλιάσω»[12]; Τόποι ἱεροί, ἁγιασμένοι, οὐράνιες πῦλες, κλίμακες πρός τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόποι περιγραπτοί καί τόποι ἀπερίγραπτοι, καταστάσεις ὑπέρλογες, ἄρρητες, φράκτες τοῦ ὀρθολογισμοῦ. Οἱ ἅγιοι βλέπουν μέ τά χαριτωμένα πνευματικά τους μάτια καί ἐμεῖς εἴμαστε μακάριοι πού πιστεύουμε χωρίς νά τά δοῦμε.

Πορφυρίτης


[1] Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, «Ἐκλογαί καί Ἀπανθίσματα», σελ. 107.

[2] «Ἐκλογαί καί Ἀπανθίσματα», σελ. 108.

[3] «Ἐκλογαί καί Ἀπανθίσματα», σελ. 109-110.

[4] «Ἕνας ἀσκητής Ἐπίσκοπος», Ἱερᾶ Μονή Παρακλήτου, σελ. 36.

[5] «Ἕνας ἀσκητής Ἐπίσκοπος», σελ. 36.

[6] «Ἕνας ἀσκητής Ἐπίσκοπος», σελ. 211-212.

[7] «Ἕνας ἀσκητής Ἐπίσκοπος», σελ. 73.

[8] «Ἕνας ἀσκητής Ἐπίσκοπος», σελ. 73.

[9] «Ἕνας ἀσκητής Ἐπίσκοπος», σελ. 213.

[10] «Ἕνας ἀσκητής Ἐπίσκοπος», σελ. 213-215.

[11] «Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)», Ἑνωμένη Ρωμηοσύνη, σελ. 60.

[12] Ἀπό τόν 26ο Ψαλμόμ στ. 1.

ΠΗΓΗ.ΑΚΤΙΝΕΣ

Περί του μη εκπειράζειν τον Θεόν

1.

Παναγ. Τρεμπέλα,
Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον,
ἐκδ. «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀθῆναι 1995, σελ. 153-154

«Οὐ δεῖ εἰς προφανεῖς κινδύνους ἐμβάλλειν τινὰ ἑαυτὸν δοκιμάζοντα εἰ βοηθήσει αὐτῷ ὁ Θεός» (γράφει ὁ Θεοφύλακτος).
«Οὐ γὰρ τοῖς πειράζουσι χαρίζεται ὁ Θεὸς τὰς ἐπικουρίας, ἀλλὰ τοῖς πιστεύουσιν εἰς αὐτόν. Οὐ γὰρ ἐπειδὴ φειδοῦς ἡμᾶς ἀξιοῖ, διὰ τοῦτο ἡμεῖς ἐπιδεικτιᾷν ὀφείλομεν. Πρὸς τούτοις οὐδέποτε Χριστὸς τοῖς πειράζουσιν αὐτὸν ἐδίδου σημεῖον· Γενεὰ γάρ, φησί, πονηρὰ σημεῖον ἐπιζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτῇ. Τοῦτο καὶ νῦν ἀκουέτω πειράζων ὁ Σατανᾶς» (γράφει ὁ ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).
Ἀξιοσημείωτος καὶ ἡ ἑπομένη παρατήρησις: Ὁ Κύριος χρησιμοποιεῖ ἐνταῦθα τὸ Δευτ. ϛ´ 16: «Οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου, ὃν τρόπον ἐξεπειράσατε ἐν τῷ πειρασμῷ». Ὅταν τις ἐπιθυμῇ νέον σημεῖον πρὸς ἀπόδειξιν θείας ἀποκαλύψεως, καθ᾽ ὃν χρόνον ἐδόθησαν ἤδη εἰς αὐτὸν ἐπαρκεῖς ἀποδείξεις τῆς περὶ αὐτοῦ προνοίας τοῦ Θεοῦ, ἐκπειράζει τὸν Θεόν. Οὕτω καὶ οἱ Ἰσραηλῖται εἶπον ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὅταν ἐπείρασαν τὸν Θεόν: Ἔδωκεν ἡμῖν ὕδωρ ἐκ πέτρας. Μὴ καὶ ἄρτον δύναται δοῦναι ἡμῖν; Καὶ ὁ Χριστὸς ἤδη παρόμοιόν τι θὰ ἔλεγεν, ἐκπειράζων τὸν Πατέρα του: Ἀπέδειξεν ὅτι εἶμαι πράγματι ὀ Υἱός Του διὰ τῆς ἀποστολῆς τοῦ Πνεύματός Του ἐν τῷ Ἰορδάνῃ καὶ τῆς ἀμέσου μαρτυρίας του διὰ τῆς ἐνεχθείσης ἐκεῖ φωνῆς. Καὶ τὸ σημεῖον αὐτὸ ἦτο πολὺ μεγαλύτερον. Ἀλλ᾽ ἆρά γε δύναται καὶ τώρα νὰ διατάξῃ τοὺς ἀγγέλους του, ὅπως μὲ σηκώσουν εἰς τὰς χεῖράς των, τοῦθ᾽ ὅπερ εἶναι σημεῖον μικρότερον.

—————

2.

Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία [Θ.Η.Ε.]
τόμ.10, σελ. 252-253

Ἐκτὸς τῶν ἐσωτερικῶν πειρασμῶν ὑπάρχουν καὶ ἄλλου τινὸς εἴδους πειρασμοί, ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους ἀπαγορεύει ἡ ἐντολὴ «οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου» (Δευτερ. ϛ´ 16). Ἐκπειράζειν τὸν Θεόν σημαίνει τὸ νὰ ὑποβάλλῃ τις τὸν Θεόν εἰς δοκιμασίαν, προκαλῶν αὐτόν νὰ φανερώσῃ μίαν ἢ περισσοτέρας τῶν ὑπερφυῶν αὐτοῦ ἰδιοτήτων κατὰ τρόπον ὑποκείμενον εἰς τὴν πεῖραν αὐτοῦ. Τοιοῦτος πειρασμὸς π.χ. εἶναι ἡ πρόκλησις τοῦ Θεοῦ, ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου, νὰ ἐνεργήσῃ θαῦμα τι, ἢ καταστροφὴν ὡς ἀπόδειξιν τῆς ὑπάρξεώς του. Ἐπίσης ἐκπειράζει τις τὸν Θεόν ὅταν ἄνευ ἀποχρῶντος λόγου ἐκθέτῃ εἰς προφανῆ κίνδυνον τὴν ἰδίαν ζωὴν ἐπὶ τῇ ἐλπίδι ὅτι ὁ Θεὸς θὰ σώσῃ αὐτόν θαυματουργικῶς (πρβλ. Ματθ. δ´ 6,7). Πᾶς τρόπος, δι᾿ οὗ πειρᾶταί τις νὰ ὑποβάλῃ εἰς δοκιμασίαν τὸν Θεόν, δύναται νὰ ἐκφράζεται διὰ λόγου ἢ προσευχῆς ἢ προκλήσεως, μὲ τὴν σαφῆ πρόθεσιν νὰ βεβαιωθῇ ἐμπειρικῶς περὶ τῆς παντοδυναμίας ἢ περὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ.

Τὸ ἐκπειράζειν τὸν Θεόν ἀποτελεῖ εἰς πᾶσαν περίπτωσιν θανάσιμον ἁμάρτημα, ὡς σαφῶς διδάσκει ἡ Ἁγ. Γραφὴ (Ἔξ. ιζ´ 7, Δευτερ. ϛ´ 16, Ματθ. δ´ 7, Κορ. ι´ 9). Εἶναι ἀπόδειξις ἐλλείψεως σεβασμοῦ πρὸς τὸν Θεόν, διότι εἰς τὴν πραγματικότητα τὸ νὰ ζητῶμεν ἀπὸ τὸν Θεόν νὰ ὑποβληθῇ εἰς τὴν πεῖραν ἡμῶν ἰσοδυναμεῖ πρὸς ἀσέβειαν εἰς τὸν ὑπερθετικόν βαθμόν. Τὸ ὑποβάλλειν εἰς δοκιμασίαν τὸν Θεόν εἶναι προσέτι ἔκφρασις ἐλαττωματικῆς πίστεως, ἀσταθοῦς ἐμπιστοσύνης εἰς τὸν θεῖον λόγον καὶ εἰς πλείστας περιπτώσεις νοσηρᾶς φιλοπεριεργείας. Ἐν τελευταίᾳ ἀναλύσει, τὸ ἐκπειράζειν τὸν Θεὸν εἶναι ταυτόσημον πρὸς θρασύτητα, ἀσέβειαν, βλασφημίαν καὶ τοῦτ᾿ αὐτὸ πρὸς αἵρεσιν, διότι ὁ θέλων νὰ ὑποβιβάσῃ τὸν Θεόν εἰς τὴν τάξιν τῶν ἀντικειμένων, τῶν ὁποίων ἡ πειραματικὴ γνῶσις ἀποτελεῖ ἱκανοποίησιν τῆς περιεργείας αὐτοῦ, σημαίνει ὅτι ἔχει αἱρετικὴν ἀντίληψιν περὶ τῆς οὐσίας καὶ τῶν ἰδιοτήτων τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἐκπειράζειν τὸν Θεόν κατεδίκασεν αὐτὸς ὁ Χριστὸς ὡς ἁμαρτίαν θανάσιμον, ὅταν ἐπετίμησε τὸν Σατανᾶν προτείνοντα εἰς αὐτόν νὰ βάλῃ ἑαυτὸν κάτω ἐκ τοῦ πτερυγίου τοῦ ναοῦ ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι ὁ Θεὸς θὰ διατάξῃ τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ νὰ ἄρουν αὐτὸν εἰς τὰς χεῖρας των, ἵνα μὴ προσκόψῃ πρὸς λίθον τὸν πόδα του, εἰπὼν εἰς αὐτόν· «γέγραπται· οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου» (Ματθ. δ´ 6-7).

Ἀλλ᾿ ἡ παράκλησις πρὸς τὸν Θεόν ὅπως ἐπιδείξῃ θαυμαστῶς τὴν εὔνοιαν του πρὸς τὸν παρακαλοῦντα εἰς ὡρισμένας περιπτώσεις δὲν συνιστᾷ ἀναγκαίως πειρασμὸν τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ ζητῶμεν ἀπὸ τὸν Θεόν ἐν πάσῃ ταπεινοφροσύνῃ θαυμαστόν τι σημεῖον ἐν ἐπειγούσῃ ἢ ἐξαιρετικῇ ἀνάγκῃ, ἔχοντες ἐν νῷ μόνον τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν σωτηρίαν ψυχῶν, οὐδόλως σημαίνει ὅτι ἐκπειράζομεν τὸν Θεόν. Τοῦτο εἶναι μᾶλλον πρᾶξις μαρτυροῦσα μεγάλην ἐμπιστοσύνην εἰς τὴν ἀγαθότητα καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἀντιθέτως, ὅταν τις παρακαλῇ τὸν Θεὸν νὰ θεραπεύσῃ θαυματουργικῶς σοβαρὰν τινα νόσον, ἀπορρίπτῃ δὲ ἐντελῶς τὴν ἐκ τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης βοήθειαν, ὡς καὶ πᾶσαν ἐκ μέρους ἀνθρώπων δυνατὴν θεραπείαν, ἐκπειράζει τὸν Θεόν. Τέλος, ἡ παραμέλησις τῶν συνήθων μέσων καὶ τῶν ἀπαιτουμένων ἐνεργειῶν διὰ τὴν ἐκπλήρωσιν τοῦ καθήκοντος ἡμῶν νὰ προάγωμεν τὴν ἀποστολὴν ἡμῶν ὡς χριστιανῶν ἐπὶ τῇ ἐλπίδι θαυματουργικῆς ἐπεμβάσεως τοῦ Θεοῦ, συμφώνως πρὸς ἀφελῆ ἐμπιστοσύνην εἴς τινα ἀποκάλυψιν ἢ προσωπικὴν ἔμπνευσιν, δὲν ἀποτελεῖ τόσον πειρασμὸν τοῦ Θεοῦ ὅσον ἀσύγγνωστον ἔνοχον δεισιδαίμονα πίστιν καὶ παραμέλησιν τοῦ καθήκοντος.

——————

3.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο:
«ΣΥΝΑΓΩΓΗ τῶν θεοφθόγγων ρημάτων καὶ διδασκαλιῶν…»
[«Εὐεργετινός»],
δεύτερο βιβλίο, ὑπόθεσις ΛΕ´ (35),
ἐν Κωνσταντινουπόλει 1861, σελ. 104.

Ὅτι οὐ δεῖ ἐπιτρέχειν τῷ θαυματουργεῖν,
ἀλλὰ παραιτεῖσθαι τοῦτο ἐκ ταπεινώσεως

(ἠλ. στοιχειοθ. «Χριστιαν. Βιβλιογραφίας»)

Παρεγένοντο ποτὲ εἰς τὸ Μοναστήριον τὸ ὑπὸ τὸν Ἅγιον Παχώμιον αἱρετικοί τινες ἀσκηταί, τριχίνοις ἐνδύμασι τὸν ἔνδοθεν κατακρύπτοντες λύκον, καὶ ἐπιστάντες τῷ πυλῶνι, τοῖς ἀδελφοῖς ἔλεγον ὑπὸ τοῦ ἰδίου πατρός εἰς τὸν μέγαν ἀπεσταλμένοι εἶναι· εἰσελθόντες οὖν εἴπατε αὐτῷ, εἰ ἀληθῶς ἄνθρωπος εἶ τοῦ Θεοῦ καὶ πέποιθας εἰσακούειν σου τὸν Θεόν, δεῦρο δὴ κοινῶς τοῖς ἡμετέροις ποσὶ τὸν ποταμὸν διαβῶμεν τοῦτον, ὅπως γνῶσι πάντες τίς ἡμῶν παῤῥησίαν κέκτηται μᾶλλον πρὸς τὸν Θεόν.

Ἀναγγειλάντων δὲ τῶν ἀδελφῶν ταῦτα τῷ Παχωμίῳ ἀγανακτήσας ἔφη πρὸς αὐτούς· ὅλως γὰρ εἴπατέ μοι, κατεδέξασθε κλῖναι τὰ ὦτα αὐτοῖς; οὐκ ἔγνωτε ὅτι ταῦτα τὰ προβλήματα, ἀλλότρια τυγχάνει Θεοῦ; καὶ ξένα παντελῶς, οὐ λέγω τῆς ἡμετέρας πολιτείας ἀλλὰ καὶ κοσμικῶν τῶν εὖ φρονούντων, καὶ ἀληθῶς ὄντων Χριστιανῶν; ποῖος γὰρ νόμος ἐπιτρέπει ἡμῖν ταῦτα προβάλλεσθαι καὶ ποιεῖν; τί δὲ ἀθλιώτερον τῷ ὄντι τῆς ἀγνοίας ταύτης καθέστηκε, τὸ καταλείψαντά με πενθεῖν τὰς ἐμὰς ἁμαρτίας καὶ ὅπως ὀφείλω φυγεῖν τὴν αἰώνιον κόλασιν; νηπιάζειν ταῖς φρεσὶ καὶ προβλήματα σχᾶσθαι τοιαῦτα;

Εἶπον οἱ ἀδελφοὶ πρὸς αὐτόν· ἆρα οὖν αἱρετικοὶ ὄντες οὖτοι καὶ ἀλλότριοι τοῦ Θεοῦ προσκαλέσασθαί σε εἰς τοιοῦτον ὕψος τεθαῤῥήκασιν; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· ναὶ τῶν αἱρετικῶν τοῦ τοὸ πρόβλημα, οὐκ ἀνέγνωτε τὴν ῥῆσιν τὴν ἀποστολικὴν τὴν λέγουσαν, κατὰ δὲ τὴν σκληρότητα αὐτῶν καὶ ἀμετανόητον καρδίαν, παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν; οὗτοι κατὰ συγχώρησιν Θεοῦ ἠδύναντο ἴσως τὸν ποταμὸν περᾶσαι ὡς διὰ ξηρᾶς, συνεργοῦντος αὐτοῖς τοῦ διαβόλου πρὸς τὸ τὴν αἵρεσιν τῆς ἀσεβείας αὐτῶν τοῖς ἐπερειδομένοις ἐπ᾽ αὐτῷ βεβαιωθῆναι καὶ τῷ δράματι τούτῳ πίστιν τισὶ τῶν ἤδη ἠπατημένων παρ᾽ αὐτοῦ παρασχεῖν, ἐμοὶ δὲ οὐκ ἀναγκαῖον τοῦτο.

Ἐξελθόντες οὖν εἴπατε αὐτοῖς, τάδε λέγει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Παχώμιος, ὁ ἐμὸς ἀγὼν καὶ ἡ πᾶσά μου σπουδὴ οὐ τὸ πεζοπορεῖν ἐστι ποταμὸν ἢ διαπτῆναι ὄρη ἢ ἐπιτάττειν θηρίοις ἀλλὰ διαλαβεῖν ἐν ἑαυτῷ τὴν κρίσιν τοῦ Θεοῦ, καὶ ὑπερπηδᾷν τὰς διαβολικὰς μεθοδείας τῇ τοῦ Κυρίου δυνάμει, τοῦ πατεῖν κελεύσαντος ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ· τούτων γάρ μοι παρὰ Κυρίου δωρηθέντων καὶ τὰ λοιπὰ πάντα ἐπακολουθήσει· καὶ ταῦτα εἰπὼν παρεγγυᾶτο τοῖς ἀδελφοῖς μὴ ἐπὶ οἰκείοις κατορθώμασι μέγα φρονεῖν, μηδὲ ἐπτοῆσθαι ὀπτασίαις τισι, μηδὲ πειράζειν διὰ τοιούτων αἰτήσεων τὸ θεῖον, ὅτι πολλαὶ αἱ μηχαναὶ τοῦ ἀντιπάλου καὶ ὅτι τοιαῦτα πάντα παντὶ ἀνθρώπῳ περιττὰ καὶ ἐπικίνδυνα ὑπάρχει, φήσαντος πρὸς τὸν ἐχθρὸν τοῦ σωτηρίου λόγου, οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου».

Νεοελληνικὴ ἀπόδοση:

Πῆγαν κάποτε στὸ μοναστήρι τοῦ ἁγίου Παχωμίου μερικοὶ αἱρετικοὶ ἀσκητές, ποὺ ἔκρυβαν μέσα τους τὸν λύκο κάτω ἀπὸ τρίχινα ἐνδύματα. Φτάνοντας στὴν πύλη, εἶπαν στοὺς ἀδελφοὺς ὅτι τοὺς ἔστελνε ὁ γέροντάς τους στὸν μέγα Παχώμιο, καὶ προσέθεσαν: «Πηγαίνετε λοιπὸν νὰ τοῦ πεῖτε· ἂν εἶσαι ἀληθινὰ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ πιστεύεις ὅτι σὲ εἰσακούει ὁ Θεός, ἔλα νὰ περάσουμε μαζὶ αὐτὸν τὸν ποταμὸ μὲ τὰ πόδια, γιὰ νὰ μάθουν ὅλοι ποιός ἀπὸ ἐμᾶς ἔχει μεγαλύτερη παρρησία πρὸς τὸν Θεό».

Ὅταν οἱ ἀδελφοὶ τὰ εἶπαν αὐτὰ στὸν Παχώμιο, ἐκεῖνος ἀγανάκτησε καὶ τοὺς εἶπε: «Πεῖτε μου, καταδεχτήκατε ἀκόμη καὶ νὰ τοὺς ἀκούσετε; Δὲν ξέρετε ὅτι τέτοιου εἴδους προβλήματα δὲν ἔχουν καμία σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ εἶναι ἐντελῶς ἀνάρμοστα ὄχι μόνο στὴ μοναχικὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ σὲ καλῶς σκεπτομένους λαϊκοὺς (ποὺ ζοῦν στὸν κόσμο) καὶ εἶναι ἀληθινοὶ χριστιανοί; Ποιός νόμος δηλαδὴ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ θέτουμε καὶ νὰ κάνουμε τέτοια; Καὶ ἆραγε τί εἶναι ἀθλιότερο ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀνοησία, ἀπὸ τὸ νὰ ἀφήσω δηλαδὴ τὸ πένθος γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου καὶ τὴ φροντίδα πῶς νὰ ἀποφύγω τὴν αἰώνια κόλαση καὶ νὰ παιδιαρίζω καὶ νὰ ἀσχολοῦμαι μὲ τέτοια προβλήματα;»

Τὸν ρώτησαν τότε οἱ ἀδελφοί: «Ἄρα λοιπὸν αὐτοί, ἐπειδὴ εἶναι αἱρετικοὶ καὶ ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὸν Θεό, γι’ αὐτὸ τόλμησαν νὰ σὲ προσκαλέσουν σὲ τέτοιο ὑψηλὸ κατόρθωμα;»

«Ναί», τοὺς ἀποκρίθηκε, «αἱρετικῶν εἶναι αὐτὴ ἡ πρόταση. Δὲν διαβάσατε αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος· “Γιὰ τὴ σκληρότητα καὶ τὴν ἀμετανοησία τους, ὁ Θεὸς τοὺς παρέδωσε στὴ μωρία τους”; (Ρωμ. ε´ 5· α´ 28) Αὐτοί, κατὰ παραχώρηση Θεοῦ, θὰ μποροῦσαν ἴσως νὰ διαβοῦν τὸν ποταμὸ σὰν νὰ ἦταν στεριά, καθὼς τοὺς βοηθᾶ ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος ἐπιδιώκει νὰ βεβαιωθοῦν γιὰ τὴν ἀσεβῆ αἵρεσή τους αὐτοὶ ποὺ στηρίζονται σὲ αὐτὸν καὶ νὰ δώσει, μὲ τὴ θεαματικὴ αὐτὴ πράξη, μίαν ἀπόδειξη σὲ μερικοὺς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχει ἤδη ἐξαπατήσει. Ἐγὼ ὅμως δὲν ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ κάτι τέτοιο.

Πηγαίνετε λοιπὸν ἔξω καὶ πεῖτε τους· “Νὰ τί σᾶς ἀπαντᾶ ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Παχώμιος: Ὁ δικός μου ἀγώνας καὶ ὅλη μου ἡ προσπάθεια δὲν εἶναι νὰ περάσω ποταμὸ μὲ τὰ πόδια ἢ νὰ πετάξω ἐπάνω ἀπὸ βουνὰ ἢ νὰ διατάζω θηρία, ἀλλὰ νὰ ἔχω στὴ σκέψη μου τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ὑπερπηδῶ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου μὲ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ πατᾶμε ἐπάνω σὲ φίδια καὶ σκορπιοὺς καὶ σὲ ὅλη τὴ δύναμη τοῦ ἐχθροῦ (Λουκ. ι´ 19). Γιατί ἄν μοῦ χαρίσει ὁ Κύριος αὐτά, τότε θὰ ἀκολουθήσουν καὶ ὅλα τὰ ἄλλα”».

Μετὰ ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ γέροντας συνέχισε προτρέποντας τοὺς ἀδελφοὺς νὰ μὴν ὑπερηφανεύονται γιὰ τὰ κατορθώματά τους, μήτε νὰ ἐπιθυμοῦν ὀπτασίες, μήτε νὰ δοκιμάζουν τὸν Θεὸ ζητώντας του τέτοια πράγματα, γιατί εἶναι πολλὲς οἱ παγίδες τοῦ διαβόλου ποὺ μᾶς πολεμᾶ καὶ ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι περιττὰ καὶ ἐπικίνδυνα γιὰ κάθε ἄνθρωπο, ἀφοῦ (καὶ ὁ Ἴδιος) εἶπε στὸν ἐχθρὸ (διάβολο) τοῦ σωτηρίου λόγου: «Δὲν πρέπει νὰ ὑποβάλεις σὲ δοκιμασία τὸν Κύριο, τὸν Θεό σου» (Ματθ. δ´ 7).

(Πηγή: christianvivliografia.wordpress.com)

Τι σημαίνει η φράση «αιωνία η μνήμη» (Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

 
Τι σημαίνει η φράση, Αιωνία η μνήμη – Ιερός Ναός Αγίου Αχιλλίου
Στον μανάβη Μελέτιο Τζ. που ρωτά.

 

Σε ταλαιπωρεί το ότι δεν ξέρεις τη σημασία αυτών των λέξεων, που άκουγες πολλές φορές και ο ίδιος έλεγες επάνω από τους νεκρούς. Και καλά κάνεις που ρωτάς. Όσο καλύτερα γνωρίζει ο άνθρωπος την αρχαία και καλή ορθόδοξη πίστη μας, τόσο και περισσότερο την αγαπά.
«Αιωνία η μνήμη» σημαίνει: αιώνια να υπάρχει η μνήμη για σένα. Άκουσα μία φορά πως κάποιος στον επικήδειο λόγο επάνω από τον νεκρό φώναξε: «αιωνία σου η μνήμη στη γη!» Παραξενεύθηκα σε μια τόσο λανθασμένη ερμηνεία της πίστης μας. Μα μπορεί κάτι να είναι αιώνιο στη γη, όπου όλα περνούν βιαστικά σαν προσκεκλημένοι σε γάμο; Όντως, δεν ευχόμαστε στον νεκρό εντελώς μηδαμινό πλούτο, όταν του ευχόμαστε να τον μνημονεύουν σ’ αυτόν τον κόσμο, ο οποίος και ο ίδιος πλησιάζει στο τέλος του; Αλλά ας πούμε πως το όνομα κάποιου μνημονεύεται στη γη έως το τέλος του χρόνου – τί κερδίζει αυτός απ’ αυτό, εάν η μνήμη του στα ουράνια έχει ξεχαστεί;

 

Το σωστό είναι να επιθυμούμε το όνομα του νεκρού να μνημονεύεται αιώνια στην αιωνιότητα, στην αιώνια ζωή και στο Βασίλειο του Θεού. Τούτο και είναι το νόημα των λέξεων «αιωνία σου η μνήμη».

 

Μια φορά καυχήθηκαν οι μαθητές του Χριστού στον Δάσκαλό τους λέγοντας: «Κύριε, και τα δαιμόνια υποτάσσεται ημίν εν τω ονόματί σου» (Λουκ. 10,17). Και ο Κύριος τους απάντησε να μην χαίρονται γι’ αυτό αλλά: «Χαίρετε δε ότι τα ονόματα υμών εγράφη εν τοις ουρανοίς» (Λουκ. 10,20), δηλαδή να χαίρονται επειδή τα ονόματά τους είναι γνωστά και τα θυμούνται και τα μνημονεύουν στο Ουράνιο Βασίλειο του φωτός και της ζωής.

 

Στην Αγία Γραφή συχνά λέγεται πως τα ονόματα των δικαίων θα είναι γραμμένα στο βιβλίο των ζωντανών, ενώ τα ονόματα των αμαρτωλών θα σβηστούν και θα ξεχαστούν. Από την ιστορία περί του πλουσίου και του Λαζάρου βλέπουμε ότι ο Κύριος λέει το όνομα του Λαζάρου με το ολοκάθαρό Του στόμα, αλλά αποσιωπά το όνομα του άδικου πλουσίου. Ο Λάζαρος, σημαίνει, ότι μπήκε στο Βασίλειο των Ουρανών, και έλαβε την αιώνια ζωή και την αιώνια μνήμη, ενώ ο αμαρτωλός πλούσιος έχασε και το βασίλειο και τη ζωή και το όνομα.

 

Στη θεϊκή επιστήμη καμιά φορά το όνομα ταυτίζεται με τον άνθρωπο. Στην Αποκάλυψη γράφεται: «Και εν εκείνη τη ημέρα εγένετο σεισμός μέγας,… και απεκτάνθησαν εν τω σεισμώ ονόματα ανθρώπων χιλιάδες επτά» (Απ. 11, 13). Υπό τον σεισμό της γης πρέπει να καταλάβουμε μεγάλους πειρασμούς, στους οποίους οι επτά χιλιάδες ανθρώπων υπέκυψαν, αποστάτησαν από τον Χριστό και έχασαν τις ψυχές τους. Τούτο σημαίνει ότι δεν καταστράφηκαν μόνο τα σώματά τους – αυτό είναι ελάχιστης σημασίας- αλλά οι ψυχές και τα ονόματα. Τα ονόματά τους στην αιωνιότητα εκμηδενίστηκαν και σβήστηκαν από το βιβλίο των ζωντανών.

 

Όποιος επιθυμεί αθάνατη μνήμη στην αιωνιότητα, επιθυμεί ευαγγελικό πράγμα. Εάν κάποιος επιθυμεί αθάνατο όνομα στη γη, θέλει ματαιόδοξο πράγμα. Να ξέρεις ότι πολλοί οι οποίοι αθόρυβα και χωρίς να τους προσέξουν πέρασαν αυτή τη ζωή, απέκτησαν αθάνατο όνομα σ’ εκείνο τον κόσμο. Να σκέπτεσαι περί αυτού, αδελφέ Μελέτιε, και ο Θεός θα σου αποκαλύψει ακόμα πολλά. Και όταν ακούσεις για το δικό μου θάνατο, πες στην προσευχή σου: «Αιωνία του η μνήμη»!

 

Ειρήνη και υγεία από τον Κύριο
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται» – 130 Επιστολές, Εκδ. «Εν πλω», σ. 149-151)
 

ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΛΗΨΙΣ ΧΩΡΙΣ ΟΛΙΓΟΠΙΣΤΙΑ(Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου)

Τι είναι η θεία Μετάληψη και γιατί μεταλαβαίνουμε; - ΕΚΚΛΗΣΙΑ ONLINE

Μέσα στό κλῖμα τοῦ γενικευμένου φόβου, τό ὁποῖο προκάλεσε ἡ πανδημία τοῦ κορωνοϊοῦ, ἀμφισβητήθηκε ὁ παραδεδομένος τρόπος τῆς θείας Μεταλήψεως. Ἄνθρωποι πού δέν καταλαβαίνουν τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἀδιάφοροι ἤ ἐχθρικοί πρός τήν χριστιανική πίστι, ἔριξαν καί καλλιέργησαν στόν φοβισμένο κόσμο τήν ἰδέα ὅτι ἡ κοινή λαβίδα πρέπει νά καταργηθῇ, διότι μπορεῖ νά μεταδώσῃ ἀσθένειες καί νά θέσῃ σέ κίνδυνο τήν δημόσια ὑγεία. Ἔτσι, δυστυχῶς, ἐπηρεάσθηκαν καί κάποιοι πιστοί ἄνθρωποι. Διστάζουν πιά νά μεταλάβουν ἀπό τήν ἴδια λαβίδα. Νομίζουν ὅτι κινδυνεύουν. Ἄλλοι πάλι δέν ἐπιτρέπουν σέ μέλη τῆς οἰκογενείας τους νά μεταλάβουν, φοβούμενοι τήν μετάδοσι τοῦ ἰοῦ στό σπίτι τους.

Ἡ ἰδέα βρῆκε ὑποστήριξι καί ἀπό θεολόγους, οἱ ὁποῖοι ἔγραψαν ὅτι πρέπει νά συγκαταβοῦμε στήν ἀδυναμία τῶν φοβισμένων συνανθρώπων μας· ὅτι εἶναι φιλανθρωπία τό νά μή τούς βάλουμε σέ κίνδυνο· ὅτι δέν εἶναι ἀρχαία παράδοσις ἡ λαβίδα· ὅτι δέν προσβάλλουμε τό Μυστήριο μέ τούς ἐναλλακτικούς τρόπους μεταλήψεως· καί ὅτι, τέλος πάντων, ἦρθε ἡ ὥρα νά καταργηθῇ «αὐτός ὁ ἀπολίτιστος τρόπος τῆς Μεταλήψεως διά λαβίδος».

Εἶναι φανερό ὅτι ὁ κακομήχανος διάβολος ἔβαλε τήν Ἐκκλησία σέ νέα δοκιμασία. Ἔσπειρε πρῶτα στήν ψυχή μας τόν φόβο, τήν ὀλιγοπιστία καί τήν ἀμφιβολία, ὅτι δῆθεν κινδυνεύουμε ἀπό τήν θεία Μετάληψι, καί κατόπιν ἔβαλε ἀνθρώπους νά ἐξευγενίσουν τήν ὀλιγοπιστία μας καί νά τήν ὀνομάσουν ἄλλοτε συγκατάβασι καί ἄλλοτε ἀγάπη καί ἐνδιαφέρον γιά τούς συνανθρώπους μας. Ἔβαλε καί κάποιους ἄλλους νά ἀποδομήσουν τήν πίστι μας στό ὑπερφυές καί θεῖο Μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας, νά πιστέψουμε δηλαδή ὅτι μπορεῖ νά γίνῃ μέσο διασπορᾶς ἀσθενειῶν. Μέ τέτοιους φόβους τοποθετήσαμε φίλαυτα τήν ὑγεία μας πάνω καί ἀπό τήν πρώτη ἐντολή τοῦ Θεοῦ, πού ὁρίζει νά ἀγαπᾶμε τόν Θεό «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος» μας[1]. Ἐπιθυμοῦμε νά Τόν μεταλαμβάνουμε ἀμφισβητώντας Τον!

Τίς σκέψεις πού ἀκολουθοῦν τίς προσφέρουμε στούς ἀδελφούς μας χριστιανούς πού ἀγαποῦν τόν Χριστό, πού θέλουν νά ζοῦν στήν Ἐκκλησία μέ γνήσιο καί αὐθεντικό τρόπο, πού ποθοῦν τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία τους, ἀλλά φοβοῦνται καί διστάζουν νά μεταλάβουν μέ τήν παραδοσιακά γνωστή μας ἁγία λαβίδα.

α΄. Ὁ ἀθέλητος φόβος, ὅτι θά ἀρρωστήσουμε ἤ θά πεθάνουμε, εἶναι συγγνωστός, ἀφοῦ ἀκόμη δέν ἔχουμε ἀποκτήσει βιωματική «πεῖρα τῆς Ἀναστάσεως»[2]. Ἡ ἀσθένεια γεννᾶ ὑπαρξιακό φόβο θανάτου, ὁ ὁποῖος ὑπερβαίνεται μόνο μέ ἰδιαίτερη Χάρι ἀπό τόν Θεό. Ὅμως, ἄν ὡς ἀτελεῖς ἄνθρωποι φοβηθήκαμε, γιά τήν Ἐκκλησία ὡς Ἐκκλησία ὁ φόβος τοῦ θανάτου εἶναι ἀδικαιολόγητος. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν ἀναστάσιμη ἐμπειρία, ἡ ὁποία δέν ἔχει φόβο καί ὀλιγοπιστία («ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον»[3]). Αὐτήν τήν ἐμπειρία τήν ἐκφράζουν οἱ Ἅγιοι. Αὐτοί μᾶς λένε πῶς πρέπει νά μεταλαμβάνουμε, μᾶς ὑπενθυμίζουν ὅτι σέ καιρό λοιμικῆς ἐπιδημίας ἔκαναν λιτανεῖες, λειτουργοῦσαν καί ἐλειτουργοῦντο καί μετελάμβαναν χωρίς φοβίες γιά τήν Θεία Λειτουργία καί γιά τήν κοινή λαβίδα τῆς Μεταλήψεως. Ἔχοντας αὐτήν τήν παρακαταθήκη τῶν Ἁγίων μας, πρέπει μᾶλλον νά μετανοοῦμε γιά τήν ὀλιγοπιστία μας, παρά νά ζητοῦμε νά καταστήσουμε τόν φοβισμένο ἑαυτό μας καινό νομοθέτη στήν Ἐκκλησία.

β΄. Ὅπως διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας, μέ τήν Θεία Λειτουργία οἱ χριστιανοί προσφέρουμε στόν Θεό τήν Εὐχαριστία μας. Δηλαδή προσφέρουμε τόν ἑαυτό μας, τούς συνανθρώπους μας καί ὅλη τήν ζωή μας εὐχαριστιακά στόν Θεό, διότι ἀνήκουμε σέ Αὐτόν καί ὄχι στόν ἑαυτό μας[4]. Μεταλαμβάνουμε «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης» εὐχαριστώντας τόν Χριστό πού πέθανε καί ἀναστήθηκε γιά μᾶς[5]. Σέ αὐτήν τήν εὐχαριστιακή πρᾶξι συμμετέχουμε καθαροί ἀπό κάθε πάθος, διότι λέμε: «Ἰδού βαδίζω πρός Θείαν Κοινωνίαν· Πλαστουργέ, μή φλέξῃς με τῇ μετουσίᾳ· πῦρ γάρ ὑπάρχεις τούς ἀναξίους φλέγον· ἀλλ’ οὖν κάθαρον ἐκ πάσης με κηλίδος»[6].

Τώρα, μέ τήν φοβία πού ἔσπειραν στόν νοῦ μας, κυριευμένοι ἀπό ὀλιγοπιστία ἀλλάζουμε νοοτροπία, διάθεσι καί στάσι. Ξεχνοῦμε ὅτι ἡ Μετάληψις προϋποθέτει εὐχαριστιακή διάθεσι καί ὅτι εἶναι Εὐχαριστία στόν Θεό. Δείχνουμε ὅτι ἀνήκουμε ὄχι εὐχαριστιακά στόν Θεό ἀλλά φίλαυτα στόν ἑαυτό μας. Συμπεριφερόμαστε ἐγωκεντρικά. Μεταλαμβάνοντας ἔτσι, μέ ὀλιγοπιστία, μέ τήν ἰδέα δηλαδή ὅτι ἐνδέχεται νά κολλήσουμε ἀσθένεια, ἀστοχοῦμε καί προφανῶς ἁμαρτάνουμε.

Τόν παλαιό καιρό ἡ Ἐκκλησία ὕψωνε δυνατή φωνή νά κλείσουν οἱ πόρτες τοῦ ναοῦ γιά τούς ἀμυήτους, γιά ἐκείνους πού δέν εἶχαν ἀκόμη βαπτισθῆ («τάς θύρας, τάς θύρας»). Ὅσοι ἐπίσης χριστιανοί εἶχαν ἁμαρτήσει βαρειά, στέκονταν στόν νάρθηκα τῆς Ἐκκλησίας «προσπίπτοντες» ἤ «προσκλαίοντες» γιά ἕνα, δύο, τρία ἤ καί περισσότερα χρόνια. Μετά ἀπό αὐτήν τήν προετοιμασία ἔμπαιναν στόν κυρίως ναό, ἔστεκαν «ἀκροώμενοι» τό κήρυγμα καί κάποιες εὐχές καί ἐπέστρεφαν στόν νάρθηκα μαζί μέ τούς κατηχουμένους. Μόνον ὅταν μετά ἀπό μία ὁλοκληρωμένη μετάνοια μποροῦσαν «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης» νά σταθοῦν καθαροί μπροστά στόν Θυσιαζόμενο Ἀμνό, μόνον τότε ἀνταποκρίνονταν στήν προτροπή τοῦ λειτουργοῦ «προσέλθετε» στήν θεία Μετάληψι. Εἶναι μία ἀρχαία καλή πρακτική. Ἄς διερωτηθοῦμε καί ἐμεῖς σήμερα, μήπως θά ἔπρεπε νά παραμείνουμε στόν νοερό νάρθηκα τῆς Ἑκκλησίας «προσκλαίοντες» γιά τήν ὀλιγοπιστία μας, ἕως ὅτου ἐπανακτήσουμε φόβο Θεοῦ, πίστι καί ἀγάπη, δηλαδή μέχρις ὅτου παύσουμε νά ἀμφισβητοῦμε φίλαυτα τόν Νικητή τοῦ θανάτου. Ἄλλωστε, πρέπει νά κοινωνοῦμε ἀξίως. Ἡ ὀλιγοπιστία, ἡ ἀμφιβολία καί ἡ ἀμφισβήτησις δέν εἶναι καλές προϋποθέσεις. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ἔχει προειδοποιήσει: «ὅς ἄν ἐσθίῃ τόν ἄρτον τοῦτον ἤ πίνῃ τὸ ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καί αἵματος τοῦ Κυρίου. Δοκιμαζέτω δέ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καί οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καί ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω»[7].

γ΄. Ἄν οἱ Ὀρθόδοξοι πιστέψουμε, δεχθοῦμε ἤ τυχόν συνηγορήσουμε ὅτι ἡ Θεία Κοινωνία μεταδίδει καί διασπείρει ἀσθένειες, ἄν δέν ἀντιλαμβανόμαστε (ἔστω, ἄν ὄχι διά μεθέξεως, τοὐλάχιστον διά πίστεως) ὅτι ὁ λειτουργός πού μεταδίδει καί ὁ πιστός πού μεταλαμβάνει τόν Ἄρτο καί τόν Οἶνο τῆς Εὐχαριστίας εἶναι μέσα στόν ὑπέρφωτο γνόφο τῆς Βασιλείας, προδίδουμε τόν λόγο τῆς χριστιανικῆς μας ὑπάρξεως. Ἡ Θεία Κοινωνία πρέπει νά εἶναι μετοχή στήν Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· διαφορετικά, στήν Λειτουργία παίζουμε θέατρο.

Ὅσοι πλησιάζουν στό Ἅγιο Ποτήριο μέ θεία ἀγάπη, ψελλίζοντας μέ αἴσθησι καρδίας «ἔθελξας πόθῳ με, Χριστέ, καί ἠλλοίωσας τῷ θείῳ σου ἔρωτι» καί «τοῦτο αὐτό ἐστι τό ἄχραντον Σῶμά σου καί τοῦτο αὐτό ἐστι τό τίμιον Αἷμά σου»[8], δέν θά συμφωνοῦσαν μέ τήν δική μας ὀλιγοπιστία. Δέν θά δέχονταν νά μεταλάβουν ἀπό ἄλλη λαβίδα, ἤ χωρίς λαβίδα, ἀπό φόβο καί μόνο.

δ΄. Δημοσιεύθηκε, ὅτι τήν περίοδο τῶν περιοριστικῶν μέτρων κάποιος χριστιανός ζήτησε νά μεταλάβῃ. Τοῦ τό ἀρνήθηκαν. Ἔφυγε ξαφνικά τήν ἄλλη μέρα ἀπό τήν παροῦσα ζωή μέ τό παράπονο. Καί ὄχι μόνο. Ἄς τό ὁμολογήσουμε. Ἀξίζει νά διερωτηθῇ κανείς: Μέ τέτοια ὀλιγόπιστη ποιμαντική πῶς θά σταθοῦμε μπροστά στό ἀδέκαστο Βῆμα; Τί θά ποῦμε στόν δικαιοκρίτη Κύριο γιά ὅλους ἐκείνους τούς ἀδελφούς μας πού εἶχαν ἀνάγκη νά μεταλάβουν (ἀρρώστους, πονεμένους, ἑτοιμοθανάτους κ.λπ.) καί ἔφυγαν ἀπό τήν ζωή χωρίς τό οὐράνιο Ἐφόδιο ἐξαιτίας τῆς ὀλιγοπιστίας μας;

ε΄. Ἀπό μή Ὀρθοδόξους δέν ἀπαιτοῦμε νά ἀποδεχθοῦν ὅτι ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι ὑπερφυές Μυστήριο καί δέν μεταδίδει ἀσθένειες. Ἄλλωστε, ἡ χρῆσις λαβίδος δέν εἶναι στοιχεῖο τῆς πρακτικῆς τους καί γι’ αὐτό τήν φοβοῦνται· καί τήν μετάληψι ἀπό τό ἴδιο Ἅγιο Ποτήριο τήν ἔχουν καταργήσει ἐδῶ καί αἰῶνες. Ὅσοι Ὀρθόδοξοι ζοῦμε σέ ἕνα ἑτερόδοξο περιβάλλον, ὀφείλουμε νά λειτουργούμεθα σύμφωνα μέ τήν δική μας λειτουργική Παράδοσι, καί νά μή συρώμεθα στήν χοάνη τῆς ὁμογενοποιήσεως τῶν λειτουργικῶν τύπων. Ἡ ὁμογενοποίησις ὁδηγεῖ σέ συγκρητιστικές ἀτραπούς καί θεολογικά ὀλισθήματα. Θά μεταλαμβάνουμε χωρίς νά ὀλιγοπιστοῦμε στό Μυστήριο, χωρίς τήν ἰδέα ὅτι διά τοῦ Ποτηρίου ἤ διά τῆς λαβίδος μεταδίδονται ἀσθένειες. Καί ἄν ἐπισείωνται ποινές καί ἀσήκωτα πρόστιμα, θά θυμόμαστε τίς ἐποχές τῶν διωγμῶν. Ἡ Ἐκκλησία σέ περίοδο διωγμοῦ χρησιμοποιοῦσε ἀνενδυάστως ἐναλλακτικούς τρόπους Μεταλήψεως. Ἔστελνε στόν φυλακισμένο μάρτυρα τήν Θεία Κοινωνία μέ κάποιον ἐπιδέξιο τρόπο. Δέν δίσταζε νά ἐπινοῇ τρόπους, ὥστε τό «ἐφόδιον τῆς ἀθανασίας» νά φθάσῃ στόν φυλακισμένο ἀθλητή τῆς θείας ἀγάπης. Μέ τήν διαφορά ὅτι οὔτε ὁ φυλακισμένος μάρτυς οὔτε ὁ θαρραλέος μεταφορέας τῆς Θείας Κοινωνίας διακατέχονταν ἀπό φοβία καί ὀλιγοπιστία γιά τό Μυστήριο. Ἦσαν πλημμυρισμένοι ἀπό τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, τήν πίστι καί τήν ἀγάπη. Μετελάμβαναν μέ πίστι, ὄχι μέ ὀλιγοπιστία!

στ΄. Ἄν τυχόν βρεθοῦμε σέ συνθῆκες διωγμοῦ, πολύ σωστά πρέπει νά βροῦμε διάφορα “τεχνάσματα”, μέ τά ὁποῖα θά μεταλαμβάνουν οἱ σύγχρονοι μάρτυρες. Ἄν ὅμως ἀλλάξουμε τόν τρόπο Μεταλήψεως ἀπό φόβο, ὀλιγοπιστία καί φιλαυτία, δέν θά μπορέσουμε νά κρύψουμε τήν εὐθύνη μας: «Ἑκουσίως γάρ ἁμαρτανόντων ἡμῶν μετά τό λαβεῖν τήν ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας, οὐκέτι περί ἁμαρτιῶν ἀπολείπεται θυσία, φοβερά δέ τις ἐκδοχή κρίσεως καί πυρός ζῆλος ἐσθίειν μέλλοντος τούς ὑπεναντίους»[9]. Σέ νεοελληνική ἀπόδοσι: «Ἄν, ἀφοῦ γνωρίσαμε τήν ἀλήθεια, ἁμαρτάνουμε μέ τήν θέλησί μας, δέν ἀπομένει πλέον ἄλλη θυσία νά συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες μας, ἀλλά μᾶς περιμένει φοβερή καταδίκη καί τό αἰώνιο πῦρ πού μέλλει νά κατακαίῃ ἐκείνους πού ἀντιστέκονται στόν Θεό».

Ὅταν ἡ ἴδια ἡ συνείδησίς μας θά μᾶς καταλογίσῃ ὅτι ἀπιστοῦμε στό Μυστήριο, δέν θά μᾶς καλύψῃ καμμία διδακτορική διατριβή περί τοῦ «πότε εἰσήχθη ἡ χρῆσις λαβίδος εἰς τήν Ἐκκλησίαν», οὔτε θά μᾶς δικαιώσῃ κάποια δῆθεν ποιμαντική μας εὐαισθησία γιά ἐκείνους πού θέλουν νά μεταλάβουν τόν Ζωοδότην ἀλλά Τόν φοβοῦνται, διότι τό ἀψευδές στόμα τοῦ Χριστοῦ εἶπε κάποτε τόν σκληρό ἀλλά ἀποφασιστικό λόγο: «Μή καί ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;»[10]. Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγινε «τοῖς πᾶσι τά πάντα, ἵνα πάντως τινάς σώσῃ», ὄχι ὅμως ὡς ἄνομος ἀλλ’ «ὡς ἔννομος Χριστῷ»[11]. Ὄχι ὀλιγοπιστώντας ἤ ἀμφισβητώντας Ἐκεῖνον, χάριν τοῦ Ὁποίου ἔγινε τά πάντα τοῖς πᾶσι. Τά ρητορικά σχήματα νεωτεριστῶν θεολόγων, πού ἀναφέρονται στήν ἐπικινδυνότητα τοῦ «ἰοῦ τοῦ φονταμενταλισμοῦ» καί τῶν ἄλλων συναφῶν «λοιμογόνων ἰῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος», θά φανοῦν ἀνίσχυρα, ὅταν ἡ συνείδησίς μας θά μᾶς καταλογίζῃ ὅτι ἁμαρτήσαμε. Γιατί ἄραγε δέν εἶναι «λοιμογόνος» ἡ ὀλιγοπιστία καί ἡ φοβία πού μᾶς ἔρχονται ἀπό ἕναν κόσμο πού ἀγνοεῖ, περιφρονεῖ ἤ καί ἐχθρεύεται τό Ὀρθόδοξο ἦθος καί βίωμα; Δέν εἶναι διδακτική ἡ ἱστορία πού διασώζει ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Διονύσιος (3ος αἰώνας) περί τῆς ἀφοβίας, τῆς πίστεως καί τῆς αὐτοθυσίας τῶν χριστιανῶν[12], οἱ ὁποῖοι ἐν καιρῷ φοβερῆς λοιμικῆς ἐπιδημίας συμπαραστέκονταν στούς ἀσθενεῖς καί κήδευαν τούς νεκρούς σχεδόν σίγουροι ὅτι θά ἀρρωστήσουν καί θά πεθάνουν καί οἱ ἴδιοι, τήν ἴδια στιγμή πού οἱ ἐθνικοί ἔφευγαν φοβισμένοι καί ἐγκατέλειπαν ἀβοήθητους καί ἄταφους τούς ἴδιους τούς συγγενεῖς τους; Ὅταν οἱ ἡρωϊκοί ἐκεῖνοι χριστιανοί τῆς Ἀλεξανδρείας ἀψηφοῦσαν τόν θάνατο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ θνήσκοντος συνανθρώπου, θά εἶχαν ἄραγε τήν ὀλιγοπιστία νά φοβοῦνται τήν θεία Μετάληψι ἀπό τό ἕνα Ἅγιο Ποτήριο (σήμερα τήν ἁγία λαβίδα) στόν ναό τους;

ζ΄. Ἡ ἐπιστροφή στήν «παλαιά τάξι τῆς μεταλήψεως» (ὅπως στήν Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου) δέν εἶναι λύσις. Πρῶτον, διότι ἡ παλαιά τάξις δέν εἶναι ἄμοιρη ἀντικειμενικῶν δυσκολιῶν (μετάληψις βρεφῶν, ἡλικιωμένων, ἀσθενῶν), λόγῳ τῶν ὁποίων εἶχε σταδιακά ἐγκαταλειφθῆ. Δεύτερον, διότι ἐφ’ ὅσον ἡ μετάληψις τοῦ θείου Αἵματος προβλεπόταν καί ἀπαιτεῖ νά γίνεται ἀπό τό ἴδιο Ἅγιο Ποτήριο, δέν θά ἐπιτραπῇ ἀπό τούς ἀντιεκκλησιαστικά νομοθετοῦντες πολιτικούς ἄρχοντες. Καί τρίτον, διότι ἡ τυχόν «τροποποίησίς» της μέ χρῆσι πολλῶν λαβίδων, ὥστε νά ἀποφευχθῇ ἡ μετάληψις ἀπό τό ἴδιο Ἅγιο Ποτήριο, φανερώνει ὅτι φοβόμαστε καί ὀλιγοπιστοῦμε, καί ἑπομένως ὁδηγούμαστε στίς συνέπειες πού προαναφέρθηκαν. Ἕνας ἱερεύς, πού ἐπί πολλές δεκαετίες μεταλαμβάνει χιλιάδες πιστούς (ὑγιεῖς καί ἀσθενεῖς) καί ὁμολογουμένως χωρίς φόβο καταλύει τό Ἅγιο Ποτήριο, ὁπωσδήποτε δέν θά διστάσῃ καί σήμερα νά παροτρύνῃ τούς φοβισμένους χριστιανούς μας νά ἀποβάλουν τόν φόβο καί νά πλησιάσουν χωρίς ὀλιγοπιστία στό Ποτήριο τῆς Ζωῆς. Οἱ συνοδικές ἀποφάσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες δέν ὑφίσταται λόγος νά ἀλλάξῃ ὁ τρόπος τῆς θείας Μεταλήψεως, εἶναι παρήγορες καί ἐνισχυτικές.

Ὅσοι φοβηθήκαμε, ἄς προσπέσουμε ἐν μετανοίᾳ σέ Ἐκεῖνον πού ἀπό ἐμᾶς ἀμφισβητήθηκε, ἄς ζητήσουμε τήν συγχώρησί Του γιά τήν ὀλιγοπιστία μας καί ἄς «ἀναστηλώσουμε» μέσα μας τήν ἀφοβία γιά τήν θεία Μετάληψι. Διότι, ὅσο φοβόμαστε τήν διασπορά ἀσθενειῶν μέ τήν χρῆσι τῆς λαβίδος, κατεβάζουμε τό Μυστήριο ἀπό τό θεῖο ὕψος του καί ἐνεργοῦμε ὡς εἰκονομάχοι. Ἡ «ἀναστήλωσις» αὐτή θά γίνῃ ἕνα ἀσφαλές κριτήριο πού θά διαχωρίζῃ τίς θεοφιλεῖς λύσεις ἀνάγκης ἐν καιρῷ διωγμοῦ ἀπό τίς ὀλιγόπιστες «λύσεις» ἐν καιρῷ εἰρήνης. Ἄς συνεχίσουμε νά μεταλαμβάνουμε ἀκριβῶς ὅπως μεταλαμβάναμε, καί μάλιστα στόν ναό, ἐφ’ ὅσον μᾶς τόν ἀφήνουν ἀνοικτό, ἀκόμη καί ἄν συμβῇ μαζί μέ ἐμᾶς νά μεταλαμβάνουν ἀπό τό ἴδιο Ἅγιο Ποτήριο καί ἀσθενεῖς ἀπό ὁποιαδήποτε ἀσθένεια. Ἄς μή ἐπιτρέψουμε στούς λογισμούς τῆς ὀλιγοπιστίας νά κατακυριεύσουν τόν νοῦ καί τήν καρδιά μας. Ὅταν ὁ Πέτρος κάποτε ὀλιγοπίστησε, ἄρχισε νά βυθίζεται καί ἄκουσε τόν Κύριο νά τοῦ λέγῃ: «Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;»[13]. Ἄν κλείσουν τούς ναούς μας, θά βρεθοῦν τρόποι μεταλήψεως, χωρίς ἀπό ἐμᾶς τούς ἴδιους νά «κενωθῇ ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ»[14] λόγῳ ἀπιστίας στό Μυστήριο τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τήν μετάληψι τῆς θείας Εὐχαριστίας.


[1] Πρβλ. Μάρκ. ιβ΄ 30.

[2] Βλ. Παρακλητική, ἦχος γ΄, Ὄρθρος Κυριακῆς, γ΄ στιχηρόν Αἴνων.

[3] Α΄ Ἰω. δ΄ 16-18.

[4] Α΄ Κορ. στ΄ 19.

[5] Β΄ Κορ. ε΄ 15.

[6] Μ. Ὡρολόγιον, Ἀκολουθία Θ. Μεταλήψεως.

[7] Α΄ Κορ. ια΄ 27-28.

[8] Μ. Ὡρολόγιον, Ἀκολουθία Θ. Μεταλήψεως.

[9] Ἑβρ. ι΄ 26-27.

[10] Ἰω. στ΄ 67.

[11] Πρβλ. Α΄ Κορ. θ΄ 21-22.

[12] Εὐσεβίου Καισαρείας, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Ζ-Ι, ΕΠΕ, Θεσ/νίκη 1978, τόμ. 3, κα΄ «Περί τῆς ἐπισκηψάσης νόσου», σελ. 54-60.

[13] Ματθ. ιδ΄ 31.

[14] Α΄ Κορ. α΄ 17.

Πότε κινδυνεύουμε από την θεία Μετάληψη (Φώτιος Σχοινάς, Δρ. Φιλοσοφίας)

Κορωνοϊός: Η Γερμανία απαγόρευσε την Θεία Κοινωνία στις Εκκλησίες

Καί ἐφοβήθησαν οὗ οὐκ ἦν φόβος

Τό ὅτι δέν κινδυνεύομε ἀπό τήν θεία μετάληψη εἶναι ἀρκούντως τονισμένο καί θεολογικά ἀναλυμένο καί τεκμηριωμένο ἀπό πολλούς θεολόγους, ἱερεῖς καί ἀρχιερεῖς, ὥστε θά ἦταν ἴσως ματαιοπονία νά προβῶ ἐγώ σέ μία, ἐπί πλέον, θεολογική ἀνάλυση. Θά προσπαθήσω ἐν τούτοις, βασιζόμενος στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, νά φωτίσω μία θεολογική πτυχή τοῦ θέματος. Κατ̉  ἀρχήν πρέπει νά τονίσουμε ὅτι στό μυστήριον τῆς Θείας Κοινωνίας δέν ἔχουμε σῶμα καί αἷμα ψιλοῦ (ἁπλοῦ) ἀνθρώπου, ἔστω θεοποιηθέντος, ἀλλά, κυριολεκτικῶς εἰπεῖν, σῶμα καί αἷμα Θεοῦ. Πῶς συμβαίνει αὐτό; Πῶς εἶναι δυνατόν ὁ Θεός, ὁ ἀπρόσιτος, ὁ ὑπερούσιος, ὁ μόνος ἄϋλος, νά ἔχει σῶμα καί αἷμα; Συμβαίνει διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὁ προαιώνιος Θεός Λόγος προσέλαβε ἐν χρόνῳ στήν ἀΐδιο ὑπόσταση/πρόσωπό του τήν ἀνθρώπινη φύση/οὐσία ἐκ τῆς Παρθένου καί Θεοτόκου Μαρίας. Ἡ ἀνθρώπινη φύση του, τό ἀνθρώπινο πρόσλημμα, δέν ἦταν οὔτε αὐθυπόστατο, οὔτε ἀνυπόστατο, ἀλλά ἐνυπόστατο ἔχοντας ὡς ὑπόσταση/πρόσωπο αὐτή ταύτη τήν ὑπόσταση/πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Οἱ δύο φύσεις/οὐσίες τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἑτερούσιες (ἄλλη ἡ θεία φύση/οὐσία, ἄλλη ἡ ἀνθρώπινη φύση/οὐσία), ἀλλά καί ὁμοϋπόστατες (ἔχουν μία κοινή ὑπόσταση/πρόσωπο). Ὅπως ἡ ψυχή καί τό σῶμα εἶναι φύσεις ἑτερούσιες ἀλλά ὁμοϋπόστατες, ὁμοίως καί στό Χριστό. Ὁ δεῖνα ἄνθρωπος, π.χ. ὁ Παῦλος, φέρει δύο κεχωρισμένες καί διαφόρους φύσεις, τήν ψυχή καί τό σῶμα• ἀμφότερες ὅμως οἱ φύσεις συναπαρτίζουν ἕνα πρόσωπο, τοῦ Παύλου. Καί τόσο οἱ ψυχικές ὅσο καί οἱ σωματικές λειτουργίες, καίτοι διακριτές ἀποδίδονται στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Παύλου. Ἡ ψυχή τοῦ Παύλου λογίζεται καί εὐσεβεῖ καί ὄχι τό σῶμα• ὁμοίως καί τό σῶμα τοῦ Παύλου τέμνεται καί ὄχι ἡ ψυχή• ὅμως σέ ὅλες τίς περιπτώσεις ὁ λογιζόμενος, ὁ εὐσεβῶν καί ὁ τεμνόμενος εἶναι ὁ Παῦλος, διότι αὐτοῦ καί ὄχι ἄλλου εἶναι ἡ ψυχή καί τό σῶμα. Ἔτσι καί στό Χριστό ἡ θεία φύση μέ τίς ἐνέργειές της, καίτοι διακριτή τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καί ἡ ἀνθρώπινη φύση μέ τίς ἐνέργειες, καίτοι ἑνωμένη μέ τή θεία φύση χωρίς σύμφυρση τῶν δύο φύσεων, ὑφίσταντο στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Πρέπει να σημειωθεῖ βέβαια ὅτι οἱ δύο φύσεις, ἑνωμένες καθ᾿ ὑπόστασιν, ἦσαν διακριτές μεταξύ τους, ἀλλά ἀχώριστες χωρίς φυρμό καί σύγχυση. Ἔτσι ὁ Χριστός κατά μέν τήν θεότητα ἦταν ἄκτιστος, ἄϋλος, ἀόρατος, ἀψηλάφητος καί ἀπαθής, ἀσχημάτιστος, ἄποιος, ἄποσος κ.λ.π. κατά δέ τήν ἀνθρωπότητα ἦταν κτιστός, ὑλικός, ὁρατός, ψηλαφητός, ὑποκείμενος στά ἀδιάβλητα πάθη, ἐσχηματισμένος μέ ὅλα τά ἀνθρώπινα συμβεβηκότα. Καί ὅταν ἔπασχε, ἔπασχε ἡ ἀνθρώπινη φύση του, ἐνῶ ἡ θεία φύση παρέμενε ἀπαθής. Ἐραπίζετο, ἐνεπτύετο, ἐκολαφίζετο, ἐσταυροῦτο καί ἀπέθνησκε ἡ ἀνθρώπινη φύση, χωρίς νά ὑφίσταται τίποτα ἀπό αὐτά ἡ θεία φύση, οὖσα φύσει ἀπαθής. Ὅμως καί εἶναι ἀξιοσημείωτο νά τονισθεῖ ὅτι, λόγῳ τοῦ ὅτι δέν ὑπῆρχε καμμία ἀνθρωπίνη ὑπόσταση στό Χριστό, ὁ πάσχων, ὁ ραπιζόμενος, ὁ ἐμπτυόμενος, ὁ κολαφιζόμενος, ὁ σταυρούμενος καί ὁ ἀποθνήσκων ἦταν ὁ Θεός Λόγος κατά τήν ἀνθρωπότητα βέβαια. Διότι ἡ ἀνθρωπότητα πού ὑπέμεινε τά πάθη αὐτά ἦταν ἰδική του καί ὄχι ἄλλου τινός. Τό ἀνθρώπινο πρόσλημμα δέν ἦταν αὐθυπόστατο ἀλλά ὑπέστη ἐν τῇ ὑποστάσει τοῦ Θεοῦ Λόγου, καί σ᾿ αὐτή τή θεία ὑπόσταση ἀποδίδονταν τά πάθη του. Ὅθεν ὁ Δαμασκηνός σημειώνει ὅτι «χρή οὖν τά μέν ὑψηλά νέμειν τῇ θεότητι αὐτοῦ, τά δέ ταπεινά τῇ ἀνθρωπότητι αὐτοῦ, καί ταῦτα δέ καί κἀκεῖνα τῇ μιᾷ ὑποστάσει» [1]. Στόν Χριστό οὐδεμία αὐτοτελής ἀνθρώπινη ὑπόσταση/πρόσωπο ὑφίσταται. Τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐχρημάτισε καί πρόσωπο τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἔτσι στό ἕνα πρόσωπο/ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου κατηγοροῦνται τόσο τά θεῖα ὅσο καί τά ἀνθρώπινα ἰδιώματα: «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου (ἀνθρώπινη ἰδιότητα) ὁ ἐν ὕδασι τήν γῆν κρεμάσας (θεία ἰδιότητα). Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται (ἀνθρώπινη ἰδιότητα) ὁ τῶν ἀγγέλων Βασιλεύς (θεία ἰδιότητα).. Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται (ἀνθρώπινη ἰδιότητα) ὁ περιβάλλων τόν οὐρανόν ἐν νεφέλαις (θεία ἰδιότητα)…..»

Ὁμοίως ὁ Δαμασκηνός γράφει: «… ὁ Χριστός μία ὤν ὑπόστασις, ἔχων δέ δύο φύσεις τῆς θεότητος καί τῆς σαρκώσεως κατά μέν τήν θεότητα αὐτοῦ ἐθαυματούργει, κατά δέ τήν ἀνθρωπότητα αὐτοῦ ἔπασχε, καί οὔτε ἡ θεότης αὐτοῦ ἔπασχεν οὔτε τό σῶμα ἐθαυματούργει, ἀλλ᾿ ὁ εἷς Χριστός, ἡ μία ὑπόστασις, τό ἕν πρόσωπον, καί ταῦτα ἐνήργει ὡς Θεός κἀκεῖνα ἔπασχεν ὡς ἄνθρωπος» [2]. Ἑπομένως ὁ Χριστός ἔπραττε τά θεῖα κατά τρόπο ἀνθρώπινο καί τά ἀνθρώπινα κατά τρόπον θεῖον. Καί τοῦτο ἀποτελεῖ κατά τόν Δαμασκηνό τό μυστήριον τό ἀποκεκρυμμένον ἀπό τῶν γενεῶν, τό μυστήριον τοῦ Σταυροῦ ὅτι «ὁ Θεός ἄνθρωπος γέγονε καί ὁ Κύριος τῆς δόξης ἐσταυρώθη … ὅτι ὁ Θεός ὡράθη καί ἐνεπτύσθη, … ὅτι ὁ ἀόρατος ὁρᾶται καί πάσχει ὁ ἀπαθής καί μένει οὐδέν ἦττον ἀπαθής. Πάσχει γάρ σαρκός φύσει καί μένει ἀπαθής τῇ θεότητι• ἀπαθές γάρ τό θεῖον, κἄν ἤνωται καθ᾿ ὑπόστασιν τῷ πάσχοντι σώματι» [3]. Εἶναι εὔλογο ὅτι ὄχι μόνο τά ἰδιώματα-ἐνέργειες, ἀλλά καί ἀμφότερες οἱ φύσεις/οὐσίες, ἐκ τῶν ὁποίων ἄλλωστε προέρχονται οἱ ἐνέργειες, κατηγοροῦνται (ἀποδίδονται, ἀνήκουν) στό ἕνα πρόσωπο/ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὅθεν λοιπόν καί ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ εἶναι φύση Θεοῦ (τοῦ Θεοῦ Λόγου) καί εἶναι τελείως ὀρθό νά ποῦμε ὅτι τό Εὐχαριστιακό σῶμα καί αἷμα εἶναι σῶμα καί αἷμα Θεοῦ. Ὁ ἱερός Δαμασκηνός γράφει ἐπ̉ αὐτοῦ: «Σῶμα ἐστιν ἀληθῶς ἡνωμένον θεότητι, τό ἐκ τῆς ἁγίας παρθένου σῶμα, οὐχ ὅτι αὐτό τό σῶμα τό ἀναληφθέν ἐξ οὐρανοῦ κατέρχεται, ἀλλ̉ ὅτι αὐτός ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος μεταποιεῖται εἰς σῶμα καί αἷμα Θεοῦ» [4].

Τό ὅτι τό εὐχαριστιακόν σῶμα καί αἷμα εἶναι σῶμα καί αἷμα Θεοῦ συνάγεται καί ἐκ τοῦ ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία, ἀπό τήν ὁποία ἐλήφθη καί διεπλάσθη τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου, εἶναι ἀληθῶς καί κυριολεκτικῶς Θεοτόκος. «Θεοτόκον δε κυρίως καί ἀληθῶς τήν ἁγίαν παρθένον κηρύττομεν• ὡς γάρ Θεός ἀληθής ὁ ἐξ αὐτῆς γεννηθείς, ἀληθής Θεοτόκος ἡ τόν ἀληθινόν Θεόν ἐξ αὐτῆς σεσαρκωμένον γεννήσασα… Οὐ γάρ ἄνθρωπον ψιλόν ἐγέννησεν ἡ ἁγία παρθένος, ἀλλά Θεόν ἀληθινόν, οὐ γυμνόν ἀλλά σεσαρκωμένον, οὐκ οὐρανόθεν τό σῶμα καταγαγόντα καί ὡς διά σωλῆνος δι̉ αὐτῆς παρελθόντα, ἀλλ̉ ἐξ αὐτῆς ὁμοούσιον ἡμῖν σάρκα ἀναλαβόντα καί ἐν ἑαυτῷ ὑποστήσαντα» [5]. Ἡ Θεοτόκος ἐγέννησε Θεόν σεσαρκωμένον ὄχι βέβαια κατά τήν θεότητά του (κατά τήν θεότητα γεννᾶται ἀϊδίως καί ἀχρόνως ἐκ τοῦ Πατρός), ἀλλά κατά τήν ἀνθρωπότητά του. Ἐάν ἡ Παρθένος δέν ἦταν κυριολεκτικῶς καί ἀληθῶς Θεοτόκος, θά ἦταν ἁπλῶς Χριστοτόκος, ἀνθρωποτόκος, ὅπως ὑπεστήριζε ὁ Νεστόριος.

Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι κυριολεκτικῶς καί ἀληθῶς σῶμα καί αἷμα Θεοῦ. Ὄχι ὅτι ἡ θεότητα ἔχει σῶμα καί αἷμα, ἀλλ̉ ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα, ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἡ ἐν ἀτόμῳ θεωρουμένη, ἑνώθηκε καθ̉ ὑπόστασιν μέ τήν θεότητα στόν ἕνα καί ἀδιαίρετο Χριστό. Ὅπως ἔχουμε ὑπαινιχθεῖ δέν εἶναι ἄλλος ὁ Υἱός τοῦ Πατρός καί ἄλλος ὁ υἱός τῆς Παρθένου, ἀλλά αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Θεός Λόγος ἐνανθρωπήσας. Ὁ Χριστός εἶναι Θεός ἐνανθρωπήσας, Θεός σεσαρκωμένος καί ὄχι ἄνθρωπος θεοποιηθείς. Εἶναι δυνατόν λοιπόν τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Θεοῦ νά εἶναι μεταδοτικόν οἱασδήποτε μολύνσεως; Οὔτε κατά διάνοιαν! Τοὐναντίον εἶναι παρεκτικόν ζωῆς καί ὑγείας καί ἰάσεως καί ρώσεως ψυχῆς καί σώματος.

Στήν ἀκολουθία τῆς θ. Μεταλήψεως βρίθουν φράσεις, ὅπως «καί γενέσθω μοι τά ἅγια ταῦτα εἰς ἴασιν καί κάθαρσιν καί φωτισμόν καί φυλακτήριον καί σωτηρίαν ψυχῆς τε καί σώματος» (εὐχή β´, Μ. Βασιλείου), «ἀλλά γενέσθω μοι ὁ ἄνθραξ τοῦ παναγίου σου σώματος καί τοῦ τιμίου σου αἵματος εἰς ἁγιασμόν καί φωτισμόν καί ρῶσιν (=ἐνδυνάμωση, ἰσχυροποίηση) τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς καί τοῦ σώματος» (εὐχή γ´, Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου), «καταξίωσόν με ἀκατακρίτως μεταλαβεῖν τῶν ἀχράντων καί ἀθανάτων καί ζωοποιῶν καί φρικτῶν μυστηρίων σου, εἰς ἄφεσιν ἀμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον, εἰς ἁγιασμόν καί φωτισμόν καί ρώμην καί ἴασιν καί ὑγείαν ψυχῆς τε καί σώματος» (Εὐχή ε´, Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου).

Ὁ ἱερός Δαμασκηνός γράφει: «Γίνεται τοίνυν τοῖς πίστει ἀξίως μεταλαμβάνουσιν εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον καί εἰς φυλακτήριον ψυχῆς τε καί σώματος, τοῖς δε ἐν ἀπιστίᾳ ἀναξίως μετέχουσιν εἰς κόλασιν καί τιμωρίαν, καθάπερ καί ὁ τοῦ κυρίου θάνατος τοῖς μέν πιστεύουσι γέγονε ζωή καί ἀφθαρσία εἰς ἀπόλαυσιν τῆς αἰωνίου μακαριότητος, τοῖς δέ ἀπειθοῦσι καί τοῖς κυριοκτόνοις εἰς κόλασιν καί τιμωρίαν αἰώνιον» [6]. Ἑπομένως ἡ συμμετοχή στό Μυστήριον τῆς Θ. Εὐχαριστίας ἔχει διττή ἐπενέργεια: σωστική καί ζωοδοτική στούς προσερχομένους ἀξίως καί μέ πίστη καί κολαστική καί τιμωρητική στούς προσερχομένους ἀναξίως καί μέ ἀπιστία. Ὅθεν λοιπόν τότε ὄντως κινδυνεύουμε ἀπό τήν θ. Μετάληψη ὅταν προσερχόμεθα ἀναξίως, δηλ. χωρίς πίστη καί χωρίς τήν πρέπουσα προετοιμασία καί τήν σχετική, ἔστω, καθαρότητα.

Ὁ Ἀπ. Παῦλος εἶναι κατηγορηματικός: βαριά τιμωρία περιμένει τούς ἀναξίως κοινωνοῦντες πού φτάνει μέχρι τήν ἀρρώστια καί τόν θάνατο ἀκόμη: «27 Ὥστε ὅς ἄν ἐσθίῃ τόν ἄρτον τοῦτον ἤ πίνῃ τό ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου. 28 Δοκιμαζέτω δέ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καί οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καί ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω. 29 Ὁ γάρ ἐσθίων καί πίνων ἀναξίως κρίμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει, μή διακρίνων τό σῶμα τοῦ Κυρίου. 30 Διά τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοί ἀσθενεῖς καί ἄρρωστοι καί κοιμῶνται ἱκανοί. 31 Εἰ γάρ ἑαυτούς διεκρίνομεν, οὐκ ἄν ἐκρινόμεθα. 32 Κρινόμενοι δέ ὑπό τοῦ Κυρίου παιδευόμεθα, ἵνα μή σύν τῷ κόσμῳ κατακριθῶμεν» (Α´ Κορινθ. 11, 27-32) Μετάφραση (Ν. Ἰ. Σωτηροπούλου): «Ὤστε, ὅποιος τρώγει αὐτό τόν ἄρτο ἤ πίνει τό ποτήριο τοῦ Κυρίου ἀναξίως, θά εἶναι ἔνοχος γιά ἀσέβεια πρός τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου. 28 Γι̉ αὐτό ἄς ἐξετάζῃ ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του, καί ἔτσι ἄς τρώγῃ ἀπό τόν ἄρτο καί ἄς πίνῃ ἀπό τό ποτήριο. 29 Διότι ἐκεῖνος, πού τρώγει καί πίνει ἀναξίως, τρώγει καί πίνει καταδίκη γιά τόν ἑαυτό του, ἐπειδή δέν τιμᾷ τό σῶμα τοῦ Κυρίου. 30 Γι̉ αὐτό μεταξύ σας πολλοί εἶναι ἀσθενεῖς καί ἄρρωστοι, καί ἀρκετοί ἔχουν πεθάνει. 31 Ἀλλ̉ ἐάν ἐξετάζαμε τούς ἑαυτούς μας, δέν θά ὑφιστάμεθα τιμωρίες.32 Ὅταν τιμωρούμεθα ἀπό τόν Κύριο, παιδαγωγούμεθα, γιά νά μή καταδικασθοῦμε μαζί μέ τόν κόσμο» [7]. Ὅθεν δέν εἶναι ἀπροϋπόθετη καί χωρίς συνέπειες ἡ ἀνάξια προσέλευση στό Ποτήριον τῆς Ζωῆς. Τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι φωτιστικόν καί κολαστικόν. Φωτιστικόν σ̉ αὐτούς πού προσέρχονται μέ μετάνοια καί συναίσθηση, κολαστικόν σ̉ αὐτούς πού προσέρχονται ἀσυναισθήτως.

Ὡς ἐκ τούτου ὁ Μ. Βασίλειος γράφει στήν ἱκετήριο εὐχή α´ πρό τῆς Θ. Μεταλήψεως: «Ναί, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μου• καί μή εἰς κρῖμα μοι γένοιτο ἡ μετάληψις τῶν ἀχράντων καί ζωοποιῶν μυστηρίων σου, μηδέ ἀσθενής γενοίμην ψυχῇ τε καί σώματι ἐκ τοῦ ἀναξίως αὐτῶν μεταλαμβάνειν».Ὁ ἱερός Δαμασκηνός γράφει στήν ἱκετήριο ς ´ εὐχή του πρό τῆς Θ. Μεταλήψεως: «Καί ἀξίωσόν με ἀκατακρίτως μεταλαβεῖν τῶν θείων καί ἐνδόξων καί ἀχράντων καί ζωοποιῶν σου μυστηρίων, μή εἰς κόλασιν, μή εἰς προσθήκην ἁμαρτιῶν…». Καί πάλι ὁ ἴδιος: «…Ὅλον σου τό σῶμα τολμῶν δέξασθαι μή καταφλεχθείην». (θ´ εὐχή). Καί ὁ Συμεών ὁ Μεταφραστής στήν εὐχή μετά τήν Θ. Μετάληψη: «Ὁ δούς τροφήν μοι σάρκα σήν ἑκουσίως/ὁ πῦρ ὑπάρχων καί φλέγων ἀναξίους/ μή δή καταφλέξῃς με, μή, πλαστουργέ μου».

Συμπερασματικά ἡ προσέλευση στό Ποτήριον τῆς Ζωῆς δέν εἶναι πάντοτε ἀκίνδυνη. Ὅταν προσερχόμαστε ἀσυναισθήτως μπορεῖ νά κατακαοῦμε καί νά κατακριθοῦμε. Μάλιστα σύμφωνα μέ τόν Ἀπ. Παῦλο, ὅπως ἤδη ἔχουμε δεῖ, μπορεῖ τό ἐπακολούθημα τῆς ἀσυναίσθητης προσελεύσεως στό κεντρικό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, στή Θ. Εὐχαριστία, νά εἶναι ἡ ἀρρώστια ἀκόμη καί ὁ θάνατος. Ὅθεν ὁ «φόβος» καί ἡ «ἀγωνία» μας ὅταν προσερχόμαστε στά ἄχραντα μυστήρια δέν (πρέπει νά) εἶναι ὁ φόβος τῆς μολύνσεως, ἀλλά ὁ «φόβος» τῆς κατακρίσεως καί καταδίκης. Καί ἐνῶ ὁ φόβος τῆς μολύνσεως εἶναι ἐντελῶς ἀνυπόστατος, «πειρασμικός» θἄλεγα, ὁ φόβος τῆς κατακρίσεως εἶναι ἐντελῶς ὑπαρκτός, ἐάν μεταλαμβάνουμε χωρίς τίς ἀνάλογες προϋποθέσεις.

_____________

[1] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Περί πίστεως κατά Νεστοριανῶν (17) 4-6, ἔκδοση B. Kotter, τόμος IV, Βερολῖνο 1981, σελ. 241

[2] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ,  Περί πίστεως κατά Νεστοριανῶν ΙV, (10) 5-12, ἔκδ. B. Kotter, Βερολῖνο 1981, σελ 240.

[3] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ,  Περί πίστεως κατά Νεστοριανῶν ΙV, (27) 3 κ. ἑξ, ἔκδ. B. Kotter, Βερολῖνο 1981, σελ 245-246.

[4] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ΙΙ, πστ´ 94-96, ἔκδ. B.Kotter, Βερολῖνο 1973, σελ. 194.

[5] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ΙΙ, νστ´ 2-4 καί 10-13, ἔκδ. B.Kotter, Βερολῖνο 1973, σελ. 133-134.

[6] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ΙΙ, πστ´ 106-113, ἔκδ. B.Kotter, Βερολῖνο 1973, σελ. 195.

[7] Ἡ Καινή Διαθήκη, κείμενον-ἑρμηνευτική ἀπόδοσις Ν. Ἰ. Σωτηροπούλου, Ἀθήνα 2012, σελ. 775.

ΠΗΓΗ.ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ