
Category Archives: ΑΡΘΡΑ ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΡΔΑΣΗ
ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΧΩΡΟ ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ -ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ
Eπίδραση του Παπισμού στον Ορθόδοξο χώρο μετά το σχίσμα.(Ι.Καρδάση)
ΠΑΠΙΚΕΣ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΙΣ
ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙ-ΠΑΠΙΚΟ ΑΓΩΝΑ
(Είναι αδύνατη η ζητούμενη ένωση)
ΙΣΤ΄
1.- Παρεκκλίσεις από τους Ι. Κανόνες
Πρέπει να αναφερθεί, ότι σε γενικές γραμμές, το Βατικανό έχει απορρίψει τους πλείστους Ι. Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων και δημιούργησε δικό του κανονικό Δίκαιο, για να πορευθεί ελεύθερο από δεσμεύσεις σε δικές του καινοτομίες. Ανατολή και Δύση διαφωνούσαν ανέκαθεν για τις πηγές του Κανονικού Δικαίου. Η Ρώμη αρχικά αποδέχτηκε μόνο τους κανόνες της Α΄ Οικουμενικής και της Συνόδου της Σαρδικής, αλλά στη συνέχεια αδιαφόρησε ως προς τη νομοθεσία εν σχέσει προς την εκκλησιαστική ευταξία και πειθαρχία όλων των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων. Εντελώς αυθαίρετα, οι Πάπες, χάριν των κυριαρχικών βλέψεών τους σ’ ολόκληρη την Εκκλησία, απέρριψαν τους Ι. Κανόνες όλων των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων και ειδικότερα τους κανόνες της Πενθέκτης Οικουμενικής, διότι ορισμένοι κανόνες στρέφονται κατά των παπικών καινοτομιών (β΄, ιγ΄, νε΄ κ.λπ.).
Ειδικότερα, οι πιο κτυπητές παραβάσεις κανόνων είναι:
α/ Νηστεία. Οι νηστείες έχουν δραματικά χαλαρώσει με νηστεία αποκλειστικά στο κρέας και οι ρυθμίσεις επαφίενται στους κατά τόπους επισκόπους. Η νηστεία συνίσταται σε κατάλυση ενός γεύματος, αντί των δυο ημερησίως, κατά το οποίον δύναται να φάγει κανείς ό,τι θέλει και όσο θέλει σε διάστημα δυο ωρών! Στον Παπισμό η νηστεία παύει να αποτελεί πνευματικό όπλο και άθλημα προς εγκράτεια. Επί πλέον η νηστεία του Σαββάτου έχει καταργηθεί ήδη από τον 9ον αιώνα, κατά παράβαση του νε΄ κανόνα της Πενθέκτης. Επίσης, επιτρέπεται η κατάλυση αρτύσιμων κατά την α΄ εβδομάδα της Μ. Τεσσαρακοστής, κατά παράβαση των κθ΄ και πθ΄ κανόνων της Πενθέκτης. Συναφές με τις αλλαγές στη νηστεία είναι και η κατάργηση της απαγόρευσης βρώσης και πόσης πνικτού και αίματος, κατά παράβαση των κανόνων ξγ΄ Αποστολικόν και ξγ΄ της Πενθέκτης.
β/ Γάμος κληρικών. Ο Παπισμός απαγορεύει τον γάμο των κληρικών, κατά παράβαση του ε΄ κανόνα των αγίων Αποστόλων.
γ/ Χρίσμα. Ο Παπισμός απαγορεύει την τέλεση του μυστηρίου του Χρίσματος από τους Πρεσβυτέρους και το επιτρέπει μόνο στον Επίσκοπο, αν και δεν υπάρχει σχετική απαγόρευση ή υπόδειξη από κανένα κανόνα της Εκκλησίας.
δ/ Γένειο. Στη Δύση οι κληρικοί δύνανται να ξυρίζουν το γένειο, ενώ στην Ανατολή οι κληρικοί ακολουθούν τους κανόνες που απαγορεύουν τούτο, καθώς ορίζει σχετικός κανόνας της εν Σίδη συνόδου (η εν Σίδη τοπική σύνοδος, καταδικάσασα κατά τον Δ΄ αιώνα θηλυπρεπείς αιρετικούς, συγκατεδίκασε και την τάση ξυρίσματος του πώγωνα). Η Σίδη βρίσκεται στην Παμφυλία της Μ. Ασίας. Η εν Σίδη τοπική σύνοδος έγινε κατά τον Δ΄ αιώνα υπό πρόεδρον, τον Ικονίου Αμφιλόχιον (340-400), συμμετείχαν δε και άλλοι 25 επίσκοποι. Ούτε τα πρακτικά ούτε οι κανόνες αυτής εσώθησαν, δι’ αυτής δε καταδικάσθηκαν οι μεσαλιανοί, αίρεση γνωστικού και νικολαϊτικού τύπου. Η ξενική λέξις μεσαλιανοί σημαίνει ελληνιστί ευχίτες, γι’ αυτό και λέγονται και έτσι. Ήταν «ενθουσιαστές» δηλαδή εκστασιακοί και οργιαστικοί ως αναστενάρηδες, «δαίμονός τινος ενέργειαν εισδεχόμενοι και Πνεύματος αγίου παρουσίαν ταύτην υπολαμβάνοντες». Είχον αρχηγούς ένα λαϊκό, τον Αδέλφιο, και ευνουχισθέντα (= «απόκοπον») μοναχόν, τον Σάββα. Επιδίδοντο εις όργια και παρά φύσιν ακολασίες, ευνουχισμούς, θηλυπρεπείς πράξεις ανδρών, ξυρίσματα για τούτο το σκοπό και άλλα τέτοια. Καταδικάστηκαν υπό της εν Σίδη συνόδου και υπό άλλης τοπικής στην Αντιόχεια επί Επισκόπου Φλαβιανού (380-403) (Θεοδώρητος, Εκ. ιστ. 4,11,1). Επίσης, ο Μ. Φώτιος αναφέρεται στον κανόνα της εν Σίδη συνόδου απαγορεύοντα το ξύρισμα ως «θηλυπρεπείας επίδειξιν» (Φώτιος, Μυριοβ. 52, Δοσιθέου: Τόμος Χαράς, σελ. 112, 211-212).
2.- Παρεκκλίσεις από την Παράδοση
1.- Το σημείο του Σταυρού
Παράδοση της Εκκλησίας είναι η ποίηση του σημείου του Σταυρού με τα τρία δάκτυλα ενωμένα, που συμβολίζουν τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας. Αντίθετα, οι παπικοί ποιούν το σημείο του Σταυρού με τα τέσσερα δάκτυλα, όχι ενωμένα, όπου προσθέτουν και την Θεοτόκο, απόρροια της Μαριολατρείας. Επίσης εκ δεξιών προς τα αριστερά και όχι εξ αριστερών προς τα δεξιά.
2.- Θεία Λειτουργία
Αρχαία τάξη στην Εκκλησία είναι ο ιερέας να τελεί μία μόνο θ. λειτουργία την ημέρα και πάνω στην Αγία Τράπεζα να τελείται μόνο μία θ. λειτουργία καθημερινά. Ο παπισμός όμως καθιέρωσε την τέλεση πολλών λειτουργιών από τον ίδιο ιερέα πάνω στην ίδια Αγία Τράπεζα.
3.- Ιερός Ναός
Ο ιερός Ναός είναι στραμμένος προς την Ανατολή και ο ιερέας τελεί τη θ. λατρεία στραμμένος προς Ανατολάς. «Πάντες ορώμεν κατά ανατολάς επί των προσευχών, ότι την αρχαίαν επιζητούμεν πατρίδα, τον Παράδεισον, ον εφύτευσεν Αδάμ εν Εδέμ, κατά ανατολάς» (Μ. Βασίλειος). Αντίθετα στον Παπισμό οι ναοί είναι στραμμένοι προς τη Δύση (π.χ. άγιος Πέτρος Ρώμης), ο δε ιερέας τελεί τη λατρεία στραμμένος προς τη Δύση.
4.- Εκκλησιαστική Τέχνη
Στην Ορθοδοξία, η εκκλησιστική τέχνη μεταμορφώνει τα πρόσωπα των αγίων και τα παρουσιάζει λουσμένα μέσα στην άκτιστη θεία Χάρη σε ένα κτιστό κόσμο επίσης μεταμορφωμένο. Ο Παπισμός αντίθετα απεικονίζει τους αγίους, όπως έζησαν στον κόσμο, χωρίς την αλλοίωση από τη Χάρη του Θεού, αλλά και η φύση παρουσιάζεται νατουραλιστικά, χωρίς μετοχή στο άκτιστο φως.
30.10.18
Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ
ΠΑΠΙΚΕΣ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΙΣ(Ιω.Καρδάση)
ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙ-ΠΑΠΙΚΟ ΑΓΩΝΑ
(Είναι αδύνατη η ζητούμενη ένωση)
ΙΣΤ΄
ΠΑΠΙΚΕΣ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΙΣ
1.- Παρεκκλίσεις από τους Ι. Κανόνες
Πρέπει να αναφερθεί, ότι σε γενικές γραμμές, το Βατικανό έχει απορρίψει τους πλείστους Ι. Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων και δημιούργησε δικό του κανονικό Δίκαιο, για να πορευθεί ελεύθερο από δεσμεύσεις σε δικές του καινοτομίες. Ανατολή και Δύση διαφωνούσαν ανέκαθεν για τις πηγές του Κανονικού Δικαίου. Η Ρώμη αρχικά αποδέχτηκε μόνο τους κανόνες της Α΄ Οικουμενικής και της Συνόδου της Σαρδικής, αλλά στη συνέχεια αδιαφόρησε ως προς τη νομοθεσία εν σχέσει προς την εκκλησιαστική ευταξία και πειθαρχία όλων των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων. Εντελώς αυθαίρετα, οι Πάπες, χάριν των κυριαρχικών βλέψεών τους σ’ ολόκληρη την Εκκλησία, απέρριψαν τους Ι. Κανόνες όλων των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων και ειδικότερα τους κανόνες της Πενθέκτης Οικουμενικής, διότι ορισμένοι κανόνες στρέφονται κατά των παπικών καινοτομιών (β΄, ιγ΄, νε΄ κ.λπ.).
Ειδικότερα, οι πιο κτυπητές παραβάσεις κανόνων είναι:
α/ Νηστεία. Οι νηστείες έχουν δραματικά χαλαρώσει με νηστεία αποκλειστικά στο κρέας και οι ρυθμίσεις επαφίενται στους κατά τόπους επισκόπους. Η νηστεία συνίσταται σε κατάλυση ενός γεύματος, αντί των δυο ημερησίως, κατά το οποίον δύναται να φάγει κανείς ό,τι θέλει και όσο θέλει σε διάστημα δυο ωρών! Στον Παπισμό η νηστεία παύει να αποτελεί πνευματικό όπλο και άθλημα προς εγκράτεια. Επί πλέον η νηστεία του Σαββάτου έχει καταργηθεί ήδη από τον 9ον αιώνα, κατά παράβαση του νε΄ κανόνα της Πενθέκτης. Επίσης, επιτρέπεται η κατάλυση αρτύσιμων κατά την α΄ εβδομάδα της Μ. Τεσσαρακοστής, κατά παράβαση των κθ΄ και πθ΄ κανόνων της Πενθέκτης. Συναφές με τις αλλαγές στη νηστεία είναι και η κατάργηση της απαγόρευσης βρώσης και πόσης πνικτού και αίματος, κατά παράβαση των κανόνων ξγ΄ Αποστολικόν και ξγ΄ της Πενθέκτης.
β/ Γάμος κληρικών. Ο Παπισμός απαγορεύει τον γάμο των κληρικών, κατά παράβαση του ε΄ κανόνα των αγίων Αποστόλων.
γ/ Χρίσμα. Ο Παπισμός απαγορεύει την τέλεση του μυστηρίου του Χρίσματος από τους Πρεσβυτέρους και το επιτρέπει μόνο στον Επίσκοπο, αν και δεν υπάρχει σχετική απαγόρευση ή υπόδειξη από κανένα κανόνα της Εκκλησίας.
δ/ Γένειο. Στη Δύση οι κληρικοί δύνανται να ξυρίζουν το γένειο, ενώ στην Ανατολή οι κληρικοί ακολουθούν τους κανόνες που απαγορεύουν τούτο, καθώς ορίζει σχετικός κανόνας της εν Σίδη συνόδου (η εν Σίδη τοπική σύνοδος, καταδικάσασα κατά τον Δ΄ αιώνα θηλυπρεπείς αιρετικούς, συγκατεδίκασε και την τάση ξυρίσματος του πώγωνα). Η Σίδη βρίσκεται στην Παμφυλία της Μ. Ασίας. Η εν Σίδη τοπική σύνοδος έγινε κατά τον Δ΄ αιώνα υπό πρόεδρον, τον Ικονίου Αμφιλόχιον (340-400), συμμετείχαν δε και άλλοι 25 επίσκοποι. Ούτε τα πρακτικά ούτε οι κανόνες αυτής εσώθησαν, δι’ αυτής δε καταδικάσθηκαν οι μεσαλιανοί, αίρεση γνωστικού και νικολαϊτικού τύπου. Η ξενική λέξις μεσαλιανοί σημαίνει ελληνιστί ευχίτες, γι’ αυτό και λέγονται και έτσι. Ήταν «ενθουσιαστές» δηλαδή εκστασιακοί και οργιαστικοί ως αναστενάρηδες, «δαίμονός τινος ενέργειαν εισδεχόμενοι και Πνεύματος αγίου παρουσίαν ταύτην υπολαμβάνοντες». Είχον αρχηγούς ένα λαϊκό, τον Αδέλφιο, και ευνουχισθέντα (= «απόκοπον») μοναχόν, τον Σάββα. Επιδίδοντο εις όργια και παρά φύσιν ακολασίες, ευνουχισμούς, θηλυπρεπείς πράξεις ανδρών, ξυρίσματα για τούτο το σκοπό και άλλα τέτοια. Καταδικάστηκαν υπό της εν Σίδη συνόδου και υπό άλλης τοπικής στην Αντιόχεια επί Επισκόπου Φλαβιανού (380-403) (Θεοδώρητος, Εκ. ιστ. 4,11,1). Επίσης, ο Μ. Φώτιος αναφέρεται στον κανόνα της εν Σίδη συνόδου απαγορεύοντα το ξύρισμα ως «θηλυπρεπείας επίδειξιν» (Φώτιος, Μυριοβ. 52, Δοσιθέου: Τόμος Χαράς, σελ. 112, 211-212).
2.- Παρεκκλίσεις από την Παράδοση
1.- Το σημείο του Σταυρού
Παράδοση της Εκκλησίας είναι η ποίηση του σημείου του Σταυρού με τα τρία δάκτυλα ενωμένα, που συμβολίζουν τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας. Αντίθετα, οι παπικοί ποιούν το σημείο του Σταυρού με τα τέσσερα δάκτυλα, όχι ενωμένα, όπου προσθέτουν και την Θεοτόκο, απόρροια της Μαριολατρείας. Επίσης εκ δεξιών προς τα αριστερά και όχι εξ αριστερών προς τα δεξιά.
2.- Θεία Λειτουργία
Αρχαία τάξη στην Εκκλησία είναι ο ιερέας να τελεί μία μόνο θ. λειτουργία την ημέρα και πάνω στην Αγία Τράπεζα να τελείται μόνο μία θ. λειτουργία καθημερινά. Ο παπισμός όμως καθιέρωσε την τέλεση πολλών λειτουργιών από τον ίδιο ιερέα πάνω στην ίδια Αγία Τράπεζα.
3.- Ιερός Ναός
Ο ιερός Ναός είναι στραμμένος προς την Ανατολή και ο ιερέας τελεί τη θ. λατρεία στραμμένος προς Ανατολάς. «Πάντες ορώμεν κατά ανατολάς επί των προσευχών, ότι την αρχαίαν επιζητούμεν πατρίδα, τον Παράδεισον, ον εφύτευσεν Αδάμ εν Εδέμ, κατά ανατολάς» (Μ. Βασίλειος). Αντίθετα στον Παπισμό οι ναοί είναι στραμμένοι προς τη Δύση (π.χ. άγιος Πέτρος Ρώμης), ο δε ιερέας τελεί τη λατρεία στραμμένος προς τη Δύση.
4.- Εκκλησιαστική Τέχνη
Στην Ορθοδοξία, η εκκλησιστική τέχνη μεταμορφώνει τα πρόσωπα των αγίων και τα παρουσιάζει λουσμένα μέσα στην άκτιστη θεία Χάρη σε ένα κτιστό κόσμο επίσης μεταμορφωμένο. Ο Παπισμός αντίθετα απεικονίζει τους αγίους, όπως έζησαν στον κόσμο, χωρίς την αλλοίωση από τη Χάρη του Θεού, αλλά και η φύση παρουσιάζεται νατουραλιστικά, χωρίς μετοχή στο άκτιστο φως.
15.10.18
Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ
ΚΟΣΜΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ(Ιω.Καρδάση)
ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙ-ΠΑΠΙΚΟ ΑΓΩΝΑ
(Είναι αδύνατη η ζητούμενη ένωση)
ΙΕ΄
ΚΟΣΜΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
Ένα μεγάλο πρόβλημα που απασχολεί την πολιτική θεολογία είναι η σχέση Εκκλησίας και Πολιτείας. Με το θέμα αυτό ασχολείται το Εκκλησιαστικό ή Κανονικό Δίκαιο. Από την ορθόδοξη άποψη οι σχέσεις μεταξύ Εκκλησιαστικής εξουσίας και Πολιτικής εξουσίας δεν είναι αντίθετες, αλλά είναι διαφορετικές. Ο Χρυσόστομος είναι χαρακτηριστικός: «Ουκ επ’ ανατροπή της κοινής πολιτείας ο Χριστός τους παρ’ αυτού νόμους εισήγαγεν, αλλ’ επί διορθώσει βελτίονι», δηλ. «Ο Χριστός έφερε στον κόσμο τους δικούς Του νόμους, όχι για να ανατρέψει τη συνηθισμένη πολιτική εξουσία, αλλά για να γίνει καλύτερη». Αντίθετα, η Δυτική σκέψη ακολουθεί τον ιερό Αυγουστίνο, που θεωρεί αντίθετες την Εκκλησία και την Πολιτεία. Αντιπροσωπευτικός τύπος (κατά τον Αυγουστίνο) είναι ο Άβελ για την Εκκλησία και ο Κάιν για την Πολιτεία (καλή – κακή). Συνέπεια αυτού είναι η ύπαρξη του Παπικού Κράτους.
«Η μονοκρατορική δομή της Δυτικής Εκκλησία υπό τον Πάπα ήταν η αναπότρεπτη συνέπεια των ιστορικών δεδομένων, αντλώντας τη θεωρητική της κατοχύρωση από Πέτριες αξιώσεις….. Η Δυτική Εκκλησία, επομένως, έτεινε να γίνει ένας συγκεντρωτικός φορέας με ηγέτη μια μονοκρατορική και θεόπνευστη κεφαλή. Η διεύθυνση βρισκόταν στα χέρια έμπειρων διοικητών και νομικών, των οποίων η θεολογία αντανακλούσε μια τέτοια θεώρηση. Πολλοί αιώνες θα περνούσαν μέχρι η τάση αυτή να γνωρίσει την πλήρη πραγμάτωσή της….. αλλά η τάση ήταν πάντα παρούσα και εάν αυτό δεν συνέβαινε, η Εκκλησία της Ρώμης δεν θα είχε επιβιώσει τον ταραγμένο σκοτεινό Μεσαίωνα» (St. Runciman: Δύση και Ανατολή σε Σχίσμα, σελ. 24-25).
Ο σπόρος για την δημιουργία του παπικού κράτους τοποθετείται στις αρχές του 7ου αιώνα με τον πάπα άγιο Γρηγόριο Α΄ το Διάλογο (590-604), η δε ανάγκη των καιρών ώθησε τον πάπα Γρηγόριο να ασχοληθεί και με τα θέματα που αφορούσαν την πολιτική εξουσία, προσπαθώντας να αναπληρώσει το υπάρχον κενό. Ο Γρηγόριος Α΄ θεωρείται λοιπόν ως ο ηθικός ιδρυτής της κοσμικής εξουσίας των παπών, κοσμική εξουσία που προέκυψε ως φυσικό δικαίωμα της ακάματης μέριμνας των παπών να προφυλάξουν τη Ρώμη και την Ιταλία από τις επιδρομές των βαρβάρων, αφού στην πράξη συγκροτημένη πολιτική εξουσία δεν υπήρχε.
Η πρεσβυτέρα Ρώμη, κατά τον 8ο αιώνα αντιμετώπιζε τον πολιτικό και κοινωνικό κατακερματισμό της Δύσης σε πλήθος από βαρβαρικά βασίλεια, ηγεμονίες, δουκάτα, κομητείες, όπου ο κάθε είδους άρχοντας αξίωνε να καθορίζει αυτός την ορθότητα της πίστης των υπηκόων του. Με αυτά τα δεδομένα ήταν μάλλον αδύνατο για την Εκκλησία της Ρώμης να εγγυηθεί και να διασώσει, μόνο με το εκκλησιαστικό της κύρος, την καθολικότητα των εκεί τοπικών εκκλησιών. Οδηγήθηκε έτσι στη λύση να αναλάβει η ίδια και ρόλο πολιτικής εξουσίας, ώστε να είναι ικανή να επιβάλλει την ορθοφροσύνη με μέσα κοσμικής αποτελεσματικότητας.
Η επόμενη προσπάθεια πρόσκτησης και πολιτικής εξουσίας από τον πάπα της Ρώμης έγινε επί Γρηγορίου Β΄ (715-731) και πέτυχε. Ο πάπας επωφελούμενος από την αδυναμία της αυτοκρατορικής φρουράς του Λέοντα Γ΄ Ίσαυρου, εξηγέρθη, έσπασε τις εικόνες του αυτοκράτορα, εκδίωξε τον νομάρχη Ρώμης και τον έξαρχο της Ραβέννας και δραττόμενος της ευκαιρίας κηρύσσεται από τον ρωμαϊκό λαό, τιμητικός επίτροπος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Αυτό το τιμητικό αξίωμα έγινε η πρώτη αφετηρία και το πρώτο βήμα στις βαθμίδες του βασιλικού θρόνου, στον οποίον έκτοτε κάθισαν οι Πάπες ενώσαντες τη βασιλική και κοσμική εξουσία μαζί με την εκκλησιαστική (αγίου Νεκταρίου, Τα αίτια του Σχίσματος, τ. Α΄, σελ. 185-186).
Λίγο αργότερα, η Εκκλησία της Ρώμης πέτυχε, υπό τον πάπα Στέφανο Γ΄, να αναγνωρισθεί ως αυτόνομο κράτος το 754 από τον βασιλέα των Φράγκων Πεπίνο Γ΄ τον Βραχύ (715-768, πατέρα του Καρλομάγνου) με συγκεκριμένη εδαφική κυριαρχία, θεσμούς και λειτουργίες εξουσιαστικής επιβολής στις διεθνείς σχέσεις. Η respublica romana μετετράπη από τον πάπα Στέφανο και τον Πεπίνο σε Patrimonium Petri και ο Φράγκος βασιλιάς σε Patricius Romanus (Μητροπολίτη Πισιδίας Μεθόδιου, Έλληνες και Λατίνοι, σελ. 74).
Έτσι ο Πεπίνος επέστρεψε στην Αγία Έδρα όλες τις εκτάσεις της, που της είχαν διαρπαγεί και με επίσημο βασιλικό έγγραφο το οποίον ο ίδιος κατέθεσε στο βωμό του αγίου Πέτρου, επικύρωνε τη προσφορά στην εκκλησία της Ρώμης και τους ποντίφηκες. Με αυτό τον τρόπο επισημοποιούταν η σύσταση του κράτους της εκκλησίας της Ρώμης, που περιλάμβανε τις εξής περιοχές: το Δουκάτο της Ρώμης, τη Ραβέννα, το Κoμμάκιο και τα εδάφη μεταξύ των Απεννίνων Ορέων και τη θάλασσα, από το Φουρλί προς Βορρά μέχρι το Jesi και τη Σινιγάλη προς Ανατολάς, αποτελεί δε επανάκτηση των εδαφών που ανήκαν ανέκαθεν στην εκκλησία της Ρώμης. Το 787, ο Καρλομάγνος, υιός του Πεπίνου, αύξησε την έκταση του παπικού κράτους προσφέροντας στον πάπα Αδριανό Α΄ (772-795) και νέα εδάφη. Από το 754 λοιπόν αρχίζει η κοσμική εξουσία των παπών, η οποία διαρκεί μέχρι σήμερα, αν και το 1929 έγινε νέα συμφωνία με την Ιταλική κυβέρνηση όπου περιοριζόταν το παπικό κράτος, στα όρια της πόλης του Βατικανού (Stato della Citta del Vaticano).
Βέβαια, είναι γνωστό ότι οι Κανόνες της Εκκλησίας απαγορεύουν τη διπλή κατοχή εκκλησιαστικού και πολιτικού αξιώματος υπό του ιδίου προσώπου. Τόσον οι ΣΤ΄, ΠΑ΄ και ΠΓ΄ κανόνες των Αγίων Αποστόλων, όσον και ο Ζ΄ κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου καθορίζουν, ότι η άσκηση εκκλησιαστικής και κοσμικής εξουσίας από το ίδιο πρόσωπο, ρητώς απαγορεύεται με επακόλουθη την ποινή της καθαίρεσης του προσώπου αυτού, από τον εκκλησιαστικό βαθμό που κατέχει (διακόνου, πρεσβυτέρου, επισκόπου).
Στα αίτια για την ίδρυση παπικού κράτους προστέθηκε η άποψη, ότι ο «αντιπρόσωπος του Θεού» στη γη, δεν μπορεί να βρίσκεται υπό κρατική εξουσία ετέρου προσώπου (βασιλιά κ.λπ.). έτσι, ο Παπισμός κατάντησε και κοσμικό κράτος που έχει στρατό (τους Ελβετούς φρουρούς), ασκεί διπλωματία και επηρεάζει τη διεθνή οικονομία με τη συμμετοχή του σε μεγάλες εταιρίες και επιχειρήσεις. Πρόκειται δηλαδή για μια ανθρωποκεντρική οργάνωση, για μια εκκοσμίκευση και μάλιστα θεσμοποιημένη. Αλλά η συνύπαρξη κοσμικής και πνευματικής εξουσίας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, είναι κάτι το ασυμβίβαστο, κάτι ξένο προς το πνεύμα του Ευαγγελίου, τους Ι. Κανόνες και την εν γένει Παράδοση της Εκκλησίας. Στην περίπτωση αυτή της διπλής ιδιότητας, η εκκλησία υποκύπτει στο δεύτερο πειρασμό του Χριστού από το Διάβολο, που του ζήτησε να τον προσκυνήσει, για να του δώσει την εξουσία όλων των βασιλείων του κόσμου. Ο Κύριος τότε του απάντησε: «Κύριον τον Θεόν προσκηνύσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις» (Ματθ. 4. 10).
Ένα από τα επακόλουθα της κοσμικής εξουσίας είναι και ο φορητός «παπικός θρόνος». Η παράδοση της δημιουργίας του «Φορητού Θρόνου» του Πάπα της Ρώμης (Sedia Gestatoria), με τον οποίον μεταφερόταν ο Πάπας σε επίσημες τελετές, για να είναι δυνατό να τον βλέπει ο κόσμος, αποδίδεται στον Πάπα Στέφανο Γ΄ (752-757), τον ιδρυτή του παπικού κράτους, από εδάφη που παραχωρήθηκαν στην Εκκλησία της Ρώμης από τον βασιλέα των Φράγκων Πεπίνο Γ΄ τον Βραχύ (πατέρα του Καρλομάγνου) μετά από τη στέψη του, στο Παρίσι, από τον ανωτέρω πάπα. Ο «Φορητός Θρόνος» κατηργήθη από τον Πάπα Παύλο ΣΤ΄ (1963-1978) μετά από 1220 χρόνια λειτουργίας του. Το παπικό όμως κράτος εξακολουθεί πάντα να υφίσταται 1253 χρόνια από τη δημιουργία του και χωρίς να υπάρχει επίσημη καταδίκη από την Εκκλησία (από Οικουμενική Σύνοδο βέβαια), για τη διπλή ιδιότητα του Πάπα, την εκκλησιαστική και την κοσμική. Σημειώνεται, ότι με τη διπλή αυτή ιδιότητα, ο Πάπας μετείχε σε δυο Οικουμενικές Συνόδους, την Ζ΄ και την Η΄.
15.9.18
Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ
ΜΑΡΙΟΛΑΤΡΕΙΑ(Ιω.Καρδάση)
ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙ-ΠΑΠΙΚΟ ΑΓΩΝΑ
(Είναι αδύνατη η ζητούμενη ένωση)
ΙΔ΄
1.- ΄Ασπιλη σύλληψη
Η βασική έμφαση βρίσκεται πάντοτε στη Χριστολογία και τη σωτηριολογία. Υπό το πρίσμα τούτο η Παναγία ονομάζεται Θεοτόκος και παίρνει την πιο υψηλή θέση μεταξύ όλων των κτιστών όντων. Με άλλα λόγια δεν προηγείται η εξουσία κάποιας θεάς ή κάποιας αυτοδύναμης φυσικής θεότητας που δημιουργεί όλα αυτά τα θαυμαστά πράγματα για την ανθρωπότητα, αλλά ο τριαδικός Θεός οδηγεί την κτίση στον υψηλό της προορισμό και μέσα σε τούτη την οικονομία η Μαρία, ένας κοινός άνθρωπος, γίνεται το υπέρτατο όργανο για την επιτέλεση τούτου του σχεδίου. Η προτεραιότητα λοιπόν ανήκει σε τούτο το σχέδιο και όχι στο πρόσωπο της Μαρίας. Επειδή η Μαρία εντάσσεται στην οικονομία αυτή, παίρνει την υψηλή θέση που της ταιριάζει και η ένταξη γίνεται κατά χάρη για την ανθρωπότητα και για τη δική της καταξίωση. Ως όργανο κατά χάρη δέχεται στους κόλπους της και ως μητέρα του Θεού, τον ίδιο τον Λόγο και για πρώτη φορά η κτίση ενώνεται με τον Θεό κατ’ ουσίαν. Η ανθρώπινη φύση δηλαδή, που προσφέρει η Θεοτόκος, είναι η μοναδική κτιστή πραγματικότητα που ενώνεται κατ’ ουσίαν με τον Θεό. Γι’ αυτό ακριβώς η ανθρώπινη αυτή φύση δεν έχει καμιά «ιδιοσύστατη υπόσταση» και γίνεται ενυπόστατη στην υπόσταση του Θεού Λόγου. Αν είχε δική της υπόσταση, η Τριάδα έπρεπε να γίνει τετράδα, αλλά κατά την ορθόδοξη θεολογία τέτοια δυνατότητα δεν υπάρχει, όπως ο ίδιος ο Θεός δεν μπορεί να εκπέσει στο μη ον. Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος με σαφήνεια ορίζει: «Τιμάν και μεγαλύνειν εμάθομεν πρώτον μεν και κυρίως και αληθώς την του Θεού Γεννήτριαν και τας αγίας και αγγελικάς Δυνάμεις και τους ενδόξους Μάρτυρας, αλλά και τους αγίους άνδρας και τούτων αιτείν τας πρεσβείας».
Αντίθετα, στον Παπισμό, το πρόσωπο της Μαρίας εξαίρεται καθ’ εαυτό και όχι κατ’ αρχήν σε σχέση με το χριστολογικό δόγμα. Έτσι πριν από την ενανθρώπηση ή ακόμα και μετά, η Μαρία έχει μια ιδιαίτερη σχέση προς το Θεό και όχι τη σχέση που έχει όλη η κτίση προς το δημιουργό της. Έτσι στη Μαρία υπάρχει άμωμη σύλληψη, που σημαίνει ότι είναι εκτός της νομικής ενοχής που βαραίνει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος εξαιτίας της παράβασης του Αδάμ. Η Μαρία είναι αμέτοχη σε τούτο το ρύπο και την ενοχή, ώστε να μπορέσει να γίνει άξιο όργανο της θείας πρόνοιας. Η διδασκαλία αυτή εισήχθη τον 12ον αιώνα από δυο Βρετανούς μοναχούς, τους Έντμερτ και Όσμπερτ, το δε 1140 θεσπίστηκε και σχετική εορτή. Το δόγμα αυτό της άσπιλης σύλληψης της Θεοτόκου θεσπίστηκε το 1854 από τον Πάπα Πίο Θ΄, με συνέπεια μια έντονη τάση απόδοσης υπερβολικών τιμών στη Θεοτόκο, που φθάνει τα όρια της λατρείας, με τιμητικούς τίτλους, όπως «συλλυτρώτρια, «μητέρα της Εκκλησίας», «μεσίτρια πασών των χαρίτων» κ.ά.
2.- Η Αναμαρτησία
Άλλη μια κακοδοξία του Παπισμού είναι και η αναμαρτησία της Θεοτόκου, η οποία στηρίζεται στο χωρίο του Λουκά «χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου» (1. 28) και ερμηνευόμενο το «κεχαριτωμένη», ότι σημαίνει αναμαρτησία της Θεοτόκου, ως πεπληρωμένης χαρίτων. Πλην όμως άλλως αναλύει το θέμα ο Παύλος, ο οποίος είναι σαφής: «….. και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος εισήλθεν, εφ’ ω πάντες ήμαρτον» (Ρωμ. 5. 12). Αντίθετα μάλιστα, πολλοί εκ των συγγραφέων και Πατέρων της Εκκλησίας αναφέρουν, ότι η Θεοτόκος δεν ήταν απαλλαγμένη ατελειών και αδυναμιών. Π.χ. οι: Ωριγένης, Κύριλλος, Μ. Βασίλειος, Θεοφύλακτος και Αμφιλόχιος λέγουν ότι η Θεοτόκος σκανδαλίσθηκε κατά το επί του σταυρού πάθος του Χριστού, ερμηνεύοντες το του Λουκά: «και σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία» (2. 35), κατά το οποίο λογισμοί αμφιβολιών και διακρίσεων θα κατελάμβαναν τη Θεοτόκο, αντικρύζουσα τον Υιό της και Θεό επί του σταυρού. Κατά τον Αλεξανδρείας Κύριλλο: «ό,τι και αυτήν την του Κυρίου μητέρα το αδοκήτως συμβεβηκός εσκανδάλισε και της οικείας λοιπόν μητρός σκανδάλω περιπεσούσης και λογισμών αταξίαις εμπερφυμένης, πως ουκ έδει προνοείν τον Κύριο;» (Μ. 74. 661). Επίσης, ο Χρυσόστομος ερμηνεύοντας την απαίτηση της Θεοτόκου να θαυματουργήσει κατά τον εν Κανά γάμο λέγει ερμηνεύοντας το χωρίο Ιω. 2. 4: «Εβούλετο γαρ και εκείνοις καταθέσθαι χάριν και εαυτήν λαμπροτέραν ποιήσαι δια του παιδός. Και τάχα τι και ανθρώπινον έπασχε, καθάπερ και οι αδελφοί αυτού «Δείξον σεαυτόν τω κόσμω» βουλόμενοι την από των θαυμάτων δόξαν καρπώσασθαι….. Επειδή γαρ εικός ην και ακούσασαν παρά του παιδός μη βούλεσθαι μηδέ ούτω πεισθήναι, αλλ’ αξιούν εαυτήν πανταχού των πρωτείων, άτε μητέρα ούσαν» (ομιλία εις το κατά Ιω. 21. 2). Με τα λόγια του ο Χριστός προστατεύει και βοηθάει τη μητέρα του από της κενοδοξίας, διότι εξ αυτής παρακινήθηκε να ζητήσει από τον Υιό της να θαυματουργήσει. Λέγει σχετικά ο Ζηγαβηνός: «Δι’ ων είπε κατήσχυνε ηρέμα τον φιλόδοξον αυτής σκοπόν και το τυραννικόν πάθος της κενοδοξίας απήλασε» (ερμηνεία εις το κατά Ματθ. 12. 50, Μ. 129. 393). Αλλά και στην άλλη περίπτωση, κατά την οποία «Έτι δε αυτού λαλούντος τοις όχλοις ιδού η μήτηρ και οι αδελφοί αυτού ειστήκεισαν έξω, ζητούντες αυτώ λαλήσαι….. και εκτείνας την χείρα αυτού επί τους μαθητάς αυτού είπεν. ιδού η μήτηρ μου και οι αδελφοί μου…..» (Ματθ. 12. 46-50), όπου ο Κύριος απήντησε ότι αδελφοί του είναι οι ποιούντες το θέλημα του ουράνιου Πατέρα. Ο Ι. Χρυσόστομος δικαιολογώντας την απάντηση του Κυρίου λέγει, ότι η Παρθένος στην περίπτωση αυτή «εβούλετο ενδείξασθαι τω δήμω (=στο λαό), ότι κρατεί (=επιβάλλεται) και αυθεντεί (=κάνει κουμάντο) του παιδός, ουδέν ουδέπω περί αυτού μέγα φανταζομένη. Διό και ακαίρως προσήλθεν. Όρα γουν και αυτής και εκείνων (των αδελφών) την απόνοιαν (=παράλογη ενέργεια)». Και άλλοι ερμηνευτές τα παρόμοια ερμηνεύουν.
3.- Η Μετάσταση
Η κοίμηση της Θεοτόκου καταρχήν είναι πραγματική και η μετάσταση είναι μια ιδιαίτερη και κατά χάρη ενέργεια του Θεού για να φυλάξει αλώβητο το σκεύος της κυοφορίας του Θεού Λόγου από τη «διαφθορά» του θανάτου. Τούτη όμως η θεϊκή ενέργεια δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια κατά πρόληψη πραγμάτωση της ανάστασης. Η Θεοτόκος μπαίνει στο βασίλειο της ζωής αναστημένη χάρη στις συνέπειες της κατά χάρη αγιότητας, που αφορά όλους τους ανθρώπους και όχι ως ένα προνομιούχο ον που απαλλάχτηκε από το προπατορικό αμάρτημα κατά τη σύλληψή του. Για την Θεοτόκο και τη μετάστασή της έχουμε μαρτυρίες αγίων της Εκκλησίας μας:
1/ ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου στο έργο του: «περί της αειπαρθενίας της Θεοτόκου» αναφέρει: «Πέραν του δέοντος ου χρη τιμάν τους αγίους, αλλά τον αυτών Δεσπότην. Παυσάσθω τοίνυν η πλάνη των πεπλανημένων. Ούτε γαρ Θεός η Μαρία, ούτε απ’ ουρανού έχουσα το σώμα, αλλ’ εκ συλλήψεως ανδρός και γυναικός, κατ’ επαγγελίαν δε, ώσπερ ο Ισαάκ, οικονομηθείσα».
2/ ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός στις τρεις ομιλίες του που αφιερώνει στην εορτή της Κοιμήσεως είναι σαφέστατος: Ρωτάει π.χ. στη δεύτερη ομιλία απευθυνόμενος προς τον τάφο της Παναγίας: «Συ δε, τάφων ιερών ιερώτατε, μετά τον ζωαρχικόν του Δεσπότου τάφον….. πού η ζωοτόκος πηγή; πού το πολυπόθητον σώμα της Θεοτόκου και πολυέραστον;» Και ο τάφος απαντά: «Τι ζητείτε εν τάφω την προς τα ουράνια μετεωρισθείσαν σκηνώματα; Τι με της φθοράς ευθύνας εισπράττεις; Ου μοι δύναμις τοις θείοις αντιτείνειν κελεύσμασι. Τας σινδόνας καταλιπόν το σώμα το ιερόν τε και άγιον….. ανάρπαστον οίχεται δορυφορούντων Αγγέλων και Αρχαγγέλων και πασών των Ουρανίων Δυνάμεων» (Εγκώμιον εις την πάνσεπτον κοίμησιν της Θεομήτορος, σελ. 164-166).
3/ ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς καταγράφει στο έργο του: Λόγος «εις την Κοίμησιν»: «Δια τούτο το γεννήσαν εικότως σώμα συνδοξάζεται τω γεννήματι δόξη θεοπρεπεί και συνανίσταται». Και φθάνοντας στις λεπτομέρειες περιγράφει πώς, όπως στον τάφο του Χριστού, έτσι και στον τάφο της Παρθένου, οι μαθηταί δεν βρήκαν παρά μόνο «τας σινδόνας και τα εντάφια» (σελ. 208).
4/ ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, στο έργο του: «Η Θεομήτωρ» καταγράφει: «Ήταν όμως ανάγκη η παναγία εκείνη ψυχή να χωρισθή από το υπεράγιο εκείνο σώμα. Και χωρίζεται βέβαια και ενώνεται με την ψυχή του Υιού της, με το πρώτο φως ενώνεται το δεύτερο. Και το σώμα, αφού έμεινε για λίγο στη γη, αναχώρησε και αυτό μαζί με την ψυχή. Γιατί έπρεπε να περάση από όλους τους δρόμους από τους οποίους πέρασε ο Σωτήρας, να λάμψη και στους ζωντανούς και στους νεκρούς, να αγιάση δια μέσου όλων την ανθρώπινη φύση και να λάβη αμέσως μετά τον αρμόζοντα τόπο. Το δέχθηκε έτσι για λίγο ο τάφος, το παρέλαβε δε και ο ουρανός, αυτό το πνευματικό σώμα, την καινή γη, το θησαυρό της δικής μας ζωής, το τιμιώτερο από τους Αγγέλους, το αγιώτερο από τους Αρχαγγέλους. Ξαναδόθηκε έτσι ο θρόνος στον βασιλιά, ο παράδεισος στο ξύλο της ζωής, ο δίσκος στο φως, στον καρπό το δένδρο, η μητέρα στον Υιό, αξία καθόλα αντιπρόσωπος του ανθρωπίνου γένους» (σελ. 215-217).
5/ ο άγιος Μάρκος Εφέσου καταγράφει σε τροπάριό του (s΄ ωδή πλ. δ΄ ήχου): «Νέκρωσιν η της ζωής Μήτηρ δέχεται, και τάφω τεθείσα, μετά τριττήν ημέραν ευκλεώς εξανίσταται, εις αιώνας τω Υιώ συμβασιλεύουσα, και αιτούσα την των πταισμάτων ημών άφεσιν».
6/ ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης, καταγράφει στο έργο του: «Απολογία»: «Και νυν η Κυρία Θεοτόκος ως μήτηρ Θεού, αμέσως μετά Θεόν ούσα και ασυγκρίτως υπερβάσα όχι μόνον ανθρώπους, αλλά και αυτάς τας πρώτας και ανωτάτας τάξεις των Αγγέλων, Χερουβίμ και Σεραφίμ, δι’ εαυτής διανέμει τον πλούτον όλων των εκ Θεού χαρισμάτων και θείων ελλάμψεων εις όλους, Αγγέλους τε ομού και ανθρώπους, καθώς όλη κοινώς η του Χριστού φρονεί Εκκλησία» (σελ. 268).
Τα περί της κοιμήσεως διαλαμβάνει και η Συνοδική Επιστολή της Συνόδου Ιεροσολύμων του 1672: «Όμοιόν τι θεωρούμεν την σήμερον, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός σηκώνεται από τον θρόνον του, όπου καθέζεται εκ δεξιών της μεγαλωσύνης του Πατρός, ευγένει και περνά όλους τους ουρανούς, δια να προϋπαντήση το μέγα πρόσωπον εκείνο, την μεγάλην βασίλισσαν, την μεγάλην σουλτάναν, την Παναγίαν μας, την κυρίαν μας, την ιδίαν του μητέρα. Δια τούτο και αι ακολουθούσαι αυτώ ουράνιαι δυνάμεις ερωτώσι, καθώς λέγει ο σοφός Σολομών εις το άσμα των ασμάτων κεφ. η΄, «τις αύτη η αναβαίνουσα από της ερήμου λελευκανθισμένη, και στηριζομένη επί τον αδελφιδόν αυτής;» (Άσμα ας. 8. 5) τουτ’ έστι, ποία είναι τούτη, οπού αναβαίνει από τον ορατόν κόσμον, τόσον ωραία και εύμορφη, έχουσα τόσην εξουσίαν εις τον βασιλέα μας, οπού της ομοιάζει ωσάν να ήτον αδελφιδός; Και ταύτα τούτοι λέγοντες και ερωτώντες, και τον βασιλέα και την βασίλισσαν προσκηνούσιν….. Ούτω και εις την Παναγίαν, ήτις αν καλά και αμαρτίαν δεν είχε, πλην είχεν εν εαυτή τα φυσικά, και ως άνθρωπος υπέκειτο τω θανάτω, όμως είχεν από τον Θεόν τοιαύτην χάριν, όπου αν είχε θέλει, δεν απόθενε, μόνον έτζι ζώσα επήγαινεν εις τους ουρανούς, πλην ουκ εβούλετο….. Τι πράγμα είναι εκείνο, όπου να ημπορή να φαίνεται δια μεγάλον σημείον εις τον ουρανόν, όπου κατοικεί ο Θεός, εκεί οπού παραστέκονται αι άγιαι δυνάμεις; Άλλο δεν είναι παρά η Παναγία. όπου ήτον μεγάλον σημείον εις την γην, επειδή εγέννησε Θεόν ενανθρωπήσαντα, και γεννήσασα έμεινεν άφθορος και παρθένος. και έτσι λέγεται σημείον εν τω ουρανώ, διατί με το σώμα αναβαίνει εις τον ουρανόν. και αν καλά και εμπήκεν εις το μνημείον το άχραντόν της εκείνο σκήνος, πλην εις τρεις ημέρας μετεστάθη εις ουρανούς μετά σώματος, καθώς και ο Χριστός ανελήφθη. διατί; Ότι μεγάλην εξουσίαν και απ’ αυταίς έχει ταις δυνάμεσι» (Ρωμανίδη Ι. Δογματική Θεολογία, τ. Β΄, σελ. 347-349).
Ο Παπισμός το 1950, με διάταγμα του πάπα Πίου ΙΒ΄, ανακήρυξε σε δόγμα την ενσώματη μετάσταση της Θεοτόκου. Εφ’ όσον η Θεοτόκος ήταν απαλλαγμένη από το προπατορικό αμάρτημα, κατ’ αναπότρεπτη αναγκαιότητα δεν μπορούσε ο θάνατος να ασκήσει πάνω της τη διαλυτική του δύναμη και έτσι το σώμα της Θεοτόκου παρέμεινε αδιάφθορο, γιατί δεν ασκούσε καμία δύναμη η αμαρτία. Επομένως δεν μπορούσε η Παναγία να πεθάνει. Όλα αυτά, αλλά και αυτή η ίδια η Μετάσταση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δόγμα, καθότι δεν μαρτυρείται ούτε από την Αγία Γραφή, ούτε από την Παράδοση της Εκκλησίας και έτσι τείνει να αμφισβητείται ακόμη και από ορισμένους Ορθόδοξους ερευνητές.
Ειδικά το θέμα της μετάστασης της Θεοτόκου αναφέρεται στο αποκαλούμενο απόκρυφο: «Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου λόγος εις την κοίμησιν της αγίας Θεοτόκου», το οποίον ανήκει στην κατηγορία: «Ορθόδοξα απόκρυφα (ψυχωφελείς διηγήσεις-ψευδεπίγραφα)». Γενικώς, απόκρυφα είναι γραπτά έργα, τα οποία δεν έγιναν δεκτά στον κανόνα της αγίας Γραφής από την Εκκλησία, ορισμένα δε από αυτά χαρακτηρίστηκαν «δευτεροκανονικά», άλλα «αναγνωστέα», άλλα «γνωστικά» κ.λπ. Γενικά, διαιρούνται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: 1/ Γνωστικά, τα οποία στο σύνολό τους απορρίπτονται, 2/ Ιουδαιοχριστιανικά, τα οποία δεν γίνονται δεκτά, γιατί περιορίζουν το χριστιανικό μήνυμα στο λαό της Π. Διαθήκης και 3/ Ορθόδοξα, τα οποία είτε ενσωμάτωσαν ήδη υπάρχουσες παραδόσεις, για τη ζωή προσώπων της Κ. Διαθήκης, είτε κατασκεύασαν φανταστικές ιστορίες, κατά το πλείστον αφελείς και τις δημοσίευσαν κάτω από το όνομα ενός υποτιθέμενου ιερού συγγραφέα, για να «ωφελήσουν» ψυχικά τους χριστιανούς αναγνώστες. Είναι δηλαδή χριστιανικά ψευδεπίγραφα εξωβιβλικά κείμενα.
Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου λόγος εις την κοίμησιν της αγίας Θεοτόκου. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διηγήσεις της ζωής και, ιδιαίτερα, της κοίμησης της Παναγίας, από τις οποίες σώζονται 67 χειρόγραφα με διάφορες παραλλαγές, σε πολλές γλώσσες: συριακή, κοπτική, αραβική, αιθιοπική, αρμενική, σλαβική κ.λπ. Το κυριότερο είναι το ανωτέρω, που τοποθετείται στον 5ο ή 6ο αιώνα και επηρέασε ιδιαίτερα την παράδοσή μας για τα γεγονότα της Κοίμησης της Παναγίας, την οποία γιορτάζουμε στις 15 Αυγούστου. Το περιεχόμενο του βιβλίου αυτού έγινε δεκτό από τους χριστιανούς και εκεί αναφέρεται η περίφημη μεταφορά των αποστόλων «επί νεφελών» για να παραστούν στην ταφή της Θεοτόκου, η απόπειρα κάποιων μεθυσμένων Ιουδαίων να βεβηλώσουν το άγιο σώμα Της κ.ά. Από τα κείμενα αυτά ξέρουμε και για την ανάληψη της Θεοτόκου, καθώς και για την παράδοση της ζώνης Της (της Αγίας Ζώνης), κατά την ώρα της ανάληψής Της, στα χέρια του αγίου αποστόλου Θωμά.
1.7.18
Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ
ΕΛΕΓΧΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ (Iω.Καρδάση)
Σχετικά με τον έλεγχο, που πρέπει να γίνεται για πράξεις και παραλήψεις του Επισκόπου έχουμε τις παρακάτω αγιογραφικές και αγιοπατερικές καταγραφές:
Απόστολος Παύλος
«Τους αμαρτάνοντας ενώπιον πάντων έλεγχε, ίνα και οι λοιποί φόβον έχωσι».
(Τιμ. Α΄, 5. 20).
Μ. Αθανάσιος
Εάν ουν τινα ίδης, αδελφέ, ότι έχει σχήμα σεμνοπρεπές, μη πρόσχης, ότι εδέδυται κώδιον προβάτου, ότι όνομα έχει πρεσβυτέρου ή επισκόπου….., αλλά τας πράξεις αυτού περιέργασαι. Ει εστι σώφρων….. ή υπομονητικός. Ει δε έχει….. τον φάρυγγα άδην, νοσών χρήματα και καπηλεύων την θεοσέβειαν, άφες αυτόν, ου γαρ εστι Ποιμήν….. αλλά λύκος αρπακτικός….. Εάν ίδης συνετόν, κατά την συμβουλεύουσαν σοφίαν, όρθριζε προς αυτόν», διότι «πίστις τελεία και απερίεργος….. εισάγουσιν εις την βασιλείαν των ουρανόν».
(Περί Ψευδοπροφητών, ΒΕΠΕΣ, 33, 197).
Μ. Βασίλειος
«Ουκ οίδα επίσκοπον μηδέ αριθμήσαιμι εν ιερεύσι Χριστού τον παρά των βεβήλων χειρών επί καταλύσει της πίστεως εις προστασίαν προβεβλημένον….. Υμείς δε ει τινα έχετε μεθ’ ημών μερίδα, ταυτά ημίν φρονήσετε δηλονότι, ει δε εφ’ εαυτών βουλεύεσθε, της ιδίας γνώμης έκαστός εστι κύριος, ημείς αθώοι από του αίματος τούτου»
(επιστ. σμ΄ Νικοπολίταις πρεσβυτέροις, κεφ. γ΄, 7-13).
«Πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις, μνημονεύοντας του Κυρίου λέγοντος, αλλοτρίω δε ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ’ αυτού, ότι ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν….. Εξ ων παιδευόμεθα, ότι, καν πολύ γνήσιός τις η, καν υπερβαλλόντως ένδοξος ο κωλύων το υπό του Κυρίου προστεταγμένον ή προτρέπων ποιείν το υπ’ αυτού κεκωλυμένον, φευκτός ή και βδελυκτός οφείλει είναι εκάστω των αγαπώντων τον Κύριον».
(Όροι κατ’ επιτομήν, ερώτησις 114, ΕΠΕ 9, 144-146).
«Ότι δει των ακροατών τους πεπαιδευμένους τας Γραφάς, δοκιμάζειν τα παρά των διδασκάλων λεγόμενα και τα μεν σύμφωνα ταις Γραφαίς δέχεσθαι, τα δε αλλότρια αποβάλλειν και τους τοιούτοις διδάγμασιν επιμένοντας αποστρέφεσθαι σφοδρότερον».
(Ηθικά, Όρος ΟΒ΄).
«Επικαθαρίσατε την Εκκλησία, τους αναξίους αυτής απελαύνοντας και του λοιπού εξετάζετε μεν τους αξίους και παραδέχεστε».
(Προς Χωροεπισκόπους. P.G. 32, 401 και ΕΠΕ 2, 184).
Γρηγόριος Θεολόγος
«Εν εκτρέπου μοι, τους κακούς επισκόπους, μηδέν φοβηθείς του θρόνου την αξίαν. Πάντων το ύφος, ουχ πάντων δ’ η χάρις. Το κώδιον πάρελθε, τον λύκον βλέπε. Μη τοις λόγοις με πείθε, τοις δε πράγμασι. Μισώ διδάγμαθ’, οις εναντίος βίος».
(Βίβλος Β΄. Έπη Ιστορικά, Τόμ. Α΄. Περί εαυτού, ΙΒ΄. Εις εαυτόν και περί επισκόπων).
«αλλ’ αυτοί γε και φανερώς πολεμούσι τοις ιερεύσιν, εφόδιον έχοντες εις πειθώ την ευσέβειαν και όσοι μεν περί πίστεως τούτο πασχόντων και των ανωτάτω ζητημάτων και πρώτων, ουδ’ εγώ μέμφομαι, αλλ’ ει δει ταληθές ειπείν και προσεπαινώ και συνήδομαι. Και τούτων εις είην των υπέρ αληθείας αγωνιζομένων και των απεχθανομένων, μάλλον δε και είναι καυχήσομαι. Κρείττων γαρ επαινετός πόλεμος ειρήνης χωριζούσης Θεού».
(Λόγος Β΄, ΕΠΕ, τ. 1, σελ. 177).
Ιω. Χρυσόστομος
«Ουδένα γαρ δέδοικα ως τους Επισκόπους, πλην ολίγων».
(Ζήση Θ. Κακή υπακοή και αγία ανυπακοή, σελ. 39).
«Τι ποιείς άνθρωπε; Παρεβάθη ο νόμος, κατεφρονήθη σωφροσύνη, πλημμελήματα τοσαύτα ετολμήθη παρά τινος των ιερωμένων, τα άνω κάτω γέγονε και ου φρίττεις;….. ουκ αλγείς; ουκ επιτιμά….., αλλά κοινωνείς;
(P.G. 55, 252).
«Αξίωμα προσώπου ου προσίεται, όταν περί αληθείας ο λόγος η».
(P.G. 61, 625).
Θεόδωρος Στουδίτης
«Εν τω καιρώ τούτω, εν ω ο Χριστός διώκεται δια της εικόνος αυτού, ου μόνον ει βαθμώ τις και γνώσει προέχων εστίν οφείλει διαγωνίζεσθαι, λαλών και διδάσκων τον της ορθοδοξίας λόγον, αλλά γαρ και ει μαθητού τάξιν επέχων είη, χρεωστεί παρρησιάζεσθαι την αλήθειαν και ελευθεροστομείν. Ουκ εμός ο λόγος του αμαρτωλού, αλλά του θείου Χρυσοστόμου, επεί και άλλων πατέρων».
(Ζήση, ως ανωτέρω, σελ. 57).
«Εντολή Κυρίου είναι να μη σιωπάμε σε περιόδους που η πίστις κινδυνεύει….. Ώστε, όταν ο λόγος είναι περί πίστεως, δεν μπορούμε να πούμε: Εγώ ποιος είμαι;….. πτωχός…..Δεν μου πέφτει λόγος….. για το προκείμενο ζήτημα. Αλλοίμονο, οι λίθοι θα κραυγάσουν και εσύ θα μείνης σιωπηλός και αμέριμνος;….. Ώστε και αυτός ο πτωχός….. επειδή τώρα δεν ομιλεί, (είναι) άξιος κατακρίσεως και μόνο γι’ αυτό το λόγο….. Ακόμη και αυτός που κατέχει την θέσι του μαθητού οφείλει να διακηρύττει την αλήθεια και να ομιλή ελεύθερα».
«Και μόνο η σιωπή, λοιπόν, είναι μέρος της συγκατάθεσης, αφού εξ άλλου: «αυτό επιδιώκουν οι αιρετικοί, να παύσει να ακούγεται ο λόγος της αληθείας και να επικρατήσει (έτσι) η πλάνη», και «παραγγελίαν έχομεν εξ αυτού του Αποστόλου, εάν τις δογματίζη ή προστάσση ποιείν ημάς, παρ’ ο παρελάβαμεν, παρ’ ο οι Κανόνες των κατά καιρούς Συνόδων καθολικών και τοπικών ορίζουσιν, απαράδεκτον εαυτόν έχειν και μηδέ λογίζεσθαι αυτόν εν κλήρω αγίων».
(P.G. 99, 988).
Ιωσήφ Βρυέννιος
«Πας ο δυνάμενος λέγων την αλήθειαν και μη λέγων κατακριθήσεται υπό του Θεού. Και ταύτα ένθα πίστις το κινδυνευόμενον και της όλης Εκκλησίας των Ορθοδόξων η κρηπίς. Το γαρ εφησυχάζειν εν τοις τοιούτοις αρνήσεως ίδιον, το δε λέγειν, ομολογίας ειλικρινούς».
(Τα ευρεθέντα έργα αυτού, τ. Β΄, σελ. 18).
Αθανάσιος Πάριος
«Δεν είναι δίκαιον ούτε πρέπον εις ανθρώπους ευσεβείς παντάπασιν να σιωπούν, όταν τους νόμους του Θεού αθετούσιν….. όπου δε Θεός το κινδυνευόμενον….. τις ευσεβής δύναται να σιγά;».
(Ι.Μ. Γρηγορίου: Οι αγώνες των μοναχών, σελ. 233).
Γεώργιος Φλωρόφσκυ
«Ο Επίσκοπος περιορίζεται από αυτήν την εμπειρίαν (του σώματος της Εκκλησίας) και επομένως εις θέματα πίστεως ο Λαός πρέπει να κρίνη σχετικώς με την διδασκαλίαν του. Το καθήκον της υπακοής παύει όταν ο Επίσκοπος παρεκκλίνη από τον καθολικόν κανόνα και ο λαός έχει δικαίωμα να τον κατηγορήση…..».
(Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις, σελ. 75).
15.6.18
Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ
ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙ-ΠΑΠΙΚΟ ΑΓΩΝΑ – ΜΥΣΤΉΡΙΑ (Ιω.Καρδάση)
(Είναι αδύνατη η ζητούμενη ένωση)
ΙΓ΄
Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί, ότι Μυστήρια είναι οργανικές λειτουργίες και εκφάνσεις του ενιαίου σώματος της Εκκλησίας. Ο Χριστός ενυπάρχει σ’ όλα τα μυστήρια και το σώμα των πιστών αδιάκοπα, είναι δηλαδή το ίδιο το σώμα του Χριστού. Η απομόνωση των μυστηρίων ως επτά τελετών, καταστρατηγεί το περιεχόμενο της λειτουργικότητας του σώματος. Πάντως όλα τα μυστήρια παρέχουν άφεση αμαρτιών.
Αντίθετα, στον Παπισμό, Μυστήρια καλούνται οι θεοσύστατες τελετές, που εμφαίνουν και μεταδίδουν τη θεία χάρη. Δεν είναι αναγκαία η παρουσία του Χριστού σ’ όλα τα μυστήρια παρά μόνο στην θ. Ευχαριστία και αυτό είναι απότοκο της διαφορετικής θεώρησης του μυστηρίου του Θεού. Εδώ, τα μυστήρια της εκκλησίας είναι επτά, διαιρούνται δε σε υποχρεωτικά και προαιρετικά. Ακολουθεί μικρή ανάλυση των διαφορών σε μια σειρά γνωστών μυστηρίων:
α/ Βάπτισμα
Βάπτισμα είναι ένα από τα μυστήρια της Εκκλησίας και σημαίνει τη νέκρωση του παλαιού ανθρώπου, την ανάσταση του νέου, την απόταξη του σατανά και την πρόσληψη της άκτιστης θ. χάριτος. Το βάπτισμα κάνει τους ανθρώπους εν δυνάμει μέλη του σώματος του Χριστού και είναι εκκεντρισμός στη ζωή, γέννηση σ’ αυτή και πορεία σε μια νέα ζωή. Το βάπτισμα τελείται δια εμβαπτίσεως εντός ύδατος ολοκλήρου του σώματος του πιστού με τρεις καταδύσεις και αναδύσεις.
Στον Παπισμό, βάπτισμα είναι ένα από τα 7 μυστήρια της Εκκλησίας και αφορά την άρση της προπατορικής ενοχής και την αποκατάσταση της κτιστής θ. χάριτος. Το βάπτισμα δεν πραγματοποιείται με εμβάπτιση (βούτηγμα) του βαπτιζόμενου στο νερό, αλλά με επίχυση νερού στο κεφάλι του.
β/ Χρίσμα
Χρίσμα είναι ένα από τα μυστήρια της Εκκλησίας, με το οποίο ο χριόμενος με άγιο μύρο, καθίσταται εν δυνάμει δεκτικός στο βάπτισμα στο άγιο Πνεύμα και αναλαμβάνει αγώνα κατά των δαιμονικών δυνάμεων και υπέρ μιάς τελειωτικής προκοπής και πνευματικής ανέλιξης, το δε Άγιο Πνεύμα ικανώνει τον χριόμενο στον αγώνα αυτό. Έτσι δίνεται η προίκα της αγιοπνευματικής εξουσίας που ενεργοποιείται αργότερα με τη βούληση του χρισθέντα. Το χρίσμα είναι η σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος, η δε παροχή του χρίσματος δεν είναι απλώς δύναμη, αλλά και κατοχή της αλήθειας και της αγαθότητας. Είναι τελικά ένας αρραβώνας, που υπόσχεται τη μελλοντική τελείωση.
Στον Παπισμό, είναι ένα από τα επτά μυστήρια της Εκκλησίας, είναι η σφραγίδα του αγίου Πνεύματος και παρέχεται στον βαπτισθέντα στο 7ο έτος της ηλικία του, όχι με άγιο μύρο, αλλά με την επίθεση των χειρών του Επισκόπου στον χριόμενο.
γ/ Μετάνοια και Εξομολόγηση
Είναι ένα από τα μυστήρια της Εκκλησίας, ενιαίο και με δυο όψεις: 1/ την προσωπική μεταστροφή κάθε μέλους ή και ολόκληρου του λαού, από πράξεις αντίθετες προς το θείο θέλημα, δηλ. αντίθετες προς την κατά φύση ζωή κάθε μέλους, αλλά και ολόκληρου του σώματος και 2/ την εξουσία που έχει το ίδιο το Σώμα, ως κοινότητα ή διαμέσου χαρισματικού φορέα, που είναι ο Επίσκοπος και οι Πρεσβύτεροι, να δίνει άφεση αμαρτιών ύστερα από την εξομολόγησή τους. Η άφεση είναι γεγονός θεραπευτικό, γι’ αυτό τα επιτίμια είναι ιαματικά. Ο μετανοών και εξομολογούμενος θεωρείται από την Εκκλησία, ως ασθενής που χρειάζεται ιατρεία. Η άφεση των αμαρτιών πηγάζει αποκλειστικά και μόνον από τη σταυρική θυσία του Κυρίου.
Στον Παπισμό, είναι ένα από τα επτά μυστήρια, η δε άφεση αμαρτιών δίδεται από τους επισκόπους και πρεσβυτέρους. Η άφεση είναι γεγονός δικαιικό, γι’ αυτό τα επιτίμια είναι σωφρονιστικά. Ο μετανοών και εξομολογούμενος θεωρείται ως κατηγορούμενος για τις παραβάσεις των θεϊκών νόμων και η θεραπεία είναι σωφρονιστική. Η επικοινωνία με τον ιερέα δεν είναι προσωπική, αλλά απρόσωπη. Η άφεση των αμαρτιών γίνεται εδώ με τις μεσιτείες των αγίων ή άλλους παράγοντες (Ιωβηλαία κ.λπ.).
δ/ Θεία Ευχαριστία
Είναι ένα από τα μυστήρια της Εκκλησίας και σημαίνει τη συνοχή του σώματος, την «καθαίρεση των δαιμονικών δυνάμεων» και κυρίως τη συμπερίληψη του έργου του Χριστού, από τις αρχές της δημιουργίας ως το θάνατό του και την ερχόμενη παρουσία του. Είναι λοιπόν η ανακεφαλαίωση του όλου μυστηρίου του Χριστού, κατά δε τη μεταβολή των τιμίων δώρων σε σώμα και αίμα Χριστού παρίστανται και τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας. Η ορθόδοξη παράδοση δεν εξήγησε ποτέ τον τρόπο μεταβολής του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Αρκείται μόνο στη γνώση του πράγματος ως μετοχή σ’ αυτό, που είναι το έργο της άκτιστης ενέργειας του Θεού και εάν ζητείται ο τρόπος μεταβολής, μας αρκεί μονάχα η πληροφορία, ότι γίνεται διαμέσου των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος. Πάντως ο Χριστός κατά το δόγμα της Χαλκηδόνας δεν μπορεί να είναι πανταχού παρών σωματικός. Ο άρτος της θείας ευχαριστίας είναι ένζυμος. Ο καθαγιασμός των τιμίων δώρων σε Σώμα και Αίμα Χριστού γίνεται με την επίκληση του Αγίου Πνεύματος. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, η μετάδοση των θείων δώρων στους πιστούς ακόμη και στα παιδιά, γίνεται και με τα δυο είδη, του άρτου και του οίνου.
Στον Παπισμό είναι ένα μυστήριο μεταξύ των επτά και είναι απλώς ένα μέρος ή μια πτυχή του μυστηρίου του Χριστού, κατά τη μετουσίωση δε των τιμίων δώρων σε σώμα και αίμα Χριστού παρίσταται μόνον το 2ο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας. Η σχολαστική θεολογία επιχείρησε έρευνα του τρόπου μεταβολής του άρτου και του οίνου και επινόησε τη λεγόμενη μετουσίωση. Κατ’ αυτή «μεταποιείται» το είδος, δηλ. η αόρατη ουσία, ενώ η ύλη μένει ως έχει. Έτσι έχουμε κατά την ύλη ψωμί και κρασί, ενώ κατά την ουσία το σώμα και το αίμα του Χριστού. Ο άρτος της θ. ευχαριστίας είναι άζυμος, χωρίς τούτο να δημιουργεί δογματικό θέμα. Η Διαμαρτύρηση του Λούθηρου δεν δέχεται τη μεταβολή ή τη μετουσίωση (ΡΚ), αλλά υιοθέτησε την πανταχού παρουσία του Χριστού. Έτσι ο Χριστός κατά την τέλεση του μυστηρίου είναι παρών. Ο Καλβίνος δεν δέχεται το δόγμα Λούθηρου, αλλά θεωρεί την επενέργεια του Χριστού στους μετόχους του μυστηρίου, ενώ ο Ζβίγγλιος τη θεωρεί απλώς ως ένα γυμνό σύμβολο. Ο καθαγιασμός των τιμίων δώρων στον Παπισμό δεν γίνεται με την επίκληση του Αγίου Πνεύματος, αλλά με την απλή εκφώνηση των συστατικών του μυστηρίου λόγων του Κυρίου: «Λάβετε φάγετε…..» κ.λπ. Η μετάδοση των θείων δώρων στους πιστούς του Παπισμού γίνεται, για μεν τους κληρικούς και με τα δυο είδη, του άρτου και του οίνου, δια δε τους λαϊκούς μόνον του άρτου, ενώ στα παιδιά δεν είναι απαραίτητο να μεταδίδονται τα θεία δώρα μέχρι το 10ο έτος και ειδικά πριν από το Χρίσμα, κατά το 7ο έτος της ηλικίας των.
ε/ Ευχέλαιο
Είναι ένα από τα μυστήρια της Εκκλησίας, κατά το οποίο παρέχεται άφεση αμαρτιών και ζητείται η ψυχοσωματική υγεία του θεραπευόμενου, ύστερα από τη χρίση με αγιασμένο έλαιο, σύμφωνα με την επιστολή Ιακώβου (5. 14-15) και σε κάθε περίπτωση. Το ευχέλαιο είναι μια συνέχεια των θαυματουργικών θεραπειών του Χριστού. Επιτελείται στον Ι. Ναό, εξαιρετικά δε στην οικία, όταν ένα μέλος του σώματος αδυνατεί να προσέλθει στο Ναό, λόγω ασθενείας.
Αντίθετα, στον Παπισμό είναι ένα από τα επτά μυστήρια, που τελείται μια φορά στη ζωή του ανθρώπου, αποκλειστικά στην οικία σε ετοιμοθάνατο, ως το τελευταίο εφόδιο.
ς/ Γάμος
Είναι ένα από τα μυστήρια της Εκκλησίας, που έγινε για να πολεμηθεί ο έσχατος εχθρός του ανθρώπου, ο θάνατος, αποτελεί δε μια βασική λειτουργία της συνέχισης και ολοκλήρωσης της ιστορικής πορείας προς την τελείωση. Η σύζευξη είναι δεσμός φυσικός και πνευματικός διαμέσου της ευλογίας του Θεού και του εκκλησιαστικού αγιασμού. Η θεωρία για το αδιάλυτο του γάμου έχει νόημα παιδαγωγικό και όχι δογματικό. Η προτροπή «μη χωριζέτω» είναι θεϊκό αίτημα, δεν σημαίνει μαγική προσκόλληση, προϋποθέτει δε τη συμμετοχή της βουλητικής συνέργειας του ανθρώπου. Ο άνθρωπος ελεύθερα μπορεί να διαλύσει το γάμο του, διαπράττει όμως βαρύ αμάρτημα. Η Εκκλησία εφαρμόζοντας την οικονομία, επιτρέπει την τέλεση δεύτερου και τρίτου γάμου. Η μόνη περίπτωση που επιτρέπεται η διάλυση του γάμου είναι εκ λόγου πορνείας.
Στον Παπισμό αποτελεί ένα από τα επτά μυστήρια, κατά τον οποίο υπάρχει ευλογημένος δεσμός μεταξύ ανθρώπων αντίθετου φύλου. Η σύζευξη αυτή είναι αδιάλυτη σύμφωνα με την προσταγή «μη χωριζέτω», που θεωρείται θέμα δογματικό και ως εκ τούτου το αδιάλυτο αυτού δεν θεωρείται ότι έχει μόνο παιδαγωγικό νόημα. Ως εκ τούτου δεν επιτρέπεται η τέλεση δεύτερου γάμου, κατ’ εφαρμογήν της ακρίβειας. Η διάλυση του γάμου δεν επιτρέπεται ακόμη και για λόγους πορνείας.
ζ/ Ιεροσύνη
Είναι ένα από τα μυστήρια της Εκκλησίας και αποτελεί την κεντρική χαρισματική εξουσία, που κατευθύνει και συντονίζει όλες τις υπόλοιπες χαρισματικές εκδηλώσεις του εκκλησιαστικού σώματος, χωρίς να θεωρείται μεσιτεία στην κοινωνία του σαρκωμένου Λόγου. Είναι η εξουσιαστική χαρισματική δύναμη που συντρίβει τις αλλοτριωτικές δυνάμεις της φθοράς και ανακαινίζει τον άνθρωπο, θέτει δε σε λειτουργική έκφραση όλα τα άλλα μυστήρια για να συντελεστεί η αναγέννηση, η κίνηση, η τροφή και η ολοένα και περισσότερο ολοκληρωμένη προκοπή στην τελείωση. Δεν αποτελεί «κάστα», ούτε είναι κληρονομική, διαφέρει δε από τη γενική ιεροσύνη την οποίαν έχουν όλα τα βαπτισμένα μέλη της Εκκλησίας. Το χάρισμα της ιεροσύνης προϋποθέτει την παρουσία του λαού, για να δώσει τους καρπούς, χωρίς τον οποίον ούτε λειτουργία επιτελείται, ούτε μυστήριο. Με απόφαση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου η εκλογή των κληρικών μεταξύ αγάμου και εγγάμου βίου είναι ελεύθερη.
Αντίθετα, στον Παπισμό είναι ένα από τα επτά μυστήρια της Εκκλησίας, που κατευθύνει και συντονίζει όλες τις εκδηλώσεις του εκκλησιαστικού πληρώματος. Η ιερατική εξουσία αυτονομείται έναντι του λαού, ο οποίος χάνει τη σπουδαιότητά του μέσα στο εκκλησιαστικό έργο (ΡΚ). Εδώ, υπάρχει υποχρεωτική γενική αγαμία του κλήρου. Στη Διαμαρτύρηση υπάρχει ένα μοναδικό χάρισμα, που ανήκει σ’ όλο το λαό, η γενική ιεροσύνη και επομένως δεν υπάρχει η ειδική ιεροσύνη.
η/ Μοναχική κουρά
Είναι ένα από τα μυστήρια της Εκκλησίας, στο οποίο το ήδη βαπτισμένο μέλος του εκκλησιαστικού σώματος εισάγεται σε μια διαρκή μετάνοια και αδιάκοπη μνήμη Θεού. Θεωρείται σαν βάπτισμα, γιατί με αυτό ντύνεται ο μοναχός το «αγγελικό σχήμα», συντελείται δηλαδή μια γέννηση στο χώρο της θείας δόξας.
Στον Παπισμό δεν θεωρείται μυστήριο, αλλά μια τελετή, στην οποίον ο μοναχός εισάγεται σε ένα τάγμα με σκοπό τον εξευμενισμό του θείου με τα καλά έργα και την πνευματική άσκηση, ώστε να αποκτηθούν αξιομισθίες.
θ/ Μνημόσυνο κεκοιμημένου
Είναι ένα από τα μυστήρια της Εκκλησίας και αποτελεί την υπέρτατη εκδήλωση αγάπης και συνάμα την κορύφωση της πίστης και της ελπίδας στους ακατάλυτους δεσμούς των μελών του σώματος, όπου δεν μπορεί να κυριαρχεί ούτε ο θάνατος ούτε η λήθη του. Η μνήμη των νεκρών κατά τη λειτουργία και τα μνημόσυνα αποτελούν μυστήριο που χαρακτηρίζει και περιγράφει τον τρόπο του δεσμού μεταξύ των μελών του σώματος. Η μνήμη των νεκρών και η δέηση για τη συγχώρηση των αμαρτιών τους γίνεται βάσει της αδιάσπαστης κοινωνίας «ζώντων και τεθνεώτων» και για να πετύχουν την τελείωση και την «ανάπαυση» τα μέλη, που έχουν προσωρινά αποχωρήσει από το σκηνικό των «αισθητών» σχέσεων. Η ωφέλεια εξάπαντος αφορά τους κεκοιμημένους.
Στον Παπισμό δεν θεωρείται μυστήριο, αλλά απλή τελετή, κατά την οποία γίνεται λόγος για το δυνατό της «ωφέλειας» που ενδεχομένως έχουν οι κεκοιμημένοι, μεγαλύτερη όμως θεωρείται η ωφέλεια που παρέχεται στους ζώντες.
ι/ Εκκλησιαστικός Λόγος
Είναι από τα μυστήρια της Εκκλησίας, που εκφράζεται ως ιεραποστολή και είναι ο λόγος που γεννάει αυτόματα και αμέσως την ενεργειακή πράξη. Ο λόγος του Θεού είναι ζωντανός και πραγματικός, δηλαδή μυστηριακός. Ο λόγος τελεσιουργεί τα μυστήρια, κάνει θαύματα και μεταμορφώνει τα πάντα. Εξ άλλου ολόκληρη η δημιουργία έγινε με τον Θείο Λόγο (δηλ. το Χριστό).
Στον Παπισμό δεν θεωρείται ιδιαίτερο μυστήριο.
Βεβαίως, τα μυστήρια της Εκκλησίας μας δεν εξαντλούνται στα 10 ανωτέρω περιγραφόμενα. Η Εκκλησία μας έχει πλήθος μυστηρίων, η οποία εξ άλλου είναι και η ίδια μέγα μυστήριο, όπως καταγράφεται στην Κ.Δ. ως θεανθρώπινο καθίδρυμα: το σώμα του Χριστού (Κορ. Α΄ 12. 27), το σώμα των αγίων (Πράξ. 9. 32, 41/ 26. 10, Ρωμ. 1. 7, 8. 27, 12. 13, 15. 26, 16. 5), το εκλεκτό γένος (Ρωμ. 8. 33, Κολοσ. 3. 12, Πέτρ. Α΄ 2. 9), το βασίλειο ιεράτευμα (Πέτρ. Α΄ 2. 9), ο Ισραήλ του Θεού (Γαλ. 6. 16) κ.ά. με κεφαλή του σώματος αυτού τον ίδιο το Χριστό.
Όπου υπάρχει επιφοίτηση και συνέργεια του αγίου Πνεύματος, εκεί τελεσιουργείται μυστήριο. Έτσι και στον αγιασμό του νερού τελεσιουργείται μυστήριο με την επίκληση του αγίου Πνεύματος: «υπέρ του αγιασθήναι το ύδωρ τούτο τη επιφοιτήσει και δυνάμει και ενεργεία του αγίου Πνεύματος…..» και όπως τονίζει ο Μ. Αθανάσιος στην «Έκθεσή» του, ο αγιασμός είναι «δύναμη λουτρού παλιγγενεσίας και παρέχει πλούτο ιαματικής δύναμης για κάθε ασθένεια, σωματική ή ψυχική».
Αλλά και η συμμετοχή στη θ. λατρεία είναι μυστήριο, είναι η πρόγευση στη Βασιλεία των Ουρανών, όπου εκεί συντελείται η μεταβολή των τιμίων δώρων με την επενέργεια του αγίου Πνεύματος, όπου Τούτο επιφοιτάται και στους πιστούς («κατάπεμψον το Πνεύμα σου το άγιον εφ’ ημάς…..») και οι πιστοί μεταβάλλονται σε κατά χάριν αγίους («τα άγια τοις αγίοις»).
Και το βάπτισμα στο Πνεύμα είναι μυστήριο, όπου εκεί οι δοξασμένοι (οι «θεούμενοι»), γίνονται κοινωνοί του θαβωρείου φωτός (του ακτίστου φωτός), κάτι που απορρίπτουν παντελώς οι παπικοί, καθότι θεωρούν, ότι η γνώση του Θεού επιτυγχάνεται δια της λογικής και του φιλοσοφικού λόγου.
Αλλά και οι αποφάσεις των αγίων στις Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους είναι μυστήριο, γιατί εκεί επενεργεί και συνεργεί και το άγιο Πνεύμα («έδοξε τω αγίω Πνεύματι και ημίν»). κ.ά.
1.6.18
Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ
ΕΚΛΟΓΗ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ
Με αφορμή την τελευταία εκλογή Αρχιεπισκόπου, είδαν το φως της δημοσιότητας πάλι άρθρα και γνώμες πάνω στην εκλογή αυτή, που δείχνουν, ότι στερούνται γνώσεων Εκκλησιολογίας, Εκκλησιαστικής Ιστορίας, αλλά και του Κανονικού Δικαίου της Εκκλησίας, όπως θα φανεί, πιστεύουμε, στην παρακάτω ανάλυσή μας:
Τα άρθρα αυτά, είναι μια απάντηση κυρίως στο ερώτημα των ανθρώπων, πως πρέπει να διενεργείται η εκλογή του Αρχιεπισκόπου και η απάντηση είναι, ότι θα πρέπει να γίνεται, όπως ακριβώς λέει ο λόγος του Θεού, το οποίον αναπτύσσουν και θέτουν και προτάσεις, όπως η μετάκληση στη θέση του Αρχιεπισκόπου ενός Μητροπολίτη για 3-4 χρόνια.
Η εκλογή Επισκόπου αναφέρεται μια φορά στην Κ.Δ. κατά την εκλογή του αποστόλου Ματθία, μετά το θάνατο του Ιούδα (Πράξ. 1. 12-26) και είναι όπως ακριβώς αναπτύσσεται στα άρθρα αυτά. Η παραπομπή στο χωρίο αυτό των Πράξεων των αποστόλων σηματοδοτεί και τον τρόπο της εκλογής των Επισκόπων στους αποστολικούς χρόνους. Τα κύρια σημεία της πράξης αυτής είναι δυο. Το πρώτο σημείο είναι η συνάθροιση των πιστών της Εκκλησίας, του κλήρου (των αποστόλων) και του λαού, ανδρών και γυναικών και η πρόταση από αυτούς προσώπων για την κενούμενη θέση. Το δεύτερο σημείο είναι η κλήρωση μεταξύ των προτεινομένων προσώπων για την τελική εκλογή. Στην α΄ περίπτωση έχουμε επέμβαση των ανθρώπων, ενώ στην β΄ περίπτωση έχουμε επέμβαση του Θεού.
Από τις αρχές του 2ου αιώνα ο Επίσκοπος εκλεγόταν από τον κλήρο και το λαό της τοπικής εκκλησίας και χειροτονείτο από πλησιόχωρους επισκόπους, σύμφωνα με το πρότυπο της εκλογής του αποστόλου Ματθία. Επομένως, η συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου είχε πρωτεύουσα σημασία στην εκλογή των Επισκόπων και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις (Αμβρόσιος Μεδιολάνων, Συνέσιος Πτολεμαΐδας, Νεκτάριος ΚΠόλεως κ.ά.) εξελέγησαν Επίσκοποι κατηχούμενοι ή και αλλόθρησκοι. Πλην όμως, η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος με τον δ΄ κανόνα άλλαξε την πρακτική αυτή και απέκλεισε την εκλογή από το λαό, όρισε δε ότι αρμόδια για την εκλογή των επισκόπων της επαρχίας είναι η επισκοπική σύνοδος, χωρίς βεβαίως να αγνοείται και η εκπεφρασμένη πολλές φορές γνώμη της τοπικής εκκλησίας (Cod. Just. I, 3, 41. Νεαρές 136, 1. 137, 2), η οποία γίνεται με κατακύρωση της εκλογής από το λαό δια βοής και βέβαια εκ των υστέρων.
Στον ανωτέρω κανόνα δ΄ της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου του 325 προστέθηκαν οι κανόνες ιστ΄, ιθ΄, και κγ΄ κανόνες της Συνόδου της Αντιόχειας του 341, οι ε΄, ιβ΄ και ιγ΄ κανόνες της Συνόδου της Λαοδίκειας του 364, ο ιγ΄ κανόνας της Συνόδου της Καρθαγένης του 418 και ο γ΄ κανόνας της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου του 789. Έτσι, δυο κανόνες οικουμενικών Συνόδων και επτά κανόνες Τοπικών Συνόδων αποκλείουν τη συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στην εκλογή Επισκόπου μιας επαρχίας και έτσι η επαρχιακή σύνοδος παραμένει το κυρίαρχο εκκλησιαστικό όργανο για την εκλογή των επισκόπων. Η συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου στην εκλογή των Επισκόπων περιορίζεται στην εκ των υστέρων δια βοής αποδοχή ή μη της εκλογής με την κραυγή «άξιος» ή «ανάξιος».
Όσον αφορά τα της εκλογής Επισκόπου αποκλειστικά από Πρεσβυτέρους διαλαμβάνει ο ιζ΄ κανόνας της ΑΒ΄ Συνόδου του 861 επί Μ. Φωτίου, με πρωτοβουλία του και εξ αφορμής της ανόδου αυτού στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο της ΚΠολης απευθείας από την τάξη των λαϊκών. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, απαγορεύεται η εκλογή σε Επίσκοπο λαϊκού ή Μοναχού, αλλά και κληρικού κάτω του βαθμού του Πρεσβυτέρου (πάντοτε αγάμου βέβαια), καθότι θα πρέπει να έχει προηγηθεί η χειροτονία του λαϊκού σε Αναγνώστη, Υποδιάκονο, Διάκονο και Πρεσβύτερο και την παραμονή του σε ένα έκαστο των βαθμών αυτών από επτά ημερών έως τριών μηνών, χρόνο ικανό, για να αποδείξει «και την πίστιν και την καλοκαγαθίαν των τρόπων και την στερρότητα της γνώμης του». Ο κανόνας αυτός θεσπίστηκε με πρωτοβουλία του Μ. Φωτίου, για να κατασιγαστεί η αντίδραση του Ρώμης Νικολάου Α΄ για την εκλογή του απευθείας από την τάξη των λαϊκών, καθώς και των Πατριαρχών Νεκταρίου, Ταρασίου και Νικηφόρου. Από αυτούς, αλλά και από άλλους Επισκόπους έχουμε εκλογή από κατηχούμενο όπως οι Νεκτάριος και Αμβρόσιος, αλλά και από ειδωλολάτρες, όπως ο Συνέσιος.
Οι συντάκτες των άρθρων αυτών συχνά παραθεωρούν τα του τόμου του 1850, με τον οποίον αναγνωρίσθηκε η αυτοκεφαλία της Ελλαδικής Εκκλησίας. Σύμφωνα με αυτόν, δεν υπάρχει προκαθήμενος, αλλά προκαθημένη και αυτή είναι η Σύνοδος και ο Μητροπολίτης Αθηνών, ως ο Επίσκοπος της πρωτεύουσας της χώρας, αυτοδικαίως προεδρεύει της προκαθημένης Συνόδου και τίποτε περισσότερο. Έτσι, αν η Πολιτεία μεταφέρει την πρωτεύουσα της χώρας σε άλλη πόλη, π.χ. στην Πάτρα, τότε ο Πατρών θα προεδρεύει της προκαθημένης Συνόδου.
Επομένως, σύμφωνα με τον ανωτέρω Τόμο και τους κανόνες της Εκκλησίας, η εκλογή του Μητροπολίτη Αθηνών (με τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου) πρέπει να γίνεται από τους υπολοίπους Μητροπολίτες της Ελλαδικής Εκκλησίας και μόνον και η εκλογή θα πρέπει να γίνει από Πρεσβύτερο αυτής ή άλλης επαρχίας. Η μετάθεση Επισκόπου από άλλη επαρχία και η εκλογή του στη Μητρόπολη Αθηνών, ούτε από τους Ι. Κανόνες προβλέπεται, αλλά τουναντίον απαγορεύεται από άλλους κανόνες (ιδ΄ Αποστολικός, ιε΄ Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, α΄ Συνόδου Σαρδικής). Είναι γνωστό, από την εκκλησιαστική ιστορία, ότι με τον ανωτέρω Τόμο ορίζετο ο Μητροπολίτης Αθηνών και Έξαρχος πάσης Ελλάδος, που σημαίνει εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αργότερα δε (1923) αυτός μετονομάσθηκε, από την Ελλαδική Εκκλησία, σε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, όπου απαλείφθηκε ο όρος «Έξαρχος».
Η μετάκληση στη θέση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Επισκόπου άλλης επαρχίας για 3-4 χρόνια έχει προηγούμενο στην εκλησιαστική ιστορία και έχει καταδικαστεί από την Εκκλησία. Συγκεκριμένα, υπήρχαν μερικοί Χριστιανοί στην Εκκλησία της Κορίνθου, οι οποίοι αμφέβαλλαν αν ο Επίσκοπος της Εκκλησίας έπρεπε να έχει μόνιμο αξίωμα ή θα έπρεπε να αντικαθίσταται από άλλον μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, αμφέβαλλαν δηλαδή, για το λεγόμενο «ανεξάλειπτο της Αρχιερωσύνης», γιατί οι Επίσκοποι μιας πόλης κατέχουν μόνιμα το αξίωμά τους και δεν είναι σαν τους κρατικούς λειτουργούς, που μετά από ορισμένα χρόνια υπηρεσίας φεύγουν από τη θέση τους ή μετατίθενται σε άλλη υπηρεσία. Το πρόβλημα το πληροφορήθηκε ο Ρώμης Κλήμης Α΄ (88-97) και απέστειλε την Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του, στην οποίαν αναφέρει, ότι κανείς δεν επιτρέπεται να αντικαταστήσει τον Επίσκοπο μιας πόλης, γιατί αυτός έχει κατασταθεί στη θέση αυτή από τους Αποστόλους ή τους διαδόχους τους και είναι μόνιμος στη θέση του αυτή. Η Εκκλησία κατακύρωσε συνοδικά τη θέση αυτή του αγίου Κλήμη περί της ισοβιότητας του Επισκόπου στην επαρχία του, ως εξής: «Επίσκοπος ουκ εκβάλλετα της εαυτού επισκοπής» (α΄ Κυρίλλου Αλεξανδρείας), «ου δύναται διδόναι παραίτησιν» (επιστολή Γ΄ Οικουμενικής και μθ΄ Καρθαγένης), «ουκ εκβάλλεται της επισκοπής» (ιστ΄ ΑΒ΄ Συνόδου).
Από τις ανωτέρω καταγραφές βγαίνει το συμπέρασμα, ότι:
1/ η εκλογή Επισκόπου σε μια πόλη γίνεται αποκλειστικά από τους συνεπισκόπους του και όχι από το λαό,
2/ δεν μπορεί να εκλεγεί στη θέση αυτή Επίσκοπος άλλης πόλης, δια του μεταθετού (με το πιο φοβερό επιτίμιο, αυτό της στέρησης της θ. κοινωνίας εν ώρα θανάτου).
3/ η εκλογή Επισκόπου γίνεται από τους Πρεσβυτέρους της αυτής ή άλλης πόλης και
4/ η θέση του Επισκόπου είναι μόνιμη και επομένως απαγορεύεται η εκ περιτροπής τοποθέτηση Επισκόπου σε μια πόλη.
Στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, οι όροι που τηρούνται και είναι σύμφωνοι προς τους κανόνες της Εκκλησίας είναι ο πρώτος και ο τέταρτος, ενώ στην περίπτωση του δεύτερου και τρίτου παραβαίνονται σαφώς οι Κανόνες αυτοί.
13.5.18
Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ