
Ετοίμαζε το πιάτο με το κόλυβο και το τοποθετούσε στην κάτασπρη κεντητή πετσέτα κεντρικά στο τραπέζι, δίπλα από το ανθοδοχείο με τα φρεσκοκομένα λουλούδια που είχαμε μαζέψει οι δυό μας πιο πριν απο τα μεγάλα λούκια (παρτέρια) του σπιτιού της, μαζί με το καντηλάκι, μια μικρή εικόνα, τη φωτογραφία σε κορνίζα του παππού, ένα πεντακάθαρο ποτήρι νερό σε κρυστάλλινο πιατάκι του γλυκού, και ένα κουτάλι.
«Είναι για τις ψυχές», μας έλεγε…
Ποιες ήταν οι ψυχές ? …
Και το βασικότερο… Πού ήταν αυτές οι ψυχές ? …
Δεν ξέραμε Τίποτα! … Μόνο κάτι απροσδιόριστα χαοτικές και αίολες εκδοχές είχαμε, κι αυτές μέσα από κάτι μισόλογα και ψιθηρίσματα των «μεγάλων,» που έπιανε και δεν έπιανε τ αυτί μας, όταν κάθε Σάββατο με ένα μικρό μεταλικό κουβαδάκι με τα χρειαζούμενα, ανηφόριζα προς το νεκροταφείο του Αγίου Μάμμαντος, βαστώντας απ’ το χέρι τη γιαγιά μου την Καλοτίνα, για να πάμε να καθαρίσουμε τους τάφους των παππούδων μου και να ανάψουμε τα καντηλάκια τους (μου είχε γίνει πάγια υποχρέωση, 10 χρονών γνώριζα σχεδόν κάθε μνημείο και κάθε γιαγιά εκεί).
Απλώς χαζεύαμε την γιαγιά μας μαζί με την αδερφή μου την Μαρία (η Αργυρούλα ή μικρότερη μου αδελφή ήταν μωρό τότε) σαν μικρά παιδιά, την ώρα που θύμιαζε ολόγυρα στο ανώι του σπιτιού τις κρεμασμένες σε μεγάλα κάντρα φωτογραφίες στο σαλόνι, ψιθυρίζοντας ονόματα σε μια της προσπάθεια να μην ξεχάσει κανένα μα κανένα… ήταν εξόχως σημαντικό αυτό! «Αξίωμα» να μην ξεχαστεί απολύτως κανείς!.
Έτσι είχαμε κι εμείς την ευκαιρία να τρυπώνουμε σ’ αυτό το «άβατο» σημείο του σπιτιού, που τα πάντα ήταν «εύθραυστα» για τα παιδικά μας χέρια μιας και η γιαγιά γνώριζε τα κατορθώματά και τις «δεξιότητες» μας από πρώτο χέρι, γι αυτό εξάλλου και το σαλόνι το λειτουργούσε χρηστικά και επισκέψιμα μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις, έτσι βιώναμε εμείς σαν παιδάκια αυτή της την προετοιμασία για το κόλυβο, (του ψυχού) κοιτώντας τα μεγάλα κρεμαστά κάντρα και ρωτώντας την γιαγιά ξανά και ξανά για το κάθε πρόσωπο ξεχωριστά, παρακολουθώντας με προσοχή όλο το τυπικό της κατασκευής, του στολίσματος και της τοποθέτησης του κολύβου στο τραπέζι.
Έπειτα, αφού τέλειωνε την προετοιμασία, έχοντας απαντήσει σε κάθε μας ερώτηση μας κοιτούσε στα μάτια γαληνεμένη, τόσο όσο να πάρει μια ανάσα και αφού είχε εκπληρώσει «το χρέος» … κατόπιν καθόταν να μπαλώσει καμιά κάλτσα, να ράψει κανένα κουμπί ή να σιδερώσει, ενώ η μορφή της λούζονταν ολόκληρη μέσα στις ακτίνες του ήλιου.
Ο φεγγίτης της πόρτας στον όροφο ήταν ακριβώς από πάνω της…
Κι εμείς χαζεύαμε τα άπειρα μικροσκοπικά μόρια σκόνης που έμπαιναν από το παράθυρο και την πόρτα του μπαλκονιού και που μαζί με τ’ αεράκι, και τις ακτίνες του ήλιου από τον φεγγίτη γινόντουσαν θελκτικά ορατά και ανάλαφρα, για τα παιδικά μας ματάκια, μιας που δεν σταματούσαν να χορεύουν με αργούς στροβιλισμούς μέσα σ αυτό το υπέρλαμπρα φωτεινό πεδίο, μαζί μ’ έναν ήλιο βασιλιά που βασίλευε… χωρίς να πάψει ούτε στιγμή να βασιλεύει.
Λέτε αυτά τα αίολα μικροσκοπικά, φωτεινά μόρια σκόνης νά ’ταν αυτές οι ψυχές τους? και να παίρνουν πρόθυμα μορφή μέσα στη λαμπρή δεσμη φωτός σαν αστραφτερά μικρά τίποτε, κι έτσι ο άντρας της, η κόρη της η Θεμελίνα που έφυγε μικράκι, ο πατέρας της, η μητέρα της, τ’ αδέλφια της, τα πεθερικά της κάποιες φίλες της που δεν ζούσαν πιά, να ερχόντουσαν έτσι απλά για να την στεφανώσουν επειδή δεν ξέχασε, και στάθηκε στο «χρέος»?
Όλοι τους υπήρχαν για την γιαγιά, και εξακολουθούσαν να ζουν στην καθημερινή της ομιλία σαν σε παραμύθι, σαν παρηγοριά αβίαστα, λες και τους μιλούσε, σαν να είχαν φύγει μόλις χθες…
Σαν να μην πέρασε μια μέρα αγαπημένη μου γιαγιά όλα αυτά τα χρόνια, από τότε που έφυγες εσύ και ο Πατέρας μου! να το ξέρετε!, και να του το πείς!, πως αυτό του το φευγιό… Δεν το ξεπέρασα Ποτέ!
Τα ίδια συνεχίζει και η μαμά μου μέχρι σήμερα, αν και σε κατάσταση ας πούμε προχωρημένου γήρατος έχοντας τα όμως «τετρακόσια», ακριβώς με την ίδια ιεροτελεστία και τυπικό, απαρασάλευτα ακριβώς όπως τα παρέλαβε από την μάνα της και από την πεθερά της, μην με ρωτήσετε βέβαια αν αυτά θα συνεχιστούν μετά την δική μας γενιά, δεν μπορώ να το ξέρω… Ειλικρινά!, νοιώθω άσχημα και μόνο στην ιδέα πως ολα αυτά μπορεί να σταματήσουν σ αυτή την γενιά, παρηγορούμαι έστω απλά που το έζησα, προσπαθώντας να το μεταλαμπαδεύσω έστω και αφηγηματικά, συνεχίζωντας παράλληλα να το ζώ, έτσι όπως προστάζει το Ανατολικό Ορθόδοξο έθος, μέχρι και σήμερα.
Καλή Ανάσταση γιαγιά μου, και καλή αντάμωση με σενα και τον πατέρα μου, οσονούπω, μαζί με όλους τους απ’ αιώνος κεκοιμημένους, συγγενείς και φίλους, γνωστούς και αγνώστους, από περάτων εώς περάτων της οικουμένης…
«..ἡμέρας ἀνεσπέρου, υἱοὺς δεῖξον, Κύριε, Ἱερεῖς ὀρθοδόξους, Βασιλεῖς τε, καὶ πάντα λαόν σου».
π. Κωνσταντίνου Καλλιανοῦ
Ὄντως ἱερὴ καὶ πάντιμος εἶναι κι αὐτὴ ἡ ἡμέρα τοῦ Ψυχοσάββατου, ποὺ συγκαλεῖ ὅλους μας στὴν πράγματι συγκινητική, ἀλλὰ καὶ τόσο ψυχωφέλιμη Πανήγυρι πρὸς τιμὴν τῶν κεκκοιμημένων μας. Καὶ μᾶς συγκαλεῖ, γιατὶ ἔχει τὸ νόημά της κι ἡ ἡμέρα αὐτή, ἀλλὰ καὶ ἡ χρονικὴ περίοδος, ποὺ διανύουμε. Τοῦ Τριῳδίου δηλαδή, ἡ ἀείφωτος διαδρομή.
Ἤδη, λοιπόν, τιμήσαμε τὴν Τσικνοπέμπτη, μὲ τὸν εὐπρεπῆ τοῦ ἱεροῦ Τριωδίου κανονισμό, παραθέτοντας τράπεζα ἑορταστική καὶ τὴν ἑπομένη, τὴν Παρασκευή, δηλαδή, ἀρχίσαμε τὴν ἄλλη διακονία: Τὴν ἑτοιμασία τῶν κολλύβων τῶν κεκοιμημένων μας. Μὲ τὴ δέουσα σιωπή, ποὺ ἐπιβάλλεται αὐτὲς τὶς ἱερὲς τὶς ὧρες καὶ τὸ συμμάζεμα τοῦ νοῦ, ὥστε νὰ «μελετήσουμε» ὅλα τὰ ὀνόματα τῶν δικῶν μας ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι μᾶς περιμένουν νὰ τὰ κομίσουμε στὸν ἱερέα, κάπου σὲ μιὰ τοῦ ναοῦ μισοφωτισμένη γωνιά σιωπηλὰ καθισμένοι, ὥστε νὰ τὰ ἀφουγκρατοῦν, ὁ κάθενας ξεχωριστά . Τὸ ὄνομά τους, ποὺ θ᾿ ἀκουστεῖ μαζὶ μὲ τὰ τόσα ἄλλα τῶν κεκοιμημένων ὀνόματα, τὰ ὁποῖα μετὰ δέους μνημονεύονται στὸ δειλινό, ποὺ χωνεύει μέσα σὲ ἀσπρόγκριζα σύννεφα εὐωδιαστοῦ θυμιάματος καὶ προσευχῶν.
Ἄραγε, ὅλ᾿ αὐτὰ γιατὶ γίνονται -ἀπαράλλακτα αἰῶνες τώρα; Γιατὶ κομίζουμε τὰ κόλυβα, τὸν ἄρτο, τὰ ὀνόματα καὶ περιμένουμε συγκινημένοι καὶ ἥρεμοι νὰ ποῦν κι ἀπὸ τὸ δικό μας τὸ χαρτὶ ὅσα γράψαμε…Πατέρων, πάππων, προππάπων, ἀδελφῶν συγγενῶν κατὰ σάρκα καὶ πνεῦμα…Ὀνόματα…Λέξεις, ποὺ ἄν τὶς γυρίσεις ἀνάποδα θὰ δεῖς νὰ φανεῖ τὸ Πρόσωπο καὶ ἡ πολιτεία αὐτοῦ ποὺ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὸ κάθε ὄνομα. Γιατί, λοιπόν, γίνονται ὅλ᾿ αὐτά;
Ἡ διδαχὴ ποὺ ἔχουμε λάβει ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ εἶναι τό, «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους»( Ἰω13, 34) καὶ σὲ βαθύτερη προέκταση, ὅτι «Θεὸς ἀγάπη ἐστί» ( Α. Ἰω. 4, 16)
Ἄν, λοιπόν, αὐτὴν τὴν «καινὴν ἐντολὴν» ἔχουμε λάβει ὡς θεμέλιο, γιὰ νὰ σταθεῖ ὅρθια ἡ πίστη μας, τότε εἶναι φυσικὸ νὰ προβάλλουμε αὐτὴν τὴν ἀγάπη, ὄχι μονάχα στοὺς ζῶντες καὶ συγκροτοῦντες τὸ ἔμμεσο ἤ ἄμεσο περιβάλλον μας, ἀλλὰ καὶ σὲ κείνους ποὺ ἔχουν ἀναχωρήσει ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα καὶ ἐπιγεια. Ὅλους αὐτοὺς, ποὺ θυμόμαστε συνεχῶς μέν, ἀλλὰ περισσότερο σἠμερα. Ἐπειδὴ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς ἀγάπησαν καὶ ἀγαπήσαμε. Κι ἡ ἀγάπη αὐτὴ εἶναι ποὺ μᾶς συγκαλεῖ σήμερα στὸ ναό, ὥστε νὰ τοὺς ξαναθυμηθοῦμε, γιατί, μὴν τὸ ξεχνᾶμε, ὅτι ἡ ὄντως ἀγάπη εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεός, Αὐτὸς ποὺ τοὺς ἔχει ἐγγράψει «ἐν Βίβλῳ ζωῆς» καὶ τοὺς θυμᾶται πάντα, γιατὶ καὶ σιμά Του εἶναι, ἀλλὰ καὶ παιδιά του νομίζονται. Καὶ τοὺς θυμόμαστε ἐπίσης καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο: Ἐπειδὴ αὔριο, ποὺ κι ἐμεῖς θὰ βρεθοῦμε στὴ θέση τους, κάποιοι νὰ βρεθοῦν νὰ μᾶς δείξουν τὴν ἀγαπη τους, τὴν ἔγνοια τους ὅτι μᾶς θυμοῦνται, ὅτι προσεύχονται καὶ γιὰ μᾶς.
Ψυχοσάββατο, λοιπόν. Καὶ μὲ τὴν ἀγαπη ὁδηγὸ καὶ πυξίδα πορευόμαστε πρὸς τὸ ναό, γι᾿ ἄλλη μιὰ χρονιὰ ἀκόμη, ὥστε νὰ τιμήσουμε τοὺς κεκοιμημένους, «πᾶσαν[δηλ] ἡλικίαν, πρεσβύτας καὶ νεανίσκους, νέους καὶ ἐφήβους, παῖδας, καὶ τὰ ἄωρα βρέφη, ἀρρενικὴν φύσιν τε καὶ θηλείαν…». Νὰ τοὺς τιμήσουμε μὲ ἱερὸ δέος καὶ συγκίνηση εὐχόμενοι, «….διὸ οὓς ἐκάλυψε τάφος, ἐν πάσῃ χώρᾳ, ἐν τῇ κρίσει, σῶσον Πανοικτίρμον».
Ψυχοσάββατο 2019
.
Τιμόθεος Παπουτσάκης Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης (+)
Γιά τήν βαρυσήμαντη ἔννοια πού ἔχουν τά ψυχοσάββατα, θά ποῦμε ἐδῶ λίγα λόγια.
Ἀπό τό πρῶτο συνθετικό τῆς λέξεως καταλαβαίνομε πώς οἱ μέρες αὐτές εἶναι ἀφιερωμένες στούς νεκρούς, στίς ψυχές, στόν κόσμο τῶν πνευμάτων.
Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο σῶμα πού βλέπομε νά ζεῖ, νά κινεῖται, νά ἐργάζεται, νά χαίρεται, νά ὑποφέρει, νά γηράσκει καί νά πεθαίνει. Εἶναι καί ἡ ψυχή ἡ ἀθάνατη, πού εὑρίσκεται ἑνωμένη μέ τό σῶμα, ὅσο ἐκεῖνο ζῆ. Ὅταν ὅμως πεθάνει τό σῶμα, ἡ ψυχή ζῆ, ὑπάρχει καί παραμένει ἀθάνατη. Εἶναι πνευματική ὑπόσταση, αἰώνια καί μεταφέρεται στόν ἀόρατο κόσμο τῶν πνευμάτων.
Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία, σάν φιλόστοργη μητέρα, δέν εἶναι μόνο γιά ὅσους ζοῦν στόν κόσμο τοῦτο, ἀλλά καί γιά τά παιδιά της πού πέθαναν καί ἡ ψυχή των εὑρίσκεται στόν πνευματικό κόσμο.
Ἡ διδασκαλία αὐτή εἶναι βασική ἀλήθεια τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας. Σάν συνέχεια αὐτοῦ τοῦ δόγματος εἶναι καί μία ἄλλη διδασκαλία στενά ἑνωμένη μέ τήν προηγούμενη. Εἶναι ἡ διδασκαλία περί τῆς ἀνταποδόσεως, τῆς κρίσεως. Ὁ Θεός θά κρίνει τούς ἀνθρώπους σύμφωνα μέ τά ἔργα των.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἁμαρτωλός καί ἔνοχος μπροστά στήν θεία δικαιοσύνη, γιά μικρές ἤ μεγάλες ἁμαρτίες. Τό σοβαρότερο καθῆκον τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά εὑρίσκεται πάντα ἕτοιμος γιά τήν ἄλλη ζωή.
Ἡ Ἐκκλησία εὔχεται πάντοτε γιά τήν σωτηρία τῶν παιδιῶν της. Ἀγωνίζεται νά καταρτίζει ἁγίους, γιά τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Πολλοί ὅμως ἄνθρωποι πεθαίνουν μέ ὁρισμένες ἀτέλειες καί ρύπους, ὄχι γιατί ἦσαν ἄπιστοι καί ἀσεβεῖς, ἀλλά ἀπό ἀδυναμίες ἴσως νά ἦλθε καί ὁ θάνατος ξαφνικά καί ἔφυγαν ἀτελεῖς καί ἐλαττωματικοί στήν ἀρετή καί τήν ἁγιότητα.
Ἡ Ἐκκλησία ἔρχεται βοηθός καί παρήγορος καί γι’ αὐτές τίς ψυχές. Παράδοση Ἀποστολική, ἀρχαία, νά προσφέρονται δῶρα καί προσφορές, κερά, λιβάνια, κανδήλια, ὑπέρ τῶν νεκρῶν. «Δεκτά γάρ ταῦτα Θεῷ καί πολλήν φέροντα τήν ἀντίδοσιν», λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, «Ἄς φροντίσομε γιά τήν ὠφέλεια τῶν νεκρῶν μας. Ἄς τούς δώσομε τήν πρέπουσα βοήθεια, ἐλεημοσύνες καί προσφορές, γιατί αὐτό τούς δίδει πολλή ἀνακούφιση καί κέρδος καί ὠφέλεια. Γιατί αὐτά δέν νομοθετήθηκαν στήν τύχη ἀλλά ἀπό τούς πανσόφους Μαθητές καί Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου παρεδόθησαν στήν Ἐκκλησία, νά μνημονεύει ὁ ἱερέας πάνω στά ἄχραντα Μυστήρια τούς πιστούς πού ἐκοιμήθησαν», λέγει καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Καί προσθέτει πώς «ὅσοι λησμονοῦν καί ἀποφεύγουν νά τελέσουν τά νενομισμένα στούς νεκρούς των θά ἔχουν εὐθύνη καί ἁμαρτία».
Τά μνημόσυνα, λειτουργίες, ἐλεημοσύνες καί ὅσα ἄλλα γίνονται γιά τούς νεκρούς, ἔχουν μεγαλύτερη σημασία γιά κείνους πού πέθαναν σέ πολέμους, συμφορές καί καταστροφές, σέ ἐρημιές, σέ θάλασσες, μέ θανάτους διαφόρους, καί μάλιστα ὅταν δέν εἶχαν κανένα δικό τους νά ἐνδιαφερθῆ γιά τήν ψυχή των.
Ἡ Ἐκκλησία μνημονεύει «τῶν ἀπό περάτων κεκοιμημένων πατέρων καί ἀδελφῶν», γιατί γνωρίζει τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καί ὅτι «νικᾶ τό φιλάνθρωπον».
Ἡ στοργή αὐτή τῆς Ἐκκλησίας γιά τούς νεκρούς εἶναι καί μέγα μάθημα γιά τούς ζῶντες, γιατί τούς καλεῖ σέ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός των, στήν μετάνοια καί στήν σταθερή προετοιμασία γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς των στήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ.
Πηγή: Αγία Ζώνη
Εικόνα από: Ορθόδοξος Συναξαριστής