«Βδέλυγμα σε τόπο άγιο»
Χρήστος Γιανναράς ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 01-09 -2019
Η επιφυλλίδα επιτρέπεται να αιθεροβατεί – είναι φιλολογικό είδος, δεν πειθαρχεί στις απαιτήσεις επικαιρότητας της ειδησεογραφίας.
Στην οργάνωση και στη λειτουργία του ελλαδικού κράτους, ποια δεδομένα δεν είναι ελληνικά, δεν τα γέννησε η σοφία της ανάγκης, η εμπειρική παράδοση του Ελληνισμού; Είναι πολλά, ας ξεχωρίσουμε τρία: Ο διακοσμητικός ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δηλαδή το συγκεντρωτικό κράτος. Επίσης, η προτεραιότητα δάνειων ιδεολογημάτων (όχι της επιχώριας ανάγκης) στην άσκηση της πολιτικής. Και η αλλοτρίωση του εκκλησιαστικού κοινωνικού θησαυρίσματος σε «επικρατούσα θρησκεία».
Η θρησκεία συνήθως είναι θεσμοποιημένη αγοραπωλησία: κάποιοι πουλάνε, κάποιοι αγοράζουν. Πωλούνται χρηστικά ωφελιμοθηρικά προτάγματα, αγοράζονται παρηγορητικές ψευδαισθήσεις. Το κράτος κατοχυρώνει τη συναλλαγή, διότι του εξασφαλίζει λιγότερο φόρτο δουλειάς για την αστυνομία και τα δικαστήρια. Αλλοτριώνει θεσμικά σε θρησκεία (σε ατομοκεντρικό νομικισμό και ηθικοπλαστική προπαγάνδα, δηλαδή σε «κήρυγμα») την ανατροπή της θρησκείας, που είναι ο εκκλησιαστικός γιορτασμός της ζωής. Παραβλέπει το κράτος ότι μπροστάρηδες στη Γιορτή της Εκκλησίας είναι ο ληστής, η πόρνη, ο άσωτος. Στη θέση της τολμηρής απελευθερωτικής ανατροπής, το κράτος αντιτάσσει ένστολους υπαλλήλους της δημόσιας τάξης και του καθωσπρεπισμού.
Οι θρησκευτικοί υπάλληλοι του κράτους διαβαθμίζονται – οι υψηλόβαθμοι είναι ογδόντα δύο (82) «μητροπολίτες». Πώς επιλέγονται; Πρέπει να είναι άγαμοι (όχι έμπειροι μοναστικής άσκησης, απλώς απάντρευτοι). Να έχουν και πτυχίο «πανεπιστημιακής» Θεολογικής Σχολής. Με ποια διαδικασία εκλέγονται; Μόνο με παρασκήνιο – η ψηφοφορία είναι μυστική, οι εκλέκτορες δεν αιτιολογούν την ψήφο τους. Πρόκειται για το απόλυτο της αυθαιρεσίας.
Η μετάβαση από τη βαθμίδα του «πρεσβυτέρου» (ιερέα) στη βαθμίδα του μητροπολίτη επισκόπου συνιστά υπαρκτική μετάλλαξη, κυριολεκτική – από σερνάμενη κάμπια σε χρυσοστολισμένη πεταλούδα. Το ασήμαντο, καλογεροφορεμένο «παπαδάκι» μεταμορφώνεται ακαριαία σε πρίγκηπα, γίνεται αφέντης, δεσπότης, μπορεί και τριανταπεντάρης αλλά σεβασμιότατος, όλοι γονατίζουν μπροστά του και τον προσκυνούν.
Συχνά διαχειρίζεται χρήματα πολλά, αλλά τον άνθρωπο τον αλλάζει κυρίως η δύναμη, η εξουσιαστική ισχύς, το ακαταμάχητο κύρος του αξιώματος. Και μαζί, το αιφνίδιο της ριζικής μεταβολής. Ο φτωχός, χιλιοταπεινωμένος στις σημερινές συνθήκες «παπάς», που τον έχει λιώσει η μοναξιά και η περιθωριοποίηση, «εξαίφνης» γίνεται οικοδεσπότης επισκοπικής έπαυλης, συχνά διώροφης ή τριώροφης, με κήπο, ανθοκομική ποικιλία, υπηρετικό προσωπικό, ένα ή και «στόλο» αυτοκινήτων, με οδηγό ή οδηγούς, μάγειρα, οικονόμο.
Αυτή η ονειρώδης «μεταστοιχείωση» κερδίζεται με ένα πτυχίο Θεολογικής, που το παίρνει πια σήμερα ο πάσα ένας. Το μεγαλωμένο συνήθως στην ένδεια, συμπλεγματικό χωριατόπουλο, χωρίς εμπειρία και εθισμούς στην αστική συμπεριφορά, μεταφυτεύεται σε συνθήκες και όρους άρχοντα. Επίσημα δείπνα, συνεχής συγχρωτισμός με τους σκληροπετσωμένους της εξουσίας, αλισβερίσια μυθικών κονδυλίων, περίγυρος αδίστακτων κερδομανών.
Και όταν «λειτουργεί», τα παραισθησιογόνα κορυφώνονται: Ο χθεσινός «Μήτσος», «Κώτσος» ή «Παναγής» ντύνεται ακέραιη τη στολή τού άλλοτε απόλυτου μονάρχη της «οικουμένης»: Σάκο αυτοκρατορικό και μανδύα με «ουρά», μίτρα και σκήπτρο επίσης του «άρχοντος και δεσπότου βασιλέως», με τον διάκονο να του κρατάει την «ουρά». Αυτά όλα, με καταιγιστικούς τους πολυχρονισμούς και άφθονο το θυμίαμα, όχι στον καθεδρικό, της πρωτεύουσας του κράτους ναό, αλλά και στο τελευταίο κουτσοχώρι όπου ιερουργεί «δεσπότης».
Από όλα αυτά τίποτε δεν είναι ανάγκη να αλλάξει στην ιεροτελεστία, αρκεί να λείψει το ψέμα και η αφόρητη αδικία. Είναι πρόκληση και μάλιστα βάναυση, άνθρωποι τόσο ελάχιστων προσόντων ή και κραυγαλέα ανύπαρκτης σοβαρότητας να έχουν μεταβάλει ένα τεράστιας δυναμικής λειτούργημα σε λαχείο, που μεταμορφώνει θλιβερούς σπιθαμιαίους σε υπερευνοημένους μεγιστάνες. Το μυστικό για να μην χαθεί τίποτα και όλα να μεταμορφωθούν, είναι να προταχθεί η δίψα και ανάγκη για ανθρώπινη ποιότητα.
Ανοίξτε την ετήσια έκδοση «Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος», όπου απογράφονται τα βιογραφικά σημειώματα όλων των μητροπολιτών. Είναι ίλιγγος: για τη συντριπτική πλειονότητα, τα προσόντα εξαντλούνται στο πτυχίο της Θεολογικής και σε θητεία ιεροκήρυκα, δηλαδή αμειβόμενου προπαγανδιστή. Με αυτά τα δύο «εφόδια» γίνεσαι από πληβείος άρχοντας πολυζήλευτος. Ακόμα και υπουργό σήμερα δεν σε κάνουν με ένα πτυχίο και κάποια θητεία προπαγανδιστή. Δεσπότη, αν έχεις αποδείξει ότι είσαι (και θα παραμείνεις) πειθήνιος, σε χειροτονούν.
Μέσα από διαβλητές και εξοργιστικά άδικες διαδικασίες εκλογής, το «σώμα» των επισκόπων-μητροπολιτών στο ελλαδικό κρατίδιο έχει να επιδείξει (αλλά δεν το κάνει) και κάποια δείγματα εξαιρετικής ανθρώπινης ποιότητας. Είναι μια μειονότητα πολύτιμη, αλλά μάλλον ανενεργός συνοδικά. Θα ήταν ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς ποιοι παράγοντες ή ποιοι συντελεστές παγιδεύουν αυτή την ποιότητα στην ατολμία. Είναι πρόβλημα που πιστοποιείται σε πολλούς κομβικής λειτουργίας θεσμούς στο παρακμιακό μας Ελλαδέξ.
Ασυγκρίτως οδυνηρότερη από την πλημμυρίδα της ανικανότητας και φαυλότητας, είναι η παραλυτική ατολμία της ποιότητας.
——————————————————————————————————————————————————-
Β.Γράμμα στους Επισκόπους
Συγγραφέας: Μαρτζούχος π.Θεοδόσιος
Περιοδικό Σύναξη
Τεύχος 142, Απρίλιος-Ιούνιος, 2017
Σεβασμιώτατοι Πατέρες,
Ξεφυλλίζοντας ο καθένας μας το Ευαγγέλιο του Χριστού, βλέπει έκπληκτος ότι ο Χριστός αντιμετώπιζε τις οποιεσδήποτε αντιρρήσεις και διαφορετικές γνώμες με διάθεση ειρηνική και φωτιστική των λαθών.
Ποτέ δεν εξέφρασε απόρριψη ή εκνευρισμό για άποψη ή γνώμη κάποιου, έστω και αν δεν την θεωρούσε σωστή. Ακόμα και στην «επ’ αυτοφώρω» μοιχευομένη, ο Χριστός δεν εκφράστηκε με τρόπο τραυματικό γι’ αυτήν. Και όπως γράφει για το περιστατικό ο Αυγουστίνος, στο υπόμνημά του στο Κατά Ιωάννην, «… έφυγαν όλοι και έμειναν το Έλεος και η ελεεινή…»!!!
Καθώς τα σκέπτομαι αυτά, και εγώ ένας κληρικός με ιερατικό παρελθόν σχεδόν σαράντα χρόνων (37 ολόκληρα, εκ των οποίων τα 26 με διοικητική αρμοδιότητα) αναλαμβάνω να γράψω σ’ Εσάς, τους υπεύθυνους αλλά και υπόλογους της ποιότητας της Αγίας Ιερωσύνης, μερικές σκέψεις που μου γεννήθηκαν από την ανάγνωση της Εγκυκλίου 2984 της Ιεράς Συνόδου «Περί των Ιερατικών κλήσεων», 8 Φεβρουαρίου 2017, η οποία αφορά και παρουσιάζει γενικώς το πρόσωπο του κληρικού, του φορέα και εκφραστή αυτής της Ιερωσύνης.
Ελπίζω να μην αντιμετωπισθώ με το γνωστό δίπολο, ή μουγγαμάρα ή επίθεση! Δεν θέλω, απ’ την μια, να κάνω τον δάσκαλο σε κανένα, αλλά μόνον να θέσω θέματα, που κάθε μέρα βρίσκονται μπροστά μας, δίνουμε όμως την εντύπωση ότι δεν τα βλέπουμε!! Απ’ την άλλη πάλι, μέσα στα παπαδικά περιβάλλοντα βαρέθηκα τόσα χρόνια να ακούω… «ανυπόγραφα» κουτσομπολιά, αλήθειες που δεν εκστομίζονται, παρατηρήσεις που μένουν ανενεργείς, πόνο που γίνεται… ανόνητος (= ατελέσφερος, χωρίς καν κατάληξη). Οι ψυχές των κληρικών ατυχώς υλοποιούν και ενσαρκώνουν τις παρατηρήσεις του εθνικού μας ποιητή: «όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά».
Δεν νομίζω ότι έχει σημασία ποιος είναι ο συντάκτης του περιεχομένου της εγκυκλίου! Την ευθύνη των λεγομένων και διδασκομένων, έχουν οι υπογράφοντες. Κανείς δεν μπορεί να μετακυλήσει την ευθύνη σε άλλον, αφού προσυπογράφει.
Κατά επιεική χαρακτηρισμό, η εγκύκλιος είναι κείμενο… άλλης εποχής. Φαντάζεται μια κοινωνία πατριαρχικά δομημένη, σχεδόν στην κατάσταση… Padre padrino (πατέρας αφέντης). Το όλο σκεπτικό είναι δομημένο στην διήκουσα έννοια ενός «καλού σπιτιού», που, όπως γράφει η εγκύκλιος, πρέπει να επιτρέπει στα άρρενα μέλη του να γίνονται ιερείς ή μοναχοί, για να έχει (το σπίτι) την ευλογία του Θεού, ειδάλλως θα δώσουν λόγο και… «ἐμοί ἐκδίκησις ἐγώ ἀνταποδώσω λέγει κύριος…» (σελ. 2-3)!! Κατά την εγκύκλιο, οι γονείς πρέπει να… φιλοδοξούν (sic) να δώσουν ιερείς στην Εκκλησία και να μη φοβούνται ότι τα αγόρια τους δεν θα… ανέλθουν κοινωνικώς (!), πράγμα που η εγκύκλιος υποδορίως συμμερίζεται, αφού αντισταθμιστικά παρακάτω λέει… «να ακουστεί η λογική του Θεού που τα καλεί για κάτι πιο ευγενικό και θείο»!! Απογείωσις, σε όλα αυτά είναι η απαράδεκτη διαβεβαίωση ότι: «ο Θεός χάρισε τα παιδιά στους γονείς για να εκπληρωθούν τα σχέδιά Του»!!! Άραγε σε όσους δε χαρίζει παιδιά… δεν εκπληρώνονται τα σχέδιά Του; Και επιτέλους ποιος μπορεί να μιλήσει αξιωματικά για τα σχέδια του Θεού;! Άραγε μόνον μέσω της ιερωσύνης εκπληρώνονται; Αυτοί που δεν θα γίνουν (για χίλιους λόγους) ιερείς, χάνουν την ευκαιρία να εκπληρώσουν τα σχέδια του Θεού; Και όσοι εκ των ιερέων καθαιρούνται και αποσχηματίζονται από επιλογή ή από αμαρτίες τους πώς άραγε εκπληρώνουν τα σχέδια του Θεού;
Η αμεσότητα της πιεστικής ανάγκης για ύπαρξη ιερέων, δεν πρέπει να μας κάνει να υπερβάλουμε παραλογιζόμενοι θεολογικά!
Με ένα λόγο, η εγκύκλιος δεν λέει κάτι που μπορεί να αφορά σημερινό άνθρωπο, χριστιανό συνειδητοποιημένο, γονιό ή όχι, και το χειρότερο ασχολείται με τέτοιο τρόπο με το θέμα, σα να πρόκειται για ζήτημα απλής επαγγελματικής αποκατάστασης.
Το θέμα όμως μένει. Η υπόθεση της Ιερωσύνης και των χειροτονιών, πέραν του ότι δεν λύνεται με… εβδομάδες ιερατικών κλήσεων (τις εγκατέλειψαν και οι αδελφοί μας οι καθολικοί, απ’ τους οποίους τις αντιγράφετε…), ούτε με μια ανάγνωση εγκυκλίου προς ένα κουρασμένο (και ως επί το πλείστον ηλικιωμένο και άρα άσχετο με το θέμα!) εκκλησίασμα, παραμένει θέμα ΠΕΛΩΡΙΟ.
Παραμένει ως θέμα (ένα ακόμα…) στα όσα αντιμετωπίζουμε με επιπολαιότητα και «στο γόνατο». Η ποιμαντική φροντίδα και η αντιμετώπιση της κατήχησης ανθρώπων στην πίστη και της μέριμνας για την πνευματική τους ωρίμανση (καθοδήγηση-εξομολόγηση) δεν μπορεί να είναι υποθέσεις καλής διάθεσης (διαπιστωμένης και πραγματικής) και μόνον. Χρειάζεται απαραιτήτως ΣΠΟΥΔΗ και χρόνος και ηλικιακή ωριμότητα. Χρειάζονται ιερατικές σχολές που δεν θα είναι «συλλέκτες» των αποτυχημένων (σε άλλες σχολές με υψηλές απαιτήσεις) φοιτητών. Σχολές στις οποίες για να περάσεις έχεις αποφασίσει εκ των προτέρων την αποκλειστικότητα του θέματος και μπορείς να ανταποκριθείς στα υψηλά standards των απαιτούμενων για εισαγωγή. Δεν επιτρέπεται, όπως λέει ο Κ. Οικονόμος στο μνημόσυνο του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’, να καταντά η Αγία Ιερωσύνη… αποκούμπι για «… χωλούς και ἀνάπηρους ψωμοζῆτες…».
Μια ολόκληρη σπουδή, και ένας σαφής προσανατολισμός, πρέπει να γίνουν απαράβατοι όροι για χειροτονία, σε συνδιασμό με την συμμαρτυρία που θα περιγράφει την ποιότητα των προσώπων όχι μόνον στις κατ’ ιδίαν εξομολογήσεις του, αλλά και την γενικότερη κοινωνική του παρουσία, δράση και δυνατότητες. Πρέπει να σβήσει απ’ τις συνειδήσεις και τα στόματα των χριστιανών η δαιμονική παροιμία «οἱ τοῦ βίου ναυαγοί του Ὑψίστου λειτουργοί»!!
Εννοείται ότι η αρχική και εναρκτήρια σπουδή με τις προϋποθέσεις που προαναφέραμε, δεν θα είναι ένα γεγονός αρχικό και τελευταίο συγχρόνως! Κάθε δεκαετία (τουλάχιστον) είναι αναγκαία η μετεκπαίδευση στα δεδομένα, τις συνθήκες και τις ανάγκες που θα έχουν προκύψει.
Παραμένει ως θέμα, που φανερώνει την ύπαρξη ή μη ζωτικής ορμής στο σώμα της Εκκλησίας μας το ποιοι διαλέγουν την Ιερωσύνη ως τρόπο ζωής. Θέμα που αφορά φυσικά και την αυτοσυνειδησία του πληρώματος και την παρουσία και την εικόνα της Εκκλησίας στους… έξω! Γεγονός που επίσης έχει δύο όψεις: α. την τηλεοπτική και των sites, την οποία οικοδομείτε Εσείς κατά κύριο λόγο· και β. την καθημερινή, την οποία χτίζουμε εμείς οι εφημέριοι στις ποιμαντικές αναστροφές και σχέσεις. Στοιχειώδης ειλικρίνεια μας αναγκάζει να ομολογήσουμε, ότι στην πλευρά σας το βάρος είναι στο θεαθήναι και στην πλευρά μας, παρά τις επαινετές ευάριθμες εξαιρέσεις, στο… (χρηματικώς) «οικονομηθήναι»!
Ας ακουμπήσουμε όμως το δάκτυλο στις ουσιαστικές πληγές, που παραμένουν ανοικτές, μας ταλαιπωρούν όλους και περιμένουν θεραπεία.
Εκκλησιαστική κοινότητα, πρέπει να το ομολογήσουμε όλοι, δεν υπάρχει! Ή έστω βρίσκεις αφάνταστα δύσκολα! Παραδοσιακά χριστιανοί οι Έλληνες, βαπτισμένοι ανεπιγνώστως και αφημένοι στα «χέρια» γονιών που κάθε άλλο παρά γνώριζαν ή γνωρίζουν το μυστήριο της πίστης, ως κάτι ουσιαστικότερο και περισσότερο, από ένα ιστορικοεθνικό γεγονός, «ιερό και σεβάσμιο» έθιμο, πώς να μπορέσουν να συνοικοδομηθούν σε απαρτισμό και φανέρωση του Σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας; Με τι ψυχικό δυναμισμό και ποια ζωτική ορμή να σαρκωθεί η Πίστη, όταν είναι ο μεγάλος αγνοούμενος και άγνωστος; Και πώς να μην είναι έτσι, όταν στην πράξη καταργήθηκε ο πανάρχαιος κανόνας Lex orandi Lex credendi, λόγω του ότι στην άγνοια της πίστεως ήρθε επιτάφια πλάκα η άγνοια της γλώσσας της προσευχής, και άρα απεκλείσθη η κατήχηση μέσω της κοινοτικής προσευχής;!
Με κολλημένη την επίσημη έκφραση της Εκκλησίας στον γλωσσικό τύπο των αρχαίων Ελληνικών, πιστεύετε στα σοβαρά, ότι μπορεί να υπάρξει σήμερα λειτουργική επικοινωνία; Να απευθυνθεί κανείς με την κοινή λατρεία στα νεαρά παιδιά, για να τους διδάξει την προσευχή και την θεολογία του Σώματος του Χριστού; Να αντιμετωπίσει τις απορίες και τις αντιρρήσεις τους αποδοτικά; Να αφήσει να μιλήσουν σ’ αυτά (στα παιδιά δηλαδή) τα λατρευτικά κείμενα και η Βιβλική γλώσσα, (που πρέπει να το αναγνωρίσουμε, είναι γλώσσα μιας άλλης εποχής και με κοινωνικές εικόνες μια κοινωνίας «ὅλως ἄλλης»), που θα τους παρουσιάσουν το διαχρονικό πρόσωπο του Χριστού και τον τρόπο αγάπης και λατρείας Του; Που θα τους παρουσιάσουν ένα Θεό αγάπης και οικτιρμών, ο Οποίος τα προσκαλεί να τα αναπαύσει και να τα γαληνεύσει, και όχι ένα Θεό επιτηρητή της κάθε σκέψης και στιγμής της ζωής τους; Να τα «ζεστάνει» με την αμεσότητα της εγγύτητας της μητρικής θαλπωρής και όχι να ψάχνει πλαστό και θνησιγενές κύρος με την επιβλητικότητα της «μεγαλειώδους» επιβολής μιας μεσαιωνικής πανοπλίας; Τι δυνατότητα πρόσκτησης της διδασκαλίας της πίστεως μένει για αυτά τα νεαρά παιδιά [μέχρι τα 16, που τυπικώς συνακολουθούν τους γονείς (όσους το… συνηθίζουν) στην Θεία Λειτουργία] τα οποία παιδιά είναι παντελώς ξένα με τον γλωσσικό λατρευτικό τύπο; Μη μας πείτε το κήρυγμα… γιατί θα γίνει κλαυσίγελως!! Μόνον εθελοτυφλούντες (και εθελοκωφεύοντες…) δεν συμφωνούν, ότι η πλειονότητα των κηρυγμάτων είναι στην κατηγορία που περιγράφει ο μακαρίτης αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος Μηνόπουλος: «Αἱ κατά Κυριακήν εὐσεβεῖς φλυαρίαι».
Πώς περιμένουμε αναγέννηση και αλλαγή, όταν η προσευχή είναι ακατανόητη ρουτίνα, που κανέναν δεν γοητεύει ουσιαστικά, αλλά προσπαθούμε με Τυπικά (νεκρό γράμμα) και συναισθηματισμούς ατμοσφαιρικούς (μακρές ψαλμωδίες, εικόνες, λείψανα, διακοσμήσεις ναών, θρησκευτικά shows) να φτιάξουμε «δολώματα» έχοντας σύγχυση για το ποια είναι η αλιεία στην οποία μας κάλεσε όλους ο Χριστός; Στη Θεία Λατρεία άλλωστε δεν υπάρχουν ενεργητικοί και παθητικοί ρόλοι (του ιερέα αφ’ ενός και του εκκλησιάσματος αφ’ ετέρου), αλλά διαφορετικοί τρόποι πρόσβασης στο κοινό ενέργημα.
Στις Ενορίες μας, που δεν είναι καθόλου όπως είπαμε κοινότητες, σοβεί ένα κλίμα ήδη από πολλά χρόνια άρρωστο, που αξιολογεί τους κληρικούς ως ρυθμιστές και υπεύθυνους των πάντων, ενώ οι λαϊκοί δεν έχουν προσδιορισμένα δικαιώματα και ρόλους, ούτε καν για την εκλογή αυτών που θα τους εκπροσωπούν και θα αποτελούν το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, αυτό που διοικεί την Ενορία στα τεχνικά και ουσιαστικά θέματα της! Ο απαράδεκτος απαξιωτικός χαρακτηρισμός των λαϊκών μελών της Εκκλησίας ως… «παντελονάδων», δείχνει το μέγεθος του ρήγματος, αλλά και της α-νοησίας.
Μάταια ο προφήτης φωνάζει: «Δεν σας φτάνει που πίνετε από καθαρό νερό; Πρέπει να θολώνετε με τα πόδια σας το υπόλοιπο; Γιατί; Είναι υποχρεωμένο το κοπάδι μου να τρώει ό,τι εσείς έχετε πατήσει και να πίνει ό,τι εσείς έχετε θολώσει με τα πόδια σας; Γι’ αυτό, εγώ Κύριος ο Θεός, δηλώνω πως θα προστατέψω τα αδύναμα πρόβατα από εσάς τα δυνατά» (Ιεζ. 34, 18-20). Γιατί βεβαίως όλοι είμαστε πρόβατα του Χριστού, όπως ερμηνεύει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Η διάκριση ποιμένες και πρόβατα είναι κατά το ανθρώπινο· για τον Χριστό, πάντες πρόβατα».
Η αβάσιμη «θεολογία» ότι οι κληρικοί υπάρχουν κατ’ εκλογήν του αγίου Πνεύματος επιδιώκει να «γεννήσει» ψεύτικο κύρος θεόθεν επιβολής. Ακόμα προχθές (Φωνή Κυρίου, 30 Απριλίου 2017) οι καημένοι οι χριστιανοί βομβαρδίστηκαν με την απίθανη ατάκα: «Γνωρίζει κάλλιστα ὁ Χριστός ποιούς θέτει στό πηδάλιο τοῦ νοητοῦ σκάφους τῆς Ἐκκλησίας Του» (σελ. 71). Αυτός, ο… έχων λόγους να λέει τέτοια διδάσκαλος, ξεχνάει πόσους αιρετικούς, πόσους αρνησίχριστους, πόσους αλητόβιους (καθηρημένους και μη) κληρικούς, όλων των βαθμών, συναντάμε στο εκκλησιαστικό παρελθόν, αλλά και στο τώρα;; («Το λουλούδι της ανοσιότητος φυτρώνει μόνο πλάι στην περιοχή του οσίου. Πουθενά δεν είναι ο πειρασμός πιο πετυχημένος απ’ ότι είναι στα σκαλιά του θυσιαστηρίου» C. S. Lewis) Λες, παππούλη, να τους διάλεξε κι αυτούς ο Χριστός; Για κάθε εκλογή θα δώσουν λόγο οι εκλέκτορες. Τελεία και παύλα. (Άγιος Λέων ο Μέγας).
Όλα τα παραπάνω είναι θεολογικώς απαράδεκτα και πρακτικώς αδιανόητα, όμως αυτά είναι τα ισχύοντα στις ενορίες και στην Εκκλησία. Με τέτοια δεδομένα… πασαλειμμένα και με ευλάβειες και χαζοψευτοταπεινώσεις (και από πάνω, με το άγχος μήπως ιεροκατηγορούν!), τρέφουμε και μεγαλώνουμε πνευματικά τους χριστιανούς μας. Τους γεμίζουμε μεγαλοστομίες για την συνοδικότητα και την δημοκρατικότητα (sic) της ορθοδόξου Εκκλησίας και τους εκχωρούμε το πελώριο προσόν και τον αξιόμισθο ρόλο να περιφέρουν τους δίσκους συλλογής χρημάτων! Να κάνουν τον έρανο αγάπης και να μαγειρεύουν στα συσσίτια! Για τα οποία συσσίτια εμείς οι κληρικοί «κάνουμε μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα», αφού όχι μόνον άλλοι συγκεντρώνουν χρήματα και τρόφιμα, αλλά και άλλοι κουράζονται φροντίζοντας, και άλλοι μαγειρεύουν. Και οι κληρικοί… παρουσιάζουν το επίτευγμα! Θου Κύριε…
Πιστεύετε στα σοβαρά, Σεβασμιώτατοι Πατέρες, ότι θα υπάρξει δυνατότητα να αναδειχθούν ιερείς μέσα σε τέτοιας ποιότητας κλίμα; Επιπλέον, χωρίς κατοχυρωμένα δικαιώματα, χωρίς σαφήνεια θεολογική και νομική, έκδοτοι σε αρχιερατικές αυθαιρεσίες και σε ένα εργασιακό περιβάλλον, όπου μόνο θυσίες απαιτούνται και για «ανακούφιση» ατύπως και σιωπηρά, εκχωρείται το δικαίωμα… τυχερών, θα δεχθούν σοβαροί άνθρωποι να αναλάβουν το φορτίο της Ιερωσύνης, την οποία μάλιστα επενδύουμε (κυριολεκτικώς) με ράσα, καλυμαύχια και άλλα τουρκοπερσικά υπόλοιπα, βαπτισμένα με τον βαρύγδουπο όρο «ιερό ράσο» και ιερατική ευπρέπεια!!;;
Και με μια Ιερωσύνη, κομμένη στα δύο…! Την Ιερωσύνη του παπά και εκείνη των αρχιμανδριτών (… χωρίς μάνδρα-Μονή), που η Ιερωσύνη τους είναι «πρώτης ποιότητας», γι’ αυτό και προηγούνται σε όλα!!! Διοικητικά και λειτουργικά. Δηλαδή και στην Εκκλησία, πληβείοι και πατρίκιοι;! Οι δεύτεροι περιμένουν και ετοιμάζονται να πάρουν θέση στην… σύγκλητο (με συγχωρείτε, στην σύνοδο), ενώ οι πρώτοι ισοβίως θα είναι δεύτερης κατηγορίας, χωρίς ούτε καν να δικαιούνται μια secessio plebis (αποχώρηση των πληβείων), που θα ανάγκαζε σε εξομοίωση. Αυτοί οι άτυποι πατρίκιοι-αρχιμανδρίτες ατυχώς πλέον δεν είναι μια κατάσταση θυσιαστικής επιλογής, αλλά μία διαδρομή, είτε εξ ανάγκης (αδυναμία σύναψης γάμου), είτε εκ φιλοδοξίας (αναρρίχηση σε αξίωμα) ή και τα δύο μαζί, κατάσταση που «φιλοξενεί» εξαρχής το μικρόβιο του λάθους και της αμαρτίας και τίποτα καλό δεν προοιωνίζεται.
Φοβόμαστε ακόμα βέβαια να αντικρίσουμε κατάματα την παθογένεια των ιερατικών γάμων, που σε εντυπωσιακό ποσοστό συνάπτονται, όχι ως βαθμίδα προσωπικής τους ψυχολογικής και πνευματικής άσκησης και αύξησης, αλλά ως προαπαιτούμενο χειροτονίας! Ανύπαρκτη συζυγική γνωριμία, ηλικιακή ανωριμότητα και θεολογικά κενά, γίνονται πλέον αρκετές φορές εκρηκτικό μίγμα, που ανατινάζει την ιερατική οικογένεια και την ενοριακή ειρήνη. Μέσα σε μια κοινωνία πεντανέμι, πώς να γίνουν, τέτοιας ποιότητας ιερατικό ζευγάρι, πυξίδα; Γίνονται πολύ εύκολα… ανεμούριο!
Και σαν να μην φτάνουν όλα αυτά, να σου «κανοναρχοῦν» τα αυτιά διδασκαλίες, και μάλιστα απ’ τους νεαρότερους αρχιερείς, σαν την παρακάτω: «Για έναν ιερέα η σχέση με τον επίσκοπο θα πρέπει να είναι όχι διοικητική, αλλά μυστηριακή, να βασίζεται στην υπακοή και, ακόμα και όταν υπάρχουν διαφωνίες να διατηρείται ο σεβασμός και η ενότητα της Εκκλησίας». Οι παλαιότεροι θυμούνται το δόγμα της στρατιωτικής ευταξίας: «Τυφλή καί ἀπεριόριστος ὑπακοή παντός κατωτέρου πρός πάντα ἀνώτερον». Συγκρίνετέ τα. Δεν διαφέρουν ουσιαστικά σε τίποτε. Καθόλου δεν απορεί ο Σεβασμιώτατος αν και ο επίσκοπος σέβεται τον ιερέα! Η υποχρέωση είναι πάντοτε της μιας πλευράς!
Κάθε σχέση όμως, Πατέρες Σεβασμιώτατοι, έχει δύο πλευρές και η ποιότητα της προσδιορίζεται κατά βάσιν από τον τυπικώς μεγαλύτερο, ο οποίος, όπως λέει ο Χριστός, κάνει τις μεγαλύτερες και περισσότερες θυσίες και γίνεται πάντων διάκονος!! Δεν απαιτεί, φροντίζει. Δεν είναι πλήκτης. Δεν καυγαδίζει, δεν παραλογίζεται σε απαιτήσεις από τους άλλους. Υπακούει στον Χριστό με τρόπο πασιφανή, δεν φλυαρεί περί θεοπτείας, την φανερώνει στα διλήμματα και με την ποιότητά του! Ελπίζω όλοι συμφωνείτε ότι η ενότητα και ο σεβασμός δεν είναι συμπεριφορικά καμώματα αλλά αρετές, που ο «μικρότερος» πρέπει να τις βλέπει σαρκωμένες στον αρχιερέα για να τις μιμείται. Η υπευθυνότητα δεν είναι αρχή ανεξέλεγκτος, είναι φανέρωση της θυσιαστικής ποιότητας του Χριστού, που όταν υπάρχει, τότε γίνεται εικόνα του Χριστού ο αρχιερέας και όχι απ’ την εκλογή και το προεδρικό διάταγμα!! Άλλωστε όπως έλεγε ο μακάριος π. Ιωήλ Γιαννακόπουλος: «Άλλο αξία, άλλο αξίωμα. Πρέπει όποιος έχει αξίωμα να έχει και αξία. Αν έχεις αξία αλλά δεν έχεις αξίωμα δε χάθηκε ο κόσμος για σένα. Αν όμως έχεις αξίωμα αλλά δεν έχεις αξία, τότε… όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις τόσο περισσότερο φαίνεται η γύμνια σου». Δηλαδή η Ιερωσύνη του Χριστού γίνεται γοητευτική, σωστά σαρκωμένη, όχι προφορικά διατυπούμενη!
Στο δια ταύτα, Σεβασμιώτατοι Πατέρες:
Φανερώστε την Ιερωσύνη του Χριστού με την θυσιαστική σας απλότητα στην διαβίωση, στην λιτότητα της κατοικίας, στην ενδυμασία και στα φτηνά (τα για όλους προσιτά) αυτοκίνητά σας.
Φανερώστε την Ιερωσύνη του Χριστού με την απλοποίηση αυτής της (κωμικής πλέον) αυτοκρατορικής ενδυμασίας, που αποτελεί όνειδος και όχι δόξα για τον Χριστό και εμπόδιο στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Τι δυσκολία υπάρχει για την επιστροφή στην αποστολική (βλέπε τοιχογραφίες) απλότητα;
Φανερώστε την Ιερωσύνη του Χριστού με την αποποίηση εξυπηρετήσεων και διασυνδέσεων κρατικών (υγιής χωρισμός από τον καίσαρα), οι οποίες το μόνο που κάνουν είναι να δίνουν την εντύπωση ότι η Εκκλησία είναι κρατικό παράρτημα, που επιπλέον παρασιτεί σε βάρος των πολιτών.
Φανερώστε την Ιερωσύνη του Χριστού με την πατρική έγνοια και φροντίδα, που δεν δηλοποιείται με άγνωστες στην Εκκλησία του Χριστού κραυγές στις λειτουργικές μνημονεύσεις (υπέρ του πατρός…), αλλά με την ευρυχωρία στην εκκλησιαστική ατμόσφαιρα της κάθε επισκοπής, που τότε και μόνον γίνεται «Οἶκος τοῦ Πατρός».
Συγχωρείστε μου να τελειώσω αυτό το δυσάρεστο και κουραστικό γράμμα με λίγες γραμμές σκέψεων, ενός ήδη μακάριου συνάδελφου Σας, που υπομνημάτισε σωστά με τον τρόπο του και με τα λόγια του, το Πρόσωπο του Χριστού.
«Ο Χριστός πρόσφερε τον εαυτό Του θυσία για μας. Και οι ιερείς του, με την χειροτονία γίνονται μέτοχοί Του. Και πρέπει να παραλαμβάνουν την πίστη στην δική Του αποστολή και στην δική Του θυσία. Ω, πόσο μεγαλειώδης θα ήταν η Εκκλησία του Χριστού, αν οι κληρικοί της απόπνεαν την οσμή της γνώσεως, της αποστολής και της θυσίας του Χριστού!
Τάχα παράλαβε από τον Χριστό τίποτε ο ιερωμένος, που δεν βλέπει τους χριστιανούς σαν παιδιά του; Που δεν έχει διάθεση θυσίας για χάρη τους; Και τι τάχα θα παραδώσει, όταν βλέπει την Εκκλησία σαν χώρο για προσωπική του προβολή και καταξίωση; Και όταν στόχο του εξόφθαλμο έχει να κάμει καριέρα;
Αλήθεια, επήρε τίποτε από Εκείνον, που γεννήθηκε σε σπήλαιο, και πέθανε σαν κακούργος, και τάφηκε σε ξένο τάφο, ο κληρικός, και πιο πολύ ο μοναχός, που αφήνει την καρδιά του να κολλάει στον πόθο για πολυτέλεια, για μεγαλεία, για πλούτη; Είναι ποτέ δυνατό, μια τέτοια ασυνέπεια να θεωρηθεί συμβατή με την πίστη, με το μήνυμα της Βασιλείας του Χριστού;»
Η εγκύκλιος της Δ.Ι.Σ του 1929 – Εμπόδιο στις Ιερατικές κλίσεις; – π. Ελευθέριος Χαβάτζας

Όλοι ξέρουμε ότι για την Ιερωσύνη χρειάζονται η κλήση του Θεού και η κλίση του ανθρώπου.
Και βέβαια το πρώτο ζητούμενο είναι η “κλήση”, το κάλεσμα από το Θεό. Είναι όμως χρέος όλων μας να καλλιεργούμε στους νέους την “κλίση”, τη διάθεση και επιθυμία και να προλειαίνουμε το έδαφος στο οποίο οι νέοι ευκολώτερα θα ακούουν και θα δέχονται την κλήση του Θεού.
Είναι γεγονός ότι πάντοτε, αλλά και σήμερα ιδιαίτερα οι ιερατικές κλίσεις δεν είναι εύκολες. Οι λόγοι των δυσκολιών είναι διάφοροι. Λόγοι πνευματικοί, λόγοι που προέρχονται από το κοσμικό φρόνημα και άλλοι.
Εμείς θα περιορισθούμε σε ένα λόγο, που προέρχεται μέσα από την άνέλιξη της ζωής της Εκκλησίας.
Είναι η Εγκύκλιος της Διαρκούς Ιεράς συνόδου του 1929.
Πρέπει όμως πρώτα να επισημάνουμε το γεγονός ότι η έλλειψη εφημερίων παρατηρείται στον Έγγαμο Εφημεριακό Κλήρο. Εκεί άρα είναι και η ανάγκη καλλιέργειας Ιερατικών Κλίσεων.
Στον Άγαμο Κλήρο, που δρα στις πόλεις και μάλιστα στις μεγάλες, όχι μόνο δεν έχουμε ελλείψεις, αλλά αντίθετα έχουμε πληθώρα και προβληματική αύξηση.
Στην Αθήνα π.χ. το ένα τρίτο, ίσως και περισσότερο, των εφημερίων είναι άγαμοι κληρικοί, οι λεγόμενοι Αρχιμανδρίτες. Παρατηρείται μάλιστα το φαινόμενο πολλοί από τους “Αρχιμανδρίτες” αυτούς εφημερίους να καλλιεργούν μια υπέρβαση των εφημεριακών δικαιοδοσιών και ιερατικής εξουσίας, σαν να υπάρχει ενδιάμεσος βαθμός Ιερωσύνης μεταξύ Πρεσβυτέρου και Επισκόπου. Είναι φαινόμενο που παρατηρείται ιδιαίτερα στην Εκκλησία της Ελλάδος.
Πρόκειται για εκτροπή που νομίζουμε και τολμούμε να πούμε ότι έχει την αφετηρία της στην απόφαση και Εγκύκλιο του 1929 της Δ.Ι.Σ. (αριθμ. πρωτ. 695 / 10-12-1929).
Σεβόμεθα και τηρούμε τις αποφάσεις της Δ.Ι.Σ., αλλά οπωσδήποτε είναι επιδεκτικές κριτικής. Δεν είναι ασφαλώς αλάθητες και η ισχύς τους δεν είναι κατ’ ανάγκην αιώνια.
Θα άξιζε να αναζητήσει κάποιος τους λόγους και τις συνθήκες που προκάλεσαν αυτή την απόφαση-εγκύκλιο.
Αν, λόγου χάριν, γράφτηκε για να ενισχύσει περιοδεύοντες Ιεροκήρυκες, Ηγουμένους Ιερών Μονών που τυχόν θα παρεπιδημούσαν στις πόλεις για πνευματικές αποστολές, η άλλους χαρισματούχους Ιερομονάχους, αν έτσι προέκυψε, θα λέγαμε καλώς έχει. Άλλωστε το 1929 πόσοι ήσαν οι Ιερομόναχοι στις πόλεις!
Σήμερα όμως η εγκύκλιος αυτή, που καθιερώθηκε λες και είναι δόγμα, δημιουργεί προβλήματα στη ζωή της Εκκλησίας.
Οι λόγοι που επικαλείται η Εγκύκλιος και το σκεπτικό της μοιάζουν να μην εύσταθούν σήμερα.
Αδύνατα σημεῑα τη Εγκυκλίου
α) Η Εγκύκλιος για να επιβάλει τους “Αρχιμανδρίτες” επικαλείται την προτροπή του Αποστόλου Παύλου στον Τιμόθεο (Α Τιμ., 5,17): “οι καλώς προεστώτες πρεσβύτεροι διπλής τιμής αξιούσθωσαν μάλιστα οι κοπιώντες εν λόγω και διδασκαλία”.
Αλλά άραγε οι “καλλώς προεστώτες” και “κοπιώντες...” είναι οπωσδήποτε οι εικοσιτριάχρονοι η τριαντάχρονοι η όποιας ηλικίας Αρχιμανδρίτες και μόνον αυτοί; Είναι δυνατό να ισχύει αυτό γενικά και μόνο επειδή είναι άγαμοι;
β) Είναι επίσης χαρακτηριστικό της Εγκυκλίου ότι αναγνωρίζει ότι “εν ταις των τιμητικών οφφικίων αναγραφαίς εν τοις Εκκλησιαστικοίς βιβλίοις, ουδαμού παρατίθεται το του Αρχιμανδρίτου”, “όπερ πάλαι μόνοις τοις Ηγουμένοις … απενέμετο”. Παρά ταύτα η Εγκύκλιος θεσμοθετεί το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτου και χωρίς καμία παραδοσιακή βάση “η Δ.Ι. Σύνοδος … αποφαίνεται ότι το του Αρχιμανδρίτου οφφίκιον ανώτερον εστι των λοιπών, των τοις Πρεσβυτέροις γενικώς απονεμομένων, ο δε τούτο φέρων, εν συλλειτουργία Πρεσβυτέρων, προηγείται και προεξάρχει συμφώνως ταις διατάξεσι του Εκκλησιαστικού Τυπικού”.
Αλλά ποιού Τυπικού, αφού η ίδια η Εγκύκλιος ομολογεί ότι “ουδαμού παρατίθεται το τοῡ Αρχιμανδρίτου” οφφίκιο. Και θα πούμε και πάλι. Αν το οφφίκιο θα αφορούσε περιοδεύοντες Ιεροκήρυκες η άλλους “Χαρισματούχους” Πρεσβυτέρους, που γνώρισε η πρώτη Εκκλησία, και που δεν ήσαν οι “Μόνιμοι Λειτουργοί”, αν θα αφορούσε τέτοιες περιπτώσεις, η Εγκύκλιος θα ήταν απόλυτα και αυτονόητα σεβαστή.
Όλοι, πιστεύω, οι εφημέριοι με χαρά και με ιδιαίτερη τιμή θα φιλοξενήσουν Αρχιμανδρίτες αύτών των περιπτώσεων.
γ) Η αναφορά της Εγκυκλίου στους “Πατέρες της Θεολέκτου Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου (Καν. ΙΔ) και στο γενικό Αποστολικό Επίταγμα “πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γενέσθω (Α’ Κορ. Ι, 40)” -το σωστό είναι Α’ Κορ. ΙΔ, 40 και το ρήμα “γινέσθω”-, δεν λέει τίποτε. Κάνει λήψη του ζητουμένου. Το “ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω” είναι αυτό που όλοι επιθυμούμε, σύμφωνα με την αρχαία πράξη της Εκκλησίας.
Συλλειτουργήσαμε στο Άγιο Όρος και αλλού με αγιορείτες Πατέρες και μας εντυπωσίασε ότι αρνήθηκαν να προπορευθούν με τη σταθερή θέση ότι η τάξη θέλει τα “πρεσβεία χειροτονίας”.
Συνέπειες της Εγκυκλίου
α) Θεωρούμε ότι βασική συνέπεια της Εγκυκλίου του 1929 είναι η περιθωριοποίηση του Εφημεριακού Κλήρου. Πολλοί Πρεβύτεροι, έγγαμοι τακτικοί εφημέριοι, εκμηδενίστηκαν από τις αυθαιρεσίες των εκτάκτων εφημερίων “Αρχιμανδριτών”. Η προσφορά τους υποβαθμίστηκε, μαράθηκε ο ζήλος τους και περιέπεσαν σε μια επαγγελματική ενασχόληση με τα εφημεριακά τους καθήκοντα.
Περιθωριοποιημένοι από τους κρατούντες, αυτοπεριθωριοποιήθηκαν και οι ίδιοι.
Ασφαλώς δεν είναι σωστό να φτάνει ο Ιερέας σε τέτοια κατάσταση. Όλοι όμως δεν έχουν την ίδια δύναμη αντίστασης στο κακό και επομένως υπαίτιος δεν είναι μόνο ο Ιερέας που ξεπέφτει, αλλά και εκείνοι που το οδηγούν στον ξεπεσμό και άρα και μία απόφαση-εγκύκλιος σαν αυτή του 1929.
β) Αυτού του φαύλου κύκλου και της υποβάθμισης του έγγαμου εφημερίου συνέπεια επίσης είναι ότι νέοι άνθρωποι, που έχουν την κλίση και ενδεχομένως και την κλήση (το κάλεσμα του Θεού στην Ιερωσύνη), αποφεύγουν η και αρνούνται να γίνουν Ιερείς, εφ’ όσον είναι έγγαμοι.
Μπράβο σ’ εκείνους που ξεπερνούν τον πειρασμό και τη δυσκολία, αλλά πάντως ο πειρασμός είναι υπαρκτός και η Διοίκηση της Εκκλησίας πρέπει να προβληματιστεί μήπως η Εγκύκλιος του 1929 θέτει “πρόσκομμα η σκάνδαλον” στους αδελφούς (Ρωμ 14,13), η μήπως “η Εξουσία (της Διοίκησης) πρόσκομμα γίνεται τοις ασθενούσιν” (Α’Κορ. 8,9).
Αναγκαίες είναι οι υπομνήσεις των Αγίων Πατέρων (Χρυσοστόμου: “Περί Ιερωσύνης”, Γρηγορίου του Θεολόγου: “Περί Φυγής”, κ.α.) για το ύψος της Ιερωσύνης, αλλά τα πράγματα στην Εκκλησία δεν είναι μόνο Θεία. Είναι θεανθρώπινα. Άρα δεν είναι δυνατόν να προβλέπονται οι ανθρώπινες πτυχές, όταν μιλούμε για καλλιέργεια Ιερατικών Κλίσεων.
Αφού ο Γάμος είναι Μυστήριο και η Εκκλησία μας από τη Α’ Οικουμενική Σύνοδο εδικαίωσε τον έγγαμο και μάλιστα όχι μόνο πρεσβύτερο αλλά και Επίσκοπο, τότε
γ) Ας προσέξουμε ότι στην πράξη η Εκκλησία της Ελλάδος με τις πρακτικές που απορρέουν από το πνεύμα της Εγκυκλίου του 1929, με την περιθωριοποίηση του εγγάμου εφημεριακού κλήρου, ευνοεί την ολοκληρωτική Αγαμία του Κλήρου στ’ αχνάρια του Παπισμού.
δ) Αξιοσημείωτο είναι επίσης το ότι αυτή η πληθώρα των Αγάμων Ιερέων στις πόλεις και η υπέρβαση Ιερατικής Εξουσίας ζημιώνει και τον γνήσιο Ορθόδοξο Μοναχισμό, στους χώρους του οποίου έχουμε γνωρίσει Αγίους Ιερομονάχους υψηλού και μεγάλου πνευματικού βεληνεκούς.
Συμπεράσματα
α) Παρατηρείται πράγματι έλλειψη εφημερίων. Η ανάγκη Ιερατικών Κλήσεων είναι υπαρκτή από το λόγο του Κυρίου (“ο θερισμός πολύς και οι εργάται ολίγοι” Ματθ. 9,37) μέχρι σήμερα.
β) Η ελλειψη Εφημερίων παρατηρείται στον Εγγαμο Εφημεριακό Κλήρο και εκεί το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα οξύ. Το πλήθος των Αγάμων Εφημερίων δεν είναι διατεθιμένοι να καλύψουν εφημεριακά κενά ούτε στην επαρχία, ούτε σε υποβαθμισμένες ενορίες των πόλεων, έστω και “προσωρινώς”, όπως θα ήθελε δια τους Αγάμους Εφημερίους ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος (1977, άρθρο 37, παράγρ. 2)
γ) την έλλειψη εγγάμων εφημερίων μεταξύ άλλων αιτίων, θεωρούμε ότι επιτείνει και η Εγκύκλιος του 1929, η οποία από τότε περιθωριοποίησε τον Έγγαμο Εφημεριακό Κλήρο, για τον οποίο σήμερα πια δίνεται η εντύπωση ότι είναι για καθήκοντα δεύτερης και τρίτης επιλογής, αφού σε κάθε σχεδόν ενορία στην Αθήνα υπάρχει η επιδιώκεται να υπάρχει ο “Αρχιμαδρίτης”, που θα κατευθύνει την Ενορία.
δ) Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος. Οι Έγγαμοι Εφημέριοι περιθωριοποιούμενοι, μετά από κάποιες αντιδράσεις εύστοχες η άστοχες, υποχωρούν χάριν της ειρήνης, αποδέχονται την πραγματικότητα και επιδίδονται σε χαμηλότερης προσφοράς Ιερατική Διακονία. Ωστόσο ο ίδιος ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας θέλει θεωρητικά τον τακτικό Εφημέριο (δηλαδή τον έγγαμο), τον θέλει να “προεδρεύει του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου”, να οργανώνει δηλαδή τη ζωή της Ενορίας. Θεωρία που παραβιάζεται σχεδόν πάντοτε από τη Διοίκηση, η οποία και έχει συντάξει τον Καταστατικό Χάρτη.
ε) Νομίζουμε λοιπόν ότι είναι επιτακτική η ανάγκη για αναθεώρηση της απόφασης-Εγκυκλίου του 1929 για τη ρύθμιση των εφημεριακών θεμάτων στις βάσεις της παράδοσης της Εκκλησίας, η οποία αναγνωρίζει τα πρεσβεία χειροτονίας, εφ ὅσον πρόκειται για Εφημερίους Αγάμους η Εγγάμους. Δηλαδή “ζητείται η θεσμική αποκατάσταση του Πρεσβυτέρου στην Ενορία”, όπως γράφαμε και παλαιότερα (“ΕΝΟΡΙΑ” τεύχη 889-899 / 1997-1998).
στ) Ο μακαριστός Αρχιμαδρίτης π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, διαπρεπής κανονολόγος και ένας από τους εκλεκτούς Ιερομονάχους, που ευτύχησα να γνωρίσω και να ωφεληθώ, μεταξύ των πολλών έχει δημοσιεύσει και την μελέτη: “Μοναχικός και Άγαμος Κοσμικός Κλήρος” (Αθήναι 1963). Στη μελέτη αυτή δείχνει ιστορικά ότι η Εκκλησία είχε πάντοτε Κληρικούς και Εγγάμους και Μοναχούς αλλά και Αγάμους στον κόσμο. Δέχεται ότι έχει επικρατήσει ο όρος Αρχιμαδρίτης “ψιλώ ονόματι” για εκείνους που δεν είναι άρχοντες Μάνδρας, για τους Εφημερίους Ιερομονάχους.
Υποστηρίζει όμως και πολύ πειστικά ότι “δεν πρέπει να υπάρχωσι διακρίσεις τιμητικαί a priori, αναλόγως δηλαδή της τάξεως εκάστου. Αι διακρίσεις δέον να απονέμωνται αναλόγως της προσωπικής αξίας εκάστου”(σελίδα 41).
Και υιοθετεί τη θέση ότι “εάν δι’ οιονδήποτε λόγον θα επετρέπετο και η ύπαρξις απλώς αγάμων Ιερέων, ούτοι, λαμβανόμενοι πλέον ουχί εκ των Μοναστηρίων, αλλ’ εκ του κόσμου, καθ’ ον τρόπον και έγγαμοι, θα ηκολούθουν φυσικά την ενοριακήν σειράν και τάξιν”(σελίδα 30).
Πόσο διαφορετικά συμβαίνουν σήμερα, όταν νεαροί “Αρχιμανδρίτες”, χωρίς καμία ουσιαστική προϋπόθεση, ασύστολα παραγκωνίζουν πολιούς Πρεσβυτέρους της Εκκλησίας, που μπορεί να υπήρξαν και “καλώς προεστώτες” και να εκοπίασαν “εν λόγω και διδασκαλία”!
ζ) Την ίδια θέση με τον π. Επιφάνιο έχει και ο μακαριστός Μητροπολίτης Κορίνθου Παντελεήμων Καρανικόλας. Σε Εγκύκλιό του με αριθ. πρωτ. 810/10-6-1992 εντέλλεται: “Δια τούς ψιλώονόματι, τιτουλαρίους Αρχιμαδρίτας, ήτοι δια τους Εφημερίους Αρχιμανδρίτας, θα ισχύουν απαρεγκλίτως τα πρεσβεία χειροτονίας μεταξύ αυτών και των Πρωτοπρεσβυτέρων”.
η) Προσωπικά θεωρούμε ότι θα ήταν πολύ χρήσιμο να εκλείψουν πλήρως τα οφφίκια, τα οποία άλλοτε είχαν περιεχόμενο, σήμερα όμως έχουν καταντήσει προνόμια, που χρησιμοποιούνται συχνά για να προβάλλουν τους ημετέρους και να ταπεινώνουν τους ανεπιθύμητους.
Τα Πρεσβεία της Χειροτονίας είναι αρκετά για το “ευσχημόνως και κατά τάξιν”. Ένα Σταυρό, που είναι το καύχημα όλων των πιστών, θα μπορούσαν να φέρουν αδιάκριτα όλοι οι Ιερείς.
θ) Ο γράφων είμαι πλέον απόμαχος -συνταξιούχος. Όσα γράφουμε συνθέτουν ενδιαφέρον για την πορεία των Εκκλησιαστικών μας πραγμάτων στο θέμα των Ιερατικών Κλίσεων. Θα δηλώσω και πάλι ότι εγνώρισα αγίους Ιερομονάχους και δοξάζω το Θεό.
Καλώ λοιπόν τους καλούς μας Ιερομονάχους σήμερα, να αντιμετωπίσουν με ευθύτητα και με αγάπη -όχι δίκην ελεημοσύνης, αλλά δικαιοσύνης και ευταξίας – το θέμα που διαπραγματευόμαστε και να συντελέσουν σωστά στις Ιερατικές κλίσεις.
Με σεβασμό δε παρακαλώ και τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας, να επανεξετάσουν την απόφαση-‘Εγκυκλιο του 1929, για να βοηθήσουμε όλοι στην καλλιέργεια των Ιερατικών Κλήσεων.
Έχοντας στο νου μου το προς Φιλιππισίους 2, 6-7 του Αποστόλου Παύλου, παρακαλώ, ας αφήσουμε τον έγγαμο Πρεσβύτερο να διεκδικήσει όσα του πρέπουν ως “ουχ αρπαγμόν”, αλλά δικαιωματικά. Έτσι θα του μένει περιθώριο να “κενώνει εαυτόν” με ελευθερία και αυτόβουλα, να επιδιώκει δηλαδή την αρετήν της ταπείνωσης, την οποία όλοι χρειαζόμαστε, έγγαμοι και άγαμοι.
Η αποδοχή εξουθένωσης δεν είναι αρετή, αλλά δουλεία και ο δούλος δεν μπορεί να είναι υπεύθυνος πνευματικός οδηγός.
Πρωτοπρεσβύτερος Ελευθέριος Χαβάτζας