Monthly Archives: Μαΐου 2021
Παναγία η Χρυσαφίτισσα στην Μονεμβασιά και τα θαύματά της.
Αυτή η αγία Εικών της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, πότε και πως ευρέθη και τι θαύματα επετέλει δεν γνωρίζομεν εξ εγγράφων στοιχείων, επειδή τα περί αυτής βιβλία απωλέσθησαν κατά την άλωσιν και καταστροφήν της Μονεμβασίας.
Τη αυτή ημέρα, Δευτέρα μετά την Κυριακήν του Αντίπασχα, εορτάζομεν την ανεύρεσιν της Αγίας και θαυματουργού Εικόνος της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου ΜΑΡΙΑΣ, της επονομαζομένης ΧΡΥΣΑΦΙΤΙΣΣΗΣ εν Μονεμβασία.
Κατά παράδοσιν όμως γνωρίζομεν, ότι αύτη η αγία Εικών ήτο εις τι χωρίον ονομαζόμενον Χρύσαφα της Λακεδαίμονος της Πελοποννήσου. Εκείθεν θεία της Θεομήτορος βουλήσει και τρόπω ανεξιχνιάστω ευρέθη αύτη, ω των θαυμασίων σου, Δέσποινα αγνή! εν Μονεμβασία, άνωθεν του βλιχερού ύδατος, ένθα νυν το Μοναστήριον της Χρυσαφιτίσσης λεγόμενον. Την αγίαν ταύτην Εικόνα εύρε το πρώτον εκεί γραία τις γυνή, ήτις ομολογήσασα τούτο εις άλλην γυναίκα και αυτή εις άλλην, εκοινολογήθη ούτος ο λόγος και έως τον τότε Μητροπολίτην. Συναχθέντες λοιπόν όλοι οι Χριστιανοί και ποιούντες…
Δείτε την αρχική δημοσίευση 1.802 επιπλέον λέξεις
Η Ψηλάφηση του Θωμά και η βασίλισσα των Ιωαννίνων στη μεταβυζαντινή μνημειακή τέχνη
Η ερευνητική εργασία της Ελένης Ευαγγέλου με θέμα: «Γυναίκες και εικόνες – Η περίπτωση της Μαρίας Αγγελίνας Δούκαινας Παλαιολογίνας, βασίλισσας των Ιωαννίνων (περ. 1349/50-1394)», αποτελεί μια ξεχωριστή συμβολή στο κεφάλαιο της γυναίκας στην Παλαιολόγεια περίοδο και την μεταβυζαντινή τέχνη. Το Γ’ Κεφάλαιο της εργασίας επιγράφεται: «Η Μαρία μετά τη Μαρία: η Ψηλάφηση του Θωμά και η βασίλισσα των Ιωαννίνων στη μεταβυζαντινή μνημειακή τέχνη». Σε αυτό το κεφάλαιο εξετάζονται ορισμένες μεταβυζαντινές παραστάσεις με θέμα την Ψηλάφηση του Θωμά στις οποίες εντάσσεται η μορφή της Μαρίας Παλαιολογίνας. Πρόκειται για τοιχογραφίες που χρονολογούνται από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα και κοσμούν ναούς των Ιωαννίνων, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Παραθέτουμε στη συνέχεια κάποια παραδείγματα. Γράφει η Ελένη Ευαγγέλου: «Το παλαιότερο παράδειγμα προέρχεται από το ναό του Αγίου Νικολάου των Φιλανθρωπηνών στο νησί των Ιωαννίνων (1542). Ο Χριστός τοποθετείται μπροστά στην κλειστή θύρα θολοσκεπούς κτιρίου, ανάμεσα σε δυο ομάδες μαθητών, πατώντας πάνω στην ανώτατη βαθμίδα που οδηγεί σε αυτό. Με το αριστερό χέρι τραβά το χιτώνα αποκαλύπτοντας την πληγή και τεντώνει προς τα επάνω το ελαφρά λυγισμένο δεξί χέρι. Στον αριστερό όμιλο των αποστόλων, πίσω ακριβώς από τον Θωμά, εικονίζεται η βασίλισσα Μαρία ενδεδυμένη με λευκά και πολυποίκιλτα βασιλικά ενδύματα. Η νεαρή γυναίκα εντάσσεται στη σύνθεση ως απλός παρατηρητής: ο Χριστός δεν την ευλογεί με το άγγιγμά του ούτε στρέφει το βλέμμα του προς το μέρος της.
Η Ψηλάφηση του Θωμά, Μονή Αγίου Νικολάου Φιλανθρωπηνών Ιωαννίνων (1542),
Ο όσιος Νικάνορας έκτισε το ομώνυμο μοναστήρι στη Ζάβορδα το 1528 ή το 1543/1544. Σύμφωνα με επιγραφή στη βάση του τρούλου οι τοιχογραφίες φιλοτεχνήθηκαν το 1595/1596. Η τεχνοτροπική ανάλυση του διακόσμου τις τοποθετεί χρονικά στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα και τις αποδίδει στο εργαστήριο του Κατελάνου. Η παράσταση με θέμα την Ψηλάφηση του Θωμά τοποθετείται στο νότιο τοίχο του διακονικού. Ο Χριστός παρουσιάζεται όρθιος μπροστά από την κλειστή θύρα θολοσκέπαστου κτιρίου να πατεί πάνω σε πλατιά βαθμίδα. Με το αριστερό χέρι τραβά το βαθυκύανο χιτώνα του, ενώ το δεξί τεντώνεται προς τα επάνω, όπως στην τοιχογραφία της Μονής του Αγίου Νικολάου Φιλανθρωπηνών. Η φυσική κυρία των Ιωαννίνων παρακολουθεί τα τεκταινόμενα χωρίς να δέχεται την ευλογία του Ιησού. Από την άλλη πλευρά, η διάταξη των δύο ομάδων στο χώρο και ο τρόπος με τον οποίο αποδίδεται το αρχιτεκτονικό βάθος πλησιάζουν περισσότερο την τοιχογραφία της Μονής Βαρλαάμ. Ο Δημήτριος Αγορίτσας υποστηρίζει ότι ο ζωγράφος του Αγίου Νικάνορα συνδύασε στοιχεία από τις δύο προγενέστερες παραστάσεις με την ιδιαίτερη απόδοση της Ψηλάφησης του Θωμά έτσι ώστε να δημιουργήσει μια νέα σύνθεση. Ο συσχετισμός των τριών πρωιμότερων παραστάσεων με το εργαστήριο και την καλλιτεχνική παραγωγή του Θηβαίου ζωγράφου Φράγκου Κατελάνου παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Η παρουσία μιας γυναίκας ενδεδυμένης με δεσποτικά ενδύματα στη συγκεκριμένη ευαγγελική σκηνή απαντά σε τρία Θεσσαλικά μνημεία του 17ου αιώνα.
Στα τέλη του 17ου ή στις αρχές του 18ου αιώνα μπορεί να χρονολογηθεί η παράσταση με το ίδιο θέμα στην Αγία Θεοδώρα της Άρτας. Η αποσπασματικά σωζόμενη τοιχογραφία τοποθετείται στο κέντρο του βορείου τοίχου του νάρθηκα. Οι ομοιότητες με την αντίστοιχη σκηνή στον Άγιο Νικόλαο των Φιλανθρωπηνών είναι έντονες: αρκεί να προσέξουμε την κίνηση του δεξιού χεριού του Χριστού. Η Fani Gargova εντοπίζει ομοιότητες με τον Άγιο Νικάνορα όσον αφορά στη διάρθρωση των μορφών, οι οποίες πιθανότατα οφείλονται στο χώρο που είχε στη διάθεση του ο ζωγράφος. Ο Χριστός δεν στρέφεται προς τη Μαρία Παλαιολογίνα ούτε την ακουμπά: η βασίλισσα στέκεται πίσω από τον Θωμά και φορά διάδημα, λώρο και λευκό χιτώνα κοσμημένο με ερυθρό φυτικό μοτίβο.
Τέλη 17ου – αρχές 18ου αι. – Μονή Αγίας Θεοδώρας Άρτης
Η παράσταση της Ψηλάφησης του Θωμά στον Άγιο Νικόλαο Ρεντίνας φιλοτεχνήθηκε μετά το 1725. Η τοποθέτηση των μορφών στο χώρο, το αρχιτεκτονικό βάθος αλλά και η χαρακτηριστική κίνηση ευλογίας του Χριστού προς την Παλαιολογίνα ομοιάζουν με την αντίστοιχη τοιχογραφία της Μονής Βαρλαάμ».
Η Μυρτάλη Αχειμάστου Ποταμιάνου, σε μια προσπάθεια ερμηνείας της παρουσίας της Βασιλίσσης στην εικόνα της Ψηλάφησης του Θωμά, κάνει λόγο για μια συντονισμένη προσπάθεια «εξαγιασμού» της δημόσιας εικόνας της Παλαιολογίνας. Σημειώνει επίσης ότι σε μνημεία που συνδέονται με τους Φιλανθρωπηνούς η απεικόνιση σημαντικών κοσμικών προσώπων αποτελεί μια συνήθη πρακτική. Όποιοι και να είναι οι ακριβείς λόγοι πίσω από τη γέννηση και την εξάπλωσή της, το σίγουρο είναι ότι η μορφή της Μαρίας Αγγελίνας Δούκαινας Παλαιολογίνας λειτούργησε αρχικά ως φορέας μνήμης και ως απόδειξη ιστορικών δεσμών ανάμεσα στο βυζαντινό παρελθόν και το παρόν του 16ου αιώνα. Ας μην ξεχνάμε ότι τα Ιωάννινα πέρασαν στην κατοχή των Οθωμανών ήδη από το 1430. Η επιβίωσή της σε ναούς του 17ου και 18ου αιώνα οφείλεται σε αντιγραφή προτύπων και προσεγγίζει περισσότερο το μύθο: δεν ξέρουμε με βεβαιότητα αν οι ζωγράφοι γνώριζαν την ταυτότητα της νεαρής γυναίκας που απεικόνιζαν στην παράσταση της Ψηλάφησης.
Πατερικές διδαχές στην Κυριακή του Αντίπασχα (Κυριακή του Θωμά)
Σήμερα τιμάμε τον Απόστολο Θωμά. Πολλοί συχνά τον θυμόμαστε μοναχά σαν τον άπιστο Θωμά· στην πραγματικότητα είναι εκείνος που αμφέβαλλε για τα νέα που του μετέφεραν οι υπόλοιποι Απόστολοι όταν του είπαν: Ο Χριστός αναστήθηκε! Τον είδαμε ζωντανό!
Γιατί αμφέβαλλε; Γιατί είπε ότι χρειαζόταν αποδείξεις, απτές αποδείξεις; Επειδή όταν τους αντίκρισε τους είδε χαρούμενους με ο,τι είδαν, ήταν χαρούμενοι που ο Χριστός δεν ήταν πιά νεκρός, που ήταν ζωντανός, χαρούμενοι για την νίκη που είχε κερδηθεί. Και όμως παρατηρώντας τους δεν είδε σε αυτούς καμία αλλαγή. Ήταν οι ίδιοι, μόνο που ήταν γεμάτοι από χαρά αντί για φόβο. Και ο Θωμάς τους είπε: Μόνο εάν Τον δω, μόνο εάν γίνω μάρτυρας της Αναστάσεως θα μπορέσω να πιστέψω.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς)
Και μεθ’ ημέρας οκτώ πάλιν ήσαν έσω οι μαθηταί αυτού και Θωμάς μετ’ αυτών. έρχεται ο ‘Ιησούς των θυρών κεκλεισμένων, και έστη εις το μέσον και είπεν· ειρήνη υμίν» (Ιωάν. κ’ 26).
Γιατί περίμενε ο Κύριος να περάσουν οκτώ μέρες; Γιατί δεν εμφανίστηκε νωρίτερα; Πρώτο, για να είναι όλες οι συνθήκες κι οι περιστάσεις ακριβώς ίδιες. Όπως την πρώτη φορά που εμφανίστηκε ήταν Κυριακή, έτσι έπρεπε να εμφανιστεί και τώρα Κυριακή.
Δεύτερο, ώστε με την αναμονή να γίνει μεγαλύτερη η απιστία του Θωμά.
Τρίτο, για να μάθει στους μαθητές Του την υπομονή και την καρτερία στην προσευχή, προκειμένου να μεταδώσουν στο φίλο τους τη δική τους πίστη, γιατί οι μαθητές σίγουρα θα προσεύχονταν να εμφανιστεί ξανά ο Κύριος για χάρη του Θωμά.
Τέταρτο, για να συνειδητοποιήσουν οι μαθητές την αδυναμία τους να πιστοποιήσουν την Ανάσταση του Κυρίου χωρίς τη δική Του βοήθεια.
Και τελευταίο, ίσως επειδή ο αριθμός οκτώ υποδηλώνει τις έσχατες μέρες, την παραμονή της δεύτερης έλευσης του Χριστού, τότε που άνθρωποι σαν τον Θωμά θα είναι πολύ αδύναμοι και χλιαροί στην πίστη, θα καθοδηγούνται με βάση τις αισθήσεις τους και θα πιστεύουν μόνο εκείνα που αντιλαμβάνονται μ’ αυτές (τις αισθήσεις τους). Τότε οι άνθρωποι θα λένε, όπως κι ο Θωμάς : Αν δεν ιδώ, δε θα πιστέψω. «Και τότε κόψονται πάσαι αι φυλαί της γης και όψονται τον υιόν του ανθρώπου» (Ματθ. κδ’ 30).
————————————————————-
(Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ)
«Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιω. 20, 29)
«ΜΑΚΑΡΙΟΙ είναι εκείνοι που πιστεύουν χωρίς να μ’ έχουν δει». Αυτά τα λόγια είπε ο Κύριος στον πιστό μαθητή Του, που αρνήθηκε να πιστέψει στην ανάστασή Του, όταν οι αδελφοί του, οι απόστολοι, του τη γνωστοποίησαν. Αυτά τα Λόγια είπε ο Κύριος στον μαθητή Του, που είχε δηλώσει ότι δεν θα πίστευε στην ανάστασή Του, ώσπου να βεβαιωνόταν με τις αισθήσεις του γι’ αυτό το τόσο θαυμαστό και τόσο σημαντικό για ολόκληρη την ανθρωπότητα γεγονός. «Είδαμε τον Κύριο με τα μάτια μας!» (Ιω. 20, 25), έλεγαν με χαρά στον άγιο Θωμά οι άλλοι απόστολοι, στους οποίους εμφανίστηκε ο Κύριος την ημέρα της αναστάσεώς Του, όταν βράδιασε. Οι μαθητές ήταν συγκεντρωμένοι σ’ ένα σπίτι με κλειδωμένες τις πόρτες, επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους, που μόλις είχαν διαπράξει τη θεοκτονία κι έπαιρναν ήδη μέτρα εναντίον της προαναγγελμένης αναστάσεως του Ιησού (Βλ. Ιω. 20, 19). Ο Κύριος είχε μπει στο σπίτι χωρίς ν’ ανοίξει τις πόρτες.
Ο Θωμάς, λοιπόν, αποκρίθηκε στους αδελφούς του με αμηχανία: «Αν δεν δω στα χέρια Του τα σημάδια από τα καρφιά, κι αν δεν βάλω το δάχτυλό μου στα σημάδια από τα καρφιά, κι αν δεν βάλω το χέρι μου στη λογχισμένη πλευρά Του, δεν θα πιστέψω» (Ιω. 20, 25). Με τα λόγια αυτά δεν εκφράστηκε απιστία, που είναι εναντίωση στον Θεό. Με τα λόγια αυτά εκφράστηκε μια άφατη χαρά. Με τα λόγια αυτά εκφράστηκε η απορία μιας ψυχής μπροστά στο μεγαλείο ενός γεγονότος που υπερβαίνει την ανθρώπινη νόηση, ενός γεγονότος που άλλαξε την κατάσταση της ανθρωπότητας.
Ο πανάγαθος Κύριος δεν άργησε να δώσει στον μαθητή Του την επιβεβαίωση που τόσο ποθούσε. Μία εβδομάδα μετά την πρώτη εμφάνισή Του στους αποστόλους, εμφανίστηκε πάλι σ’ αυτούς εκεί που ήταν συγκεντρωμένοι. Μαζί τους βρισκόταν τώρα κι ο Θωμάς. Ξαφνικά, λοιπόν, μολονότι οι πόρτες ήταν κι αυτή τη φορά κλειδωμένες, είδαν τον Κύριο να παρουσιάζεται και να στέκεται ανάμεσά τους. «Ειρήνη σ’ εσάς» (Ιω. 20, 26), τους είπε. Έπειτα γυρίζει στον Θωμά και του λέει: «Φέρε το δάχτυλό σου εδώ και δες τα χέρια μου. Φέρε και το χέρι σου και βάλ’ το στην πλευρά μου. Μην αμφιβάλλεις· πίστεψε!» (Ιω. 20, 27). Έτσι ο Κύριος έδειξε ότι, ως «πανταχού παρών», βρισκόταν εκεί, ανάμεσα στους μαθητές Του, και τότε που ο Θωμάς, θεωρώντας Τον απόντα, είχε αμφισβητήσει την ανάστασή Του. Ο Θωμάς ήθελε να βεβαιωθεί για την ανάσταση του Χριστού. Αλλά τώρα, παίρνοντας μιαν ασύγκριτα ανώτερη διαβεβαίωση, δεν χρειάζεται την επιβεβαίωση της αναστάσεως. «Είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου!» (Ιω. 20, 28), αναφωνεί. Σαν να έλεγε: “Αφού βεβαιώθηκα για τη θεότητά Σου, δεν ζητώ να διαπιστώσω την ανάστασή Σου. Σ’ Εσένα, τον παντοδύναμο Θεό, είναι όλα δυνατά, ακόμα κι εκείνα που υπερβαίνουν την ανθρώπινη αντίληψη”.
Απαντώντας στην ομολογία του αποστόλου, ο Κύριος μακάρισε εκείνους που πιστεύουν χωρίς να Τον έχουν δει. Μακάρισε κι εμάς ο Κύριος μαζί μ’ όλους όσοι δεν Τον είδαν με τα σωματικά τους μάτια. Μακάρισε κι εμάς, που βρισκόμαστε τόσο μακριά Του χρονικά και τοπικά. Μας μακάρισε τότε που στεκόταν ανάμεσα στους άγιους αποστόλους Του με την ανθρώπινη φύση που την είχε προσλάβει, την είχε προσφέρει θυσία για την ανθρωπότητα και, τελικά, την είχε δοξάσει, ανασταίνοντάς την. Δεν ξέχασε ο Κύριος κι εμάς, όσους βρισκόμαστε εδώ, στον Ιερό ναό Του, αναπολώντας το γεγονός, από το οποίο μας χωρίζουν δεκαοκτώ αιώνες. Μακάριοι κι εμείς, που δεν Τον είδαμε, αλλά πιστεύουμε σ’ Αυτόν. Μακάριοι όσοι από μας πιστεύουν σ’ Αυτόν.
Η ουσία βρίσκεται στην πίστη. Αυτή φέρνει τον άνθρωπο κοντά στον Θεό και τον κάνει παιδί του Θεού. Αυτή θα παρουσιάσει τον άνθρωπο στον Θεό. Αυτή, την τελευταία ημέρα της ζωής του πρόσκαιρου τούτου κόσμου και κατά την απαρχή της αιώνιας ημέρας, θα βάλει τον άνθρωπο στα δεξιά του θρόνου του Θεού, για ν’ ατενίζει αιώνια τον Θεό, για να ευφραίνεται αιώνια με τον Θεό, για να βασιλεύει αιώνια μαζί με τον Θεό.
————————————————————————————————————-
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
«Φέρε την χείρα σου, και βάλε εις την πλευράν μου» την οποίαν εφύλαξα έτσι όπως την βλέπεις, ώστε, όταν επανέλθω από τους ουρανούς και καθίσω Κριτής ζώντων και νεκρών, να ιδούν οι Ιουδαίοι ενώπιον των οφθαλμών τους να φανερώνωνται τα έργα της κακής εργασίας τους, και να γίνουν αυτοκατάκριτοι. «Και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός». Είναι κακόν η απιστία. Βυθίζει τον νουν. Η πίστις τον εξυψώνει στον ουρανό. Η απιστία τυφλώνει την ψυχή΄ η πίστις φωτίζει τους λογισμούς. Η απιστία και τα αόρατα τα βλέπει καθαρά. Ο άπιστος έχει πλήρη άγνοια. «Μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός».
Αποδίωξε το νέφος της απιστίας και κοίτα τις καθαρές ακτίνες της πίστεως. Πάρε όλα τα εφόδια για να γίνης άξιος Απόστολος της θεότητός μου. Γίνε όπως πρέπει να είναι εκείνος που συνανεστράφη μαζί μου, και είχε τις εμπειρίες που είχες εσύ. Ομοίως με τους άλλους Αποστόλους εκλήθης, ομοίως με αυτούς ετιμήθης, ομοίως με αυτούς εξοπλίσου. Τα ίδια με εκείνους είδες και συ, σου ενεπιστεύθην σαν φίλο όλο μου το μυστήριο, όπως και σ’ αυτούς.
Ομοίως με αυτούς κήρυττε την δύναμή μου. Μην ειπής πάλι για δευτέρα φορά: «εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, ου μη πιστεύσω». Όσον είμαι μαζί σας, όπως θέλης ημπορείς να με περιεργασθής.
Όσον έχεις κοντά σου το ουράνιον κλήμα, εξερεύνησε όλους τους κλάδους και τα σταφύλια του. Θα ανεβώ στους ουρανούς από όπου ήλθα στην γη, θα ανέλθω εκεί όπου είμαι, θα ανέλθω ως προς την ανθρωπίνη μου φύσιν εκεί από όπου συγκατέβην για χάρη σας ως προς την θεότητα.
Θα ανέλθω με τούτο το σώμα, εγώ που χωρίς αυτό έχω εκδημήσει από εκεί, αλλά δεν έπαψα να παραμένω εκεί. Θα ανέλθω με την ιδική σας φύση προς τον πατρικόν κόλπο, εγώ που ευρίσκομαι στους κόλπους του Πατρός. Διότι εξεπλήρωσα το έργο για το οποίον έκαμα όλον αυτόν τον δρόμο.
Αφού λοιπόν ο Θωμάς ήγγισε τα δεσποτικά χέρια και την θεία πλευρά, και εκυριεύθη από δειλία και χαρά με την θέα αυτών που επεθύμησε, κινεί ευθύς την γλώσσα προς υμνωδίαν αναφωνώντας προς τον Κύριον: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Συ είσαι ο Κύριος και Θεός, συ είσαι και άνθρωπος και φιλάνθρωπος, συ είσαι αξιοθαύμαστος και παράδοξος ιατρός της φύσεως. Δεν αποκόπτεις με νυστέρι τα παθήματα, δεν καυτηριάζεις με φωτιά τις πληγές, δεν αντλείς από τα βότανα την ισχύ των φαρμάκων, δεν επιδένεις με επιδέσμους ορατούς τα πάσχοντα τραύματα.
Διαθέτεις αοράτους επιδέσμους ευσπλαχνίας, οι οποίοι αοράτως τονώνουν τα καταπονημένα μέλη. Έχεις λόγον οξύτερον από το μαχαίρι, έχεις διδασκαλία πιο δυνατή από την φωτιά, έχεις βλέμμα πιο προσιτό από βάλσαμο. Ως δημιουργός, χωρίς δαπάνη και αντίτιμο, αγιάζεις το δημιούργημά σου. Ως πλάστης, χωρίς να κοπιάσης, μεταπλάττεις τα πλάσματά σου.
Συ εκαθάρισες λεπρούς με το θέλημά σου, συ έκαμες χωλούς να τρέχουν, συ έδωσες στους παραλύτους να σηκώσουν τα κρεβάτια τους, συ επρόσταξες εκ γενετής τυφλούς να ξεπλύνουν το σκοτεινό τους κάλύμμα, συ εξώρισες τους δαίμονες από τα πλάσματά σου, συ συνελήφθης με την θέλησή σου από τους εχθρούς, συ έπαθες τα πάντα από τους Εβραίους εκουσίως προς χάριν μου. «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Ανεγνώρισα τον Δεσπότη μου, ανεγνώρισα τον αλιέα μου και φύλακα, τον Βασιλέα και Κύριό μου. «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Πιστεύω, Κύριε, στην οικονομία σου, πιστεύω στην συγκατάβασή σου, πιστεύω στην πρόσληψη της φύσεώς μου, πιστεύω στον προσκυνητόν Σταυρόν σου, πιστεύω στα Πάθη της σαρκός σου, πιστεύω στον τριήμερόν σου θάνατο, πιστεύω στην Ανάστασίν σου.
Πλέον δεν εξετάζω. Πιστεύω, δεν φιλολογώ. Πιστεύω, δεν ζυγίζω. Πιστεύω, δεν περιεργάζομαι. Πιστεύω στους οφθαλμούς μου και στα χέρια μου. Αυτά που είδα με εδίδαξαν να μη φιλολογώ. Έμαθα από αυτά τα οποία εψηλάφησα να προσκυνώ και όχι να συγκρίνω με ανθρώπινα μέτρα και σταθμά. Έναν Κύριον και Θεόν γνωρίζω μόνον, τον Δεσπότην Χριστό, ω η δόξα και το Κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
—————————————————————————————————————————
Το βαθύτερο νόημα της σημερινής ευαγγελικής περικοπής έχει σχέση με το εσωτερικό δράμα της ψυχής του ανθρώπου. Όποιος θέλει να εμφανιστεί ο αναστημένος Κύριος μέσα του, με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, πρέπει να κλειδαμπαρώσει την πόρτα της ψυχής του, να την προστατέψει από την εισβολή του εξωτερικού, του φυσικού κόσμου. Όπως γράφει ο άγιος Θεόληπτος στη Φιλοκαλία: «Αποκτήστε σοφία από τις μέλισσες. Με το που θα δούν σμήνος από σφήκες να πετούν γύρω τους, μένουν μέσα στην κυψέλη κι έτσι διαφεύγουν τον κίνδυνο από τις επιθέσεις τους». Με τον ίδιο τρόπο οι απόστολοι προστατεύτηκαν από τους αιμοδιψείς και υλιστές Ιουδαίους.
Οι Ιουδαίοι αντιπροσωπεύουν κατά κάποιο τρόπο τον υλισμό και τον αισθησιασμό. Σε ψυχή όμως που διαφυλάσσεται με ζήλο και κλειδαμπαρώνεται, ο Κύριος θα εμφανιστεί εν δόξη. Ο δοξασμένος Νυμφίος θ’ αποκαλυφτεί τότε στη συνετή νύμφη. Όταν εμφανίζεται ο Κύριος, ο φόβος του κόσμου εξαφανίζεται κι η ψυχή ειρηνεύει. Κι όχι μόνο ειρηνεύει. Ο Κύριος φέρνει πάντα μαζί Του πολλά και διάφορα δώρα, όπως χαρά, δύναμη και θάρρος. Εδραιώνει την πίστη, ενισχύει τη ζωή.
Όταν ο Κύριος εμφανίζεται και μας παρέχει ολ’ αυτά τα πολύτιμα δώρα, κάποια αμφιβολία εξακολουθεί ακόμα να κρύβεται σε κάποια γωνιά της ψυχής μας. Η γωνιά αυτή αντιπροσωπεύει το δύσπιστο Θωμά. Για να φωτιστεί και να θερμανθεί κι η γωνιά αυτή με τη χάρη του Κυρίου, πρέπει να επιμείνουμε στην προσευχή και να περιμένουμε με μεγάλη υπομονή. Πρέπει να μένουμε κλειδαμπαρωμένοι, προστατευμένοι από τον έξω κόσμο, από τις σωματικές επιθυμίες και ορμές. Τότε ο Κύριος που αγαπά το ανθρώπινο γένος θα μας συμπονέσει και θα εισακούσει τις προσευχές μας. Θα εμφανιστεί ξανά και με τη φιλεύσπλαχνη παρουσία Του θα φωτίσει και την τελευταία σκοτεινή γωνιά της ψυχής μας. Τότε και μόνο τότε θα μπορέσουμε να πούμε πως είμαστε ζωντανές ψυχές και υιοί Θεού κατά χάρη. Κι ολ’ αυτά με τη χάρη του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο πρέπει η τιμή και η προσκύνηση, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια
καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς)
Ο Α Κανόνας της εν Αντιοχεία Συνόδου
Ερμηνεία του Ζ Αποστολικού Κανόνα για την εορτή του Πάσχα.(Αγ.Νικοδήμου Αγιορείτου)
Διευκρινίσεις για την ημερομηνία και τον χρόνο εορτασμού του Ορθόδοξου Πάσχα
Έρευνα: πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου
Εκπαιδευτικού (χημικού)
Εισαγωγικά.
Επειδή δημιουργήθηκαν σοβαρότατα προβλήματα και ενστάσεις με τον φετινό (2021) εορτασμό του Πάσχα και επειδή τα δημοσιευμένα άρθρα ή οι δημοσιευμένες απαντήσεις δημιούργησαν σύγχυση σε πολλούς, δημοσιεύουμε το παρακάτω άρθρο με σκοπό να ξεκαθαριστούν τα προβλεπόμενα από την Ορθόδοξη Εκκλησία σχετικά με τον συγκεκριμένο εορτασμό.
Τι είναι τα Πασχάλια
Οι ημερομηνίες εορτής του Ορθοδόξου Πάσχα για κάθε έτος είναι δημοσιευμένες στα λεγόμενα Πασχάλια.
Πασχάλιο καλείται το εορτολόγιο των κινητών εορτών, που εξαρτώνται από το Πάσχα. Σε αντίθεση με το εορτολόγιο των ακίνητων εορτών, οι διατεταγμένες κινητές εορτές δεν έχουν σταθερές ημερομηνίες και γι’ αυτό λέγονται κινητές. Απαιτείται, λοιπόν, ο ετήσιος προσδιορισμός της ημερομηνίας του Πάσχα και κατόπιν όλων των υπολοίπων κινητών εορτών. Μέρος του πασχαλίου είναι και ο τρόπος προσδιορισμού της ημερομηνίας του Πάσχα κάθε έτους.
Η Εκκλησία εκδίδει υπό τον τίτλο Πασχάλιο του σωτηρίου έτους Χ ετήσιους Πίνακες, που περιέχουν χρήσιμες αστρονομικές και εορτολογικές πληροφορίες για κάθε νέο έτος, όπως: Ηλίου κύκλοι, Σελήνης κύκλοι, Σελήνης θεμέλιον, Κρεωφαγίας ημέραι, Αρχή Τριωδίου, Η Απόκρεω, Νομικόν Φάσκα, Λατίνων Πάσχα, ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΑΣΧΑ, Της Αναλήψεως, Της Πεντηκοστής, ημέραι νηστείας των Αγ. Αποστόλων, Παραμονή Χριστουγέννων ημέρα κ.α
Στην σελίδα 32 των Διπτύχων της Εκκλησίας της Ελλάδος δημοσιεύεται το Πασχάλιο του έτους 2021. Για λόγους συντόμευσης του άρθρου δεν αναλύουμε τους άλλους όρους του Πασχαλίου και επικεντρώνουμε την προσοχή μας στις παρακάτω εορτές και ημερομηνίες. Νομικό Φάσκα (01 Μαϊου) και το ΑΓΙΟΝ ΠΑΣΧΑ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ (02 Μαϊου).
Προκειμένου να εξηγήσουμε τις ημερομηνίες αυτές παραθέτουμε τα παρακάτω ιστορικά στοιχεία.
Ιστορικά στοιχεία
Από τα αρχαία χρόνια μέχρι και σήμερα, η εαρινή ισημερία συνδέθηκε με ορισμένες θρησκευτικές γιορτές: Σηματοδοτούσε το τέλος του χειμώνα και τον ερχομό της άνοιξης. Είναι επίσης γιορτή των Εβραίων, το «Πεσάχ» (peshah), που σημαίνει επίσης διάβαση και εννοούνταν η φυγή από την Αίγυπτο. Σηματοδοτούσε την απελευθέρωση του Εβραϊκού λαού από την αιγυπτιακή αιχμαλωσία προς τη Γη της Επαγγελίας. Είναι και γιορτή των Χριστιανών, το Πάσχα, που έχει τις ρίζες του από το εβραϊκό Πεσάχ και θεωρείται η διάβαση από τον θάνατο προς την ζωή. Δηλαδή, συμβολίζει την διάβαση από τον θάνατο της αμαρτίας προς την ζωή της αληθείας.
Οι Χριστιανοί, επειδή οι πρώτοι από αυτούς προερχόταν από τους Εβραίους και επειδή το Μαρτύριο και η Ανάσταση του Ιησού συνέπεσαν κατά τη διάρκεια του Εβραϊκού Πάσχα, παρέλαβαν αυτή την εορτή με το όνομα Πάσχα σε ανάμνηση της Αναστάσεως. Κατά τα πρώτα χρόνια οι Χριστιανοί, που προέρχονταν από τους Εβραίους, συνεόρταζαν μαζί με τους άλλους Εβραίους το Πάσχα. Η μόνη διαφορά ήταν, ότι το Πάσχα των πρώτων Χριστιανών ετελείτο με μεγαλύτερη χαρά, διότι δεν συμβόλιζε απλά την παλαιά σωτηρία, αλλά προεικόνιζε και την μέλλουσα ζωή.
Σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νόμο, το Εβραϊκό Πάσχα (λέγεται και Νομικό Φάσκα) ορίζεται να εορτάζεται την ημέρα, όπου συνέπιπτε η πρώτη εαρινή πανσέληνος. Το εβραϊκό ημερολόγιο είναι ηλιοσεληνιακό, δηλαδή ένας μήνας αντιστοιχεί σε έναν συνοδικό μήνα και περιλαμβάνει έναν πλήρη κύκλο φάσεων της σελήνης. Πρώτη ημέρα κάθε μήνα θεωρείται η ημέρα κατά την οποία εμφανίζεται ο μηνίσκος της νέας σελήνης. Σύμφωνα με το εβραϊκό μηνολόγιο, ο μήνας, του οποίου η πανσέληνος συμβαίνει πάντα αμέσως μετά την εαρινή ισημερία καλείται Νισάν και είναι ο πρώτος μήνας του θρησκευτικού εβραϊκού έτους. Είναι γνωστό ότι η πανσέληνος απέχει από την νέα σελήνη περίπου δεκατέσσερις ημέρες και επομένως, η 14η Νισάν θεωρείται ως σταθερή ημερομηνία εορτασμού του Νομικού Φάσκα.
Η συνήθεια αυτή του εορτασμού του Πάσχα μαζί με τους Ιουδαίους παρέμεινε σε μερικούς Χριστιανούς μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ. Όμως, από το 51 μ.Χ. ο έβδομος κανόνας των Αποστόλων, που συνήλθαν τότε, αποδοκίμαζε αυτούς, που εόρταζαν το Πάσχα μαζί με τους Εβραίους την 14η του Νισάν και γι’ αυτό αποκαλούνταν «τεσσαρεσκαιδεκατίτες». Παρά ταύτα, στην Ανατολή εξακολουθούσαν οι Χριστιανοί να γιορτάζουν το Πάσχα μαζί με το Ιουδαϊκό Πάσχα, ενώ στη Δύση το Πάσχα ετελείτο την επόμενη Κυριακή της εβραϊκής εβδομάδας των Αζύμων. Άλλοι Χριστιανοί εόρταζαν το Πάσχα την 15η Νισάν, άλλοι την 16η Νισάν, ακόμη και ημέρες διαφορετικές της Κυριακής. Και ενώ η Σύνοδος της Εφέσου αποφάσισε όπως το Πάσχα να εορτάζεται στις 14 Νισάν, η Σύνοδος της Ρώμης το 196 μ.Χ. αποφάσισε να εορτάζεται Κυριακή.
Φυσικά, καταβλήθηκαν προσπάθειες εναρμονισμού με συζητήσεις, που διεξάγονταν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Λύση στο ζήτημα δεν έδωσε ούτε η Σύνοδος στην Αρελάτη το 314 μ.Χ. υπό τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, ο οποίος επανέφερε το ζήτημα και στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 325 μ.Χ, αξιώνοντας το Πάσχα να εορτάζεται κοινή ημέρα για όλους τους Χριστιανούς μετά από το Εβραϊκό Πάσχα και ημέρα Κυριακή, επειδή ήταν γνωστό ότι η Ανάσταση του Κυρίου έλαβε χώρα την μία του Σαββάτου, δηλαδή την επόμενη ημέρα από το Σάββατο, που αργότερα ονομάστηκε «Κυριακή», δηλαδή ημέρα του Κυρίου.
Η Σύνοδος της Νίκαιας καταδίκασε τους «τεσσαρεσκαιδεκατίτες» και προχώρησε σε ρυθμίσεις του εορτασμού του Πάσχα. Επειδή, η Αλεξάνδρεια ήταν τότε πνευματικό κέντρο της νεοϊδρυθείσας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ανατέθηκε στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και ειδικότερα στον αστρονόμο και Επίσκοπο Χωνών Αχιλλέα Τάτιο να καθορίσει την ημέρα του Πάσχα, αλλά και να την μεταδώσει στον πρώτο στην τάξη Επίσκοπο Ρώμης, ο οποίος θα την ανακοίνωνε σε όλες τις Χριστιανικές Εκκλησίες. Το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας εξέδωσε έναν κανόνα για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας του Πάσχα και γι’ αυτό ονομάστηκε Πασχάλιος Κανών και περιείχε τέσσερεις όρους. Ο Πασχάλιος Κανόνας, λοιπόν, όριζε το Πάσχα να τελείται κάθε χρόνο (α) την πρώτη Κυριακή, (β) μετά την πρώτη πανσέληνο, (γ) που έπεται της Εαρινής Ισημερίας. Επειδή, όμως, το Νομικό Φάσκα τελείται, όταν πληρούνται οι δύο τελευταίοι όροι, για να αποφευχθεί ο συνεορτασμός στην περίπτωση που πληρείται και ο πρώτος όρος, υπάρχει και ένας τέταρτος όρος, ο οποίος ορίζει ότι: όταν η εαρινή ισημερία και η επόμενη πανσέληνος συμπέσουν την ίδια ημέρα και είναι ημέρα Κυριακή, το Χριστιανικό Πάσχα μετατίθεται για την επόμενη Κυριακή.
Παρατηρήσεις
1.Όταν συνήλθε η Α Οικουμενική Σύνοδος το ισχύον ημερολόγιο ήταν το Ιουλιανό. Σύμφωνα με το ημερολόγιο αυτό η εαρινή ισημερία ήταν την 21η Μαρτίου. Επίσης το ημερολόγιο αυτό είναι ηλιοκεντρικό και έχει ως βάση το 24ωρο που ξεκινάει από τις 12 τα μεσάνυκτα της μιας μέρας και τελειώνει στις 12 τα μεσάνυκτα της επόμενης μέρας. Επομένως οι όροι που έθεσε η Α Οικουμενική Σύνοδος με βάση το 24ωρο για το έτος 2021 έχουν ως εξής.
ΝΟΜΙΚΟ ΦΑΣΚΑ (Εβραϊκό Πάσχα). Ξεκινάει από τα μεσάνυκτα της 30 Απριλίου και τελειώνει τα μεσάνυκτα της 1ης Μαϊου.(σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο) η από μεσάνυκτα 17 Απριλίου μέχρι τα μεσάνυκτα της 18 Απριλίου σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο.
ΑΓΙΟ ΠΑΣΧΑ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ. Αρχίζει τα μεσάνυκτα της 1ης Μαΐου και η πρώτη μέρα τελειώνει τα μεσάνυκτα της 2ης Μαϊου 2021(σύμφωνα με το νεο ημερολόγιο) ώστε να μην συμπέσει με το Νομικό Φάσκα.
2.Απαραίτητος ΔΟΓΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΟΣ σύμφωνα με τον 7ο Αποστολικό Κανόνα, που επικύρωσε με συγκεκριμένους όρους εορτασμού του Πάσχα η Α Οικουμενική Σύνοδος και εκδόθηκαν τα Πασχάλια ήταν να μην συμπέσει ΠΟΤΕ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΑ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΑΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ η ημερομηνία της εορτής του Εβραϊκού Πάσχα με το Πάσχα των Ορθοδόξων. Και για να το πετύχει αυτό καθιέρωσε την ημερομηνία του ΝΟΜΙΚΟΥ ΦΑΣΚΑ.
Η ημερομηνία του Νομικού Φάσκα μπορεί σήμερα να φαίνεται ΥΠΟΘΕΤΙΚΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ (φέτος το Πάσχα οι Εβραίοι σύμφωνα με το δικό τους ημερολόγιο το γιόρτασαν από 27-3-21 έως 4-4-2021 λόγω του ημερολογίου που ακολουθούν), ΟΜΩΣ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΑΠΑΡΑΒΑΤΟ ΟΡΟ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΑΣΧΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΥ ΕΤΟΥΣ ΚΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ. Γι΄αυτό τον λόγο αναγράφεται σε όλα τα Πασχάλια όλων των τοπικών εκκλησιών, είτε ακολουθούν το Ιουλιανό, είτε το νέο ημερολόγιο. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι το 1924 με την εισαγωγή του νέου ημερολογίου δεν πειράχτηκε το Πασχάλιο. Γι΄αυτό όλες οι ορθόδοξες Εκκλησίες, είτε ακολουθούν το Ιουλιανό ημερολόγιο, είτε το νέο, εορτάζουν την ΙΔΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ, αλλά με διαφορετική ημερομηνία.
3. Με το θέμα του χρόνου της Αναστάσεως αναλυτικά ασχολήθηκε ο Άγιος Διονύσιος Αλεξανδρείας (3ος αιών), υποχρεωθείς να απαντήσει σε ερώτηση επισκόπου για το πότε, ποια ώρα ακριβώς, πρέπει να σταματά η προ του Πάσχα νηστεία. Την σπουδαία αυτή ανάλυση του Αγίου Διονυσίου Αλεξανδρείας, υιοθέτησε και η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος, η γνωστή εν Τρούλλω (690), η οποία ορίζει με τον ΠΘ´ (89ο) κανόνα της, ότι πρέπει η παύση της νηστείας να γίνεται μετά το μεσονύκτιο του Σαββάτου προς την Κυριακή, διότι, κατά την ερμηνεία του Αγίου Νικοδήμου στον εν λόγω κανόνα, από την ευαγγελική διήγηση «συνάγεται ότι κατά το μεσονύκτιον ανέστη ο Κύριος παρελθούσης της στ´ ώρας και αρχομένης της ζ´». Ο Θεόδωρος Βαλσαμών ερμηνεύοντας επίσης τον κανόνα του Αγίου Διονυσίου παραπέμπει και στον πθ´ της εν Τρούλλω συνόδου, λέγοντας ότι επειδή, εκτός από τον κανόνα, η ώρα της Αναστάσεως αποσαφηνίσθηκε παλαιότερα κατά το δυνατόν και βάσει αγιογραφικών χωρίων (μολονότι τον αληθή χρόνο γνωρίζει μόνον ο αναστάς Θεός) οφείλουμε να πούμε, ότι μέχρι τα μεσάνυκτα, μέχρι δηλαδή την έκτη ώρα της νύκτας (12 τα μεσάνυκτα), πρέπει να νηστεύουμε· από την έβδομη όμως ώρα, την πρώτη δηλαδή μεταμεσονύκτια, που αρχίζει η Κυριακή κατά την οποία αναστήθηκε ο Χριστός (είναι δε εύλογο η Ανάσταση να έγινε ή κατά την εβδόμη ή κατά την ογδόη ώρα) δεν πρέπει να νηστεύουμε, για να μη φανούμε αντίθετοι προς τους κανόνες που απαγορεύουν την νηστεία κατά τις Κυριακές [Πηδάλιο].(π.Θ.Ζ)
Και το Συναξάρι της Κυριακής του Πάσχα, προφανώς γραμμένο από τον Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο, που έγραψε όλα τα Συναξάρια του Πεντηκοσταρίου, μάς πληροφορεί, ότι η Ανάσταση έγινε περί το μεσονύκτιο, λίγο πριν ή λίγο μετά από αυτό: «Η δε του Κυρίου ανάστασις γέγονεν ούτω· των στρατιωτών φυλασσόντων τον τάφον περί μέσον νυκτός σεισμός γίνεται· κατελθών γαρ Άγγελος τον λίθον της του μνημείου θύρας αφίστησιν».
4. Το επιχείρημα ότι λειτουργικά η ημέρα αρχίζει από τον εσπερινό της προηγούμενης (λειτουργικός χρόνος) δεν ισχύει στην περίπτωση του χρονικού εορτασμού του Πάσχα, γιατί, όπως αναφέραμε παραπάνω, η Α Οικουμενική Σύνοδος διατύπωσε τους όρους εορτασμού με βάση αστρονομικά δεδομένα και τα Πασχάλια εκδόθηκαν και εκδίδονται με βάση το ισχύον τότε Ιουλιανό ημερολόγιο. Και τα Πασχάλια που εκδόθηκαν δεν υιοθετούν τον λειτουργικό χρόνο αλλά τον ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟ ΧΡΟΝΟ (24ΩΡΟ όπως αναλύθηκε παραπάνω) και θέτουν συγκεκριμένες ημερομηνίες εορτής και του Νομικού Φάσκα και του Αγίου Πάσχα των Ορθοδόξων.
5.Κατά τον εορτασμό της Ανάστασης προηγείται η ΜΕΤΑΜΕΣΟΝΥΚΤΙΑ ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ-ΟΜΟΛΟΓΙΑ με το τροπάριο ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ και ακολουθεί ο ΜΕΤΑΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΣ ΟΡΘΡΟΣ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ (Αναστάσεως ημέρα…) ΚΑΙ Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ. Κάθε χρονική μετάθεση μερών του λειτουργικού εορτασμού πριν το ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟ συνεπάγεται κατακερματισμός και αθέτηση όλων των κανόνων που αναφέραμε παραπάνω. Και όπως στην Θεία Λειτουργία προηγείται η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ με το «Πιστεύω» και ακολουθεί η Αγία Αναφορά έτσι και στον εορτασμό της ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗΣ ΔΕΣΠΟΤΙΚΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ πρέπει να προηγείται η ΟΜΟΛΟΓΙΑ-ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ (χρονικά μετά το Μεσονύκτιο όπως για 2000 και πλέον χρόνια καθόρισε η Ορθόδοξη Παράδοση) και να ακολουθούν τα υπόλοιπα.
Τα τέσσερα τέρατα που πρέπει να καταστρέψουμε

Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός
Διάβασα προ καιρού ένα ωραίο και ευρηματικό άρθρο, στην έγκυρη και κραταιά εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ», ένα άρθρο του κ. Ιωάννη Ασλανίδη, αντιστρατήγου ε.α., για την μνηστηροφονία, το γνωστό επεισόδιο από την Οδύσσεια του Ομήρου. Με αφορμή το εξαιρετικό, σύντομο κείμενο του στρατηγού – «τα λόγια μας είναι παιδιά πολλών ανθρώπων», έλεγε ο αγέραστος λόγος του Σεφέρη – και αντικρίζοντας την έρμη πατρίδα, να διαμοιράζουν τα ιμάτιά της, τα πνευματικά της προικιά, και επί των ιματισμόν της να θέτουν κλήρο, οι ποικιλώνυμοι στρατιώτες της ανομίας, αραδιάζω λίγες αυθαίρετες σκέψεις.
Επανέρχομαι στον ποιητή που, κατά την αειθαλή ρήση του Πλάτωνα, «πεπαίδευκεν την Ελλάδα», τον Όμηρο και την «Οδύσσειά» του, που μοσχοβολά από φιλοπατρία, θάρρος και υπομονή, ολόψυχη αφοσίωση στην οικογένεια και την συζυγική πίστη.Ο Όμηρος, κατά τον σεβαστό μας δάσκαλο, Κώστα Γανωτή είναι ο μεγαλύτερος, προ Χριστού, θεολόγος. Ένα παράδειγμα από τις θαυμάσιες ερμηνείες του δασκάλου. «Συνήθως οι Ομηριστές…
Δείτε την αρχική δημοσίευση 828 επιπλέον λέξεις
«Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν…» ~ Τοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ †

Ὁμοτ. Καθηγ. Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπ. Ἀθηνῶν
«Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, νέκρωση τοῦ Θανάτου»…
Μὲ τὰ ἀπαισιότερα συναισθήματα ἀντιμετωπίζεται συνήθως ὁ θάνατος. Ὁ πολιτισμός μας, γιὰ τὸν ὁποῖο τόσο καυχόμαστε, δὲν μᾶς ἔχει ἐξοικειώσει μὲ τὴν μεγαλύτερη καὶ τραγικότερη πραγματικότητα στὴ ζωή μας, τὸν θάνατο. Οὔτε μᾶς ἔχει συμφιλιώσει μαζί του. Γι᾿ αὐτὸ λείπει στὴ σημερινὴ κοινωνία μία ρεαλιστικὴ φιλοσοφία τοῦ θανάτου. Βέβαια, σ᾿ αὐτὸ συντρέχουν διάφοροι λόγοι.
Ὁ ὀλιγόπιστος φοβᾶται τὸν θάνατο, διότι βλέπει τὴν ἀνετοιμότητά του νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ. Ὁ ἄπιστος ἢ ἄθεος, ποὺ στηρίζει ὅλες τὶς ἐλπίδες του στὸν κόσμο αὐτό, βλέπει τὸν θάνατο σὰν καταστροφή. Γι᾿ αὐτὸ ἀποφεύγει νὰ μιλεῖ γιὰ τὸν θάνατο ἢ χλευάζει τὸν θάνατο, ἀλλὰ στὸ βάθος τὸν φοβᾶται. Ὅπως τὸν φοβοῦνται οἱ οἰκονομικὰ εὔρωστοι, διότι θὰ τοὺς κάμει νὰ χάσουν ὅσα ἔχουν, ἀλλὰ καὶ οἱ προλετάριοι τοῦ κόσμου μας, μολονότι διατείνονται, ὅτι βλέπουν τὸν θάνατο σὰν σωτηρία. Διότι γι᾿ αὐτούς, κυρίως, ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Δ. Σολωμοῦ: «Γλυκειὰ ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος μαυρίλα».
Γιά τόν χριστιανό, ὅμως, καί μάλιστα τόν πατερικό, δηλαδή τόν ὀρθόδοξο, τό μυστήριο τοῦ θανάτου ἔχει λυθεῖ. Ἡ Σφίγγα τοῦ θανάτου διέκοψε τὴ σιωπή της. Τὸ αἴνιγμα, ποὺ τόσο ἀπασχόλησε τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα καὶ μόνον ἡ σωκρατικὴ – πλατωνικὴ μεγαλοφυΐα μπόρεσε νὰ ψαύσει στὸν «Φαῖδρο», ἔχει πιὰ ἐξιχνιαστεῖ καὶ ἀπομυθευθεῖ. Μένει, βέβαια, καὶ γιὰ τὸν χριστιανὸ ὁ θάνατος «μυστήριο».
«Ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον» – ψάλλουμε στὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία. Τὸ μυστήριο ὅμως δὲν ἔγκειται στὴν ὕπαρξή του, ἀλλὰ στὶς συνέπειές του: «πῶς ἡ ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος βιαίως χωρίζεται!…»
Ἡ συμμετοχὴ τοῦ πιστοῦ στὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ βοηθᾶ στὴν κατανόηση τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ ζωὴ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα «ἐξ οὐκ ὄντων» (ἀπὸ τὸ μηδὲν) καὶ μᾶς ἔφερε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη. Ὁ θάνατος, ἐξάλλου, εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν θέληση τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι φυσικὴ κατάσταση, ἀλλὰ συνδέεται μὲ τὸ τραγικὸ γεγονὸς τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀστοχίας τοῦ ἀνθρώπου νὰ μένει στὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν», «φθόνῳ διαβόλου εἰσῆλθεν θάνατος εἰς τὸν κόσμον».
Ὁ Θεός ἐπέτρεψε τόν θάνατό μας, «ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται». Αὐτή εἶναι ἡ θεολογική ἑρμηνεία τοῦ θανάτου ἀπό τούς Ἁγίους μας, τούς ἀληθινούς θεολόγους.
Ἡ ἁμαρτία, ὡς πτωτικό γεγονός, ἀδρανοποίησε καί νέκρωσε, τελικά, τήν ζωή μας, πού εἶναι ἡ ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά μας, τό κέντρο τῆς ὕπαρξής μας. Αὐτός ὁ «χωρισμός» ἀπό τήν ἄκτιστη χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ πνευματικός θάνατος, πού προκάλεσε καί τόν σωματικό – βιολογικό θάνατό μας.
Στόν πνευματικό θάνατο πρέπει νά ζητηθεῖ ἡ αἰτία καί τοῦ σωματικοῦ θανάτου.
Θρῆνος, λοιπόν, κατὰ τὴν κήδευση κάποιου ἀγαπητοῦ μας προσώπου («Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον…», ψάλλουμε) δὲν συνδέεται μὲ τὸν πρόσκαιρο χωρισμό μας, ἀλλὰ μὲ τὴν αἰτία ποὺ προκάλεσε τὸν θάνατό μας, τὴν ἁμαρτία. Ὁ σωματικὸς θάνατος εἶναι διάσπαση τῆς ἁρμονικῆς σχέσης καὶ συλλειτουργίας ψυχῆς καὶ σώματος, ὡς τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀνθρώπινη σάρκα νεκρώνεται, φθείρεται καί, ἐπιστρέφοντας στὸ χῶμα, διαλύεται.
Ἡ ψυχὴ ὅμως δὲν φθείρεται οὔτε διαλύεται, διότι ὁ Θεὸς τὴν δημιούργησε πνευματική. Περιμένει τὸ «κέλευσμα» (παράγγελμα) τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ (Α´ Θεσ. δ´ 16), γιὰ νὰ ξαναενωθεῖ μὲ τὸ ἀναστημένο σῶμα καὶ νὰ ζήσει αἰώνια μαζί Του, σὲ μίαν ἄλλη ζωή, ποὺ θὰ εἶναι ὅμως αἰώνια συνέχεια τῆς γήινης ὕπαρξής μας.
Ὁ «νόμος τῆς ἀφθαρσίας» ἰσχύει ἀπόλυτα στό δημιουργικό ἔργο τοῦ Θεοῦ. Τίποτε δέν χάνεται ἀπό αὐτό. Γι᾿ αὐτό κάθε στιγμῆς τῆς παρούσας ζωῆς ἔχει γιά τόν χριστιανό σωτηριολογική σημασία, διότι ἀπό τόν τρόπο πού τῇ ζοῦμε, κρίνεται ἡ σωτηρία μας, ἡ κατάστασή μας στή μετά θάνατον ὕπαρξή μας (βλ. Β´ Κορ. στ´ 7).
Ὁ Χριστός, μὲ ὅλο τὸ σωτήριο ἔργο Του, ἐπιφέρει τὴν πλήρη ἄρση ὅλων τῶν συνεπειῶν τῆς πτώσης. Συντρίβει τὴν ἁμαρτία πρῶτα στὴ δική Του ἀναμάρτητη φύση, ποὺ δὲν νικιέται ἀπὸ τὴ θανατηφόρο δύναμη τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ καὶ πάνω στὸν Σταυρό Του, στὸν ὁποῖο θανάτωσε τὴν δική μας ἁμαρτία, τὴν ἁμαρτία ὅλου του κόσμου (Ἰω. α´ 29).

Ὁ Θεὸς δὲν ἐνεργεῖ τιμωρητικά, ὅπως ἀπαιτοῦσε ὁ ἀνθρώπινος νόμος, ἀλλὰ ὡς σωτήρας καὶ ἀπελευθερωτὴς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας, ὅπως ἐπιβάλλει ὁ δικός Του νόμος. Δὲν τιμωρεῖ, συνεπῶς, τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅπως συνέβη μὲ τὸν κατακλυσμὸ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη (Γεν. κεφ. η´), ἀλλὰ τὴν ἁμαρτία…
ὅπως ὁ καλός γιατρός δέν ζητεῖ τόν θάνατο τοῦ ἀσθενοῦς, ἀλλά τῆς νόσου. Γι᾿ αὐτό στή Θεία Λειτουργία ὀνομάζεται ὁ Χριστός «ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν».
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ κορύφωση τῆς νίκης Του πάνω στὴν ἁμαρτία μας καὶ γι᾿ αὐτὸ νοηματοδοτεῖ ὅλη τὴν ὕπαρξή μας. Ἐνῶ ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου βαδίζει πρὸς ἕνα τέλος, ὁ ἄνθρωπος στὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως ἀποδεικνύεται χωρὶς τέλος. Διότι στὸ ὅριο ἱστορίας καὶ μεταϊστορίας βρίσκεται ὁ Νικητὴς τοῦ Θανάτου, ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος «θανάτῳ ἐπάτησε τὸν Θάνατον» καὶ μεῖς «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν», τὸν θάνατο τοῦ Θανάτου.
Ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ νίκη πάνω στὸν Θάνατο. Ἔξω ἀπὸ τὴν σχέση μας μὲ τὸν Χριστό, ὁ θάνατος γίνεται φοβερὸς καὶ ἀδυσώπητος. Μὲ τὸν ἀναστάντα Χριστὸ ὁ Θάνατος ἀπομυθοποιεῖται. Καταλύεται ἡ παντοδυναμία του (Ἑβρ. β´ 14). Ὁ Χριστὸς κατήργησε τὸ φόβητρο τοῦ θανάτου, ὥστε χριστιανικὰ ὁ θάνατος νὰ νοεῖται ὡς ἡ ἀληθινὴ γέννηση καὶ ἀναμονὴ τῆς κοινῆς ἀνάστασης.
Κατανοεῖται, ἔτσι, τό παράδοξο: ἐνῶ ὁ «κόσμος» γιορτάζει γενέθλια, ἐμεῖς οἱ χριστιανοί πανηγυρίζουμε τήν «μνήμην», τήν κοίμηση, τῶν Ἁγίων μας.
Διότι ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου γιά τόν αὐθεντικά χριστιανό εἶναι ἡ ἀληθινή γέννησή μας («γενέθλιος ἡμέρα») στήν ἀληθινή ζωή.

Ὁ ὀρθόδοξος πιστός, ὅμως, ζεῖ τὶς περίεργες γιὰ τὸν χωρὶς Θεὸ πραγματικότητες, μετέχοντας στὴ ζωὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Δὲν ἀρκεῖ γι᾿ αὐτὸ τὸ τυπικὸ βάπτισμα.
Χρειάζεται μετοχὴ στὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ ὕπαρξη. Στὰ ὅρια αὐτῆς τῆς ζωῆς ὁ πιστὸς πεθαίνει κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς του, νεκρώνεται, μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν πνευματικὴ ζωὴ γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ νὰ ζήσει μέσα στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ «αἰώνιος ζωή». Γι᾿ αὐτὸ μας διδάσκουν οἱ μοναχοί μας, οἱ αὐθεντικοὶ πιστοί: «Ἐὰν πεθάνεις, πρὶν πεθάνεις, δὲν θὰ πεθάνεις, ὅταν πεθάνεις»!
Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ ζήσεται» (Ἰω. ια´ 25) σημαίνει, ὅτι ἡ μέσῳ τοῦ βαπτίσματος καὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἕνωσή μας μαζί Του, μᾶς συνδέει καὶ πάλι μὲ τὴν γεννήτρια τῆς ζωῆς, τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι Αὐτός. Μᾶς ἐπαναφέρει στὴν κοινωνία καὶ σχέση μὲ τὸν Θεό, ποὺ ζωοποιεῖ τὸν θάνατό μας καὶ μεταμορφώνει σὲ Ζωὴ δική Του τὸν καθημερινὸ θάνατό μας.
Χωρίς νά εἶναι, συνεπῶς, κανείς ζωντανό μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, δέν μπορεῖ νά ζήσει ἀληθινά, νά μετέχει τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἁπλῶς βαπτισμένος ἔχει τὶς δυνατότητες καὶ προϋποθέσεις μετοχῆς στὴ ζωή τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ δὲν σημαίνει ὅτι μετέχει σ᾿ αὐτήν, ἂν δὲν μετέχει στὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν ἁγίων μυστηρίων.
«Οὐχ ὅτι ἅπαξ γεγενήμεθα τοῦ σώματος», λέγει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος. Δέν τελειώνουν, δηλαδή, ὅλα ὅσον ἀφορᾶ τήν σωτηρία, μέ τό βάπτισμα. Μέ αὐτό ἀρχίζουν. Τό βάπτισμα εἶναι τό ἄνοιγμα τῆς πύλης, ἀλλά πρέπει νά διαβεῖ τήν πύλη κανείς καί νά ζήσει ἐν Χριστῷ.
Οἱ Ἅγιοί μας, μὲ τὰ ἀκέραια καὶ ἄφθαρτα λείψανά τους (π.χ. Ἅγιος Σπυρίδων ἢ ὁ Ἅγιος Γεράσιμος) βεβαιώνουν τὴν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου καὶ τῶν συνεπειῶν του (φθορᾶς) ἤδη μέσα στὴ ζωή μας αὐτή, ἀλλὰ καὶ δίνουν μαρτυρία τῆς αἰωνιότητας μέσα στὴν ἱστορία. Βλέποντας τοὺς Ἁγίους μας ὁ ὀρθόδοξος πιστὸς (καὶ αὐτὴ τὴν ἐμπειρία ἔχουμε ἐμεῖς οἱ Ἑπτανήσιοι ἀπὸ μικρὰ παιδιά), οἰκοδομεῖ τὴν δική του φιλοσοφία γιὰ τὸν θάνατο.
Ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ δίνει τὴν δύναμη, ὥστε νὰ μὴ βλέπει ὁ πιστὸς τὸν θάνατο, ὅπως «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Α´ Θεσ. δ´ 14), ἀλλὰ καὶ νὰ νικᾷ κάθε μορφὴ θανάτου (ἀποτυχίες, ἀρρώστιες, παθήματα). Διότι δὲν δίνει ἀπόλυτο χαρακτήρα στὴ ζωὴ αὐτή. Δέν ἦταν οὔτε μαζοχιστής οὔτε πεισιθάνατος ὁ ἀγιος ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ἔλεγε: «τήν ἐπιθυμίαν ἔχω εἰς τό ἀναλύσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι» (θέλω νά πεθάνω καί νά εἶμαι μέ τόν Χριστό», Φιλ. ι´ 23).
Ὁ θάνατος εἶναι γιά τόν ὀρθόδοξο πιστό «μετάβαση» στήν ὄντως ζωή. Ἕνας ὕπνος, πού περιμένει τό ξύπνημα στήν ἀτελεύτητη αἰωνιότητα… Βέβαια, ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν ἴδια τοῦ τὴν φύση ἀθάνατος. Ἡ ἀθανασία εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ὡς πλάσμα Του. Ἀθάνατος εἶναι μόνον ὁ ἄκτιστος (ἀδημιούργητος) Θεὸς (Α´ Τιμ. στ´ 15).
Ἀθανασία, ἐξάλλου, δέν εἶναι ἡ ἁπλή ἐπιβίωση, ἀλλά ἡ μετοχή στόν «παράδεισο», στή χάρη ἢ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει καί ἡ εὐχή μας «αἰωνία ἡ μνήμη». Νά μετέχει, δηλαδή, ὁ πιστός αἰώνια στήν κοινωνία τοῦ Θεοῦ, στή βασιλεία του.
Ἡ Ὀρθοδοξία, μὲ ὅλη τὴν δομή της, προσφέρει στὸν πιστὸ τῇ δυνατότητα συνεχοῦς μετοχῆς στὸν θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Τὰ μυστήρια λ.χ. εἶναι συνεχὴς πραγμάτωση αὐτὴ τῆς δυνατότητας. Μὲ τὸ βάπτισμα πεθαίνει κανεὶς μὲ τὸν Χριστὸ (Ρωμ. στ´ 3). Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ πρῶτα βαπτιστήρια, οἱ ὁμαδικὲς «κολυμβῆθρες» τῆς Ἐκκλησίας, εἶχαν συνήθως τὸ σχῆμα σταυροῦ.
Τὸ βαπτιστήριο (ἡ κολυμβήθρα) εἶναι ὁ τάφος τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ «μήτρα» τῆς ἐν Χριστῷ ἀναγεννήσεως. Γι᾿ αὐτὸ οἱ ὀρθόδοξοι τελοῦμε τὸ βάπτισμα μὲ τριπλῆ κατάδυση καὶ ἀνάδυση καὶ ὄχι μὲ ῥαντισμὸ ἢ ἐπίχυση. Ζοῦμε αἰσθητὰ καὶ ὁρατὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασή μας.
Ἡ Μετάνοια ἢ Ἐξομολόγηση εἶναι καί αὐτή θάνατος (τῆς ἁμαρτίας μας) καί ἀνάστασή μας στή νέα ζωή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Γι᾿ αὐτό εἶναι τόσο ἀναγκαῖο αὐτό τό μυστήριο, ὅπως καί ἡ ὁλοκλήρωσή του, ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ μετοχή στή νίκη καί τῇ δόξα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ.
Πού βρίσκεται στά δεξιά τοῦ Πατρός, ὅπου μέ τήν Ἀνάληψή του ἀνέβασε τήν ἀναγεννημένη φύση μας. Ἂν καὶ τὰ ἄλλα μυστήρια (Εὐχέλαιο, Γάμος, Ἱερωσύνη π.χ.), προσφέρουν τὴν ἴδια δυνατότητα. Ὁ γάμος λ.χ. εἶναι ἐνσωμάτωση τῆς νέας ζωῆς τοῦ ζεύγους στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὥστε καὶ στὴν εἰδικὴ αὐτὴ ὄψη τῆς ζωῆς τους νὰ ζοῦν τὸ ἴδιο μυστήριο τοῦ θανάτου τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς συνεχοῦς ἀναστάσεώς τους σὲ μία ζωή, στὴν ὁποία Κύριος εἶναι μόνον ὁ Χριστός. Γι᾿ αὐτὸ – ἂν θέλουμε νὰ δοῦμε τὰ πράγματα στὴν ἀληθινή τους ὄψη – ὁ πολιτικὸς γάμος εἶναι μὲν νόμιμος, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξισωθεῖ μὲ τὸ μυστήριο, διότι πραγματοποιεῖ μὲν ἕνα «νομικὸν συνάλλαγμα», ἀλλὰ δὲν μᾶς εἰσάγει στὴ ζωὴ τῆς Χάρης.
Συχνά, ὅταν μᾶς ὑποβάλλεται τὸ ἐρώτημα, τί ἔχει νὰ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία στὴν ἀντιμετώπιση τῆς κάθε κοινωνικῆς δυσλειτουργίας, ἡ ἀπάντησή μου εἶναι μία: ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα Χριστοῦ, δὲν μοιράζει ἀσπιρίνες στοὺς πονοκεφάλους τοῦ κόσμου.

Εἰσάγει σέ μία ζωή, πού δίνει τήν δυνατότητα στόν πιστό ἄνθρωπο νά νικᾶ συνεχῶς τόν κάθε θάνατό του καί νά ὁμολογεῖ ὅπως στόν Ἀπ. Παῦλο: «ὡς ἀποθνήσκοντες καί ἰδού ζῶμεν», «φαινόμαστε σάν νά πεθαίνουμε, καί ὅμως ζοῦμε», (Β´ Κορ. στ´ 9).
Τὸ μεγαλύτερο γεγονὸς τῆς Ἱστορίας: Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι αὐτὸ ποὺ διαφοροποιεῖ τὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸὁποιαδήποτε ἄλλη θρησκεία. Οἱ ἄλλες θρησκεῖες ἔχουν ἀρχηγοὺς θνητούς, ἐνῶ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Ἀναστημένος Χριστός.
«Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ» σημαίνει θέωση καί ἀνάσταση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως,καί ἐλπίδα τῆς θέωσης καί ἀνάστασης τῆς δικῆς μας ὑποστάσεως.
Ἀφοῦ βρέθηκε τό φάρμακο, ὑπάρχει ἐλπίδα ζωῆς…
Διά τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἀποκτᾶ ἄλλο νόημα καί ἡ ζωή καί ὁ θάνατος. Ζωή σημαίνει κοινωνία μέ τόν Θεό. Δέν εἶναι πλέον θάνατος τό τέλος τῆς παρούσας ζωῆς, ἀλλά ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Χριστό.
Ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα δέν εἶναι θάνατος, ἀλλά προσωρινός ὕπνος.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δικαιώνει τήν μοναδικότητα καί ἀποκλειστικότητά Του ὡς Σωτήρα, ἱκανοῦ νά ζωοποιήσει ἀληθινά, νά μεταγγίσει τήν καταλύτρια τοῦ θανάτου Ζωή Του στή φθαρτή ζωή μας.Ἕνας ὁ Χριστός, μία ἡ Ἀνάσταση, μία καί ἡ δυνατότητα σωτηρίας – θέωσης.
Γι’ αὐτό καί προσανατολίζεται στόν Χριστό ἡ προσδοκία γιά τήν ὑπέρβαση τῶν ἀδιεξόδων, πού συμπνίγουν τήν ζωή μας. Στόν Χριστό τῶν Ἁγίων, τόν Χριστό τῆς Ἱστορίας.
Ὁ ἀλλοιωμένος «Χριστὸς» τῶν αἱρέσεων ἢ ὁ «σχετικοποιημένος» Χριστὸς τοῦ θρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ τῆς νεοεποχικῆς πανθρησκείας συνιστᾶ ἀπόρριψη τοῦ ἀληθινοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς προσφερόμενης ἀπὸ Αὐτὸν Σωτηρίας. Ὁ Χριστὸς τῶν Ἁγίων μας εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ τῆς Ἱστορίας καὶ ἀποκλείει κάθε σύγχυσή Του μὲ ὁποιαδήποτε λυτρωτικὰ ὑποκατάστατα ποὺ ἐπινοοῦνται γιὰ τὴν παραπλάνηση τῶν μαζῶν.
Διότι μόνο ἔτσι μπορεῖ ἡ πλάνη νά συντηρεῖ τήν ἀπάτη, διευκολύνοντας τήν κυριαρχία ἀντίχριστων δυνάμεων (πού ἔχουν εἰσχωρήσει ἀκόμα καί στήν Ἐκκλησία) καί σκορπίζουν μέν τόν θάνατο, ἀλλά ἐμφανίζονται ὡς «ἄγγελοι φωτός» καί «διάκονοι δικαιοσύνης».
Μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων μας συνειδητοποιοῦμε ὅτι δὲν ὑπάρχουν τραγικότερες ὑπάρξεις ἀπὸ τοὺς «μὴ ἔχοντας ἐλπίδα» – ἐλπίδα ἀνάστασης, βλέποντας τὸν βιολογικὸ θάνατο ὡς καταστροφὴ καὶ τέλος.
Σ’ αὐτὴ τὴν τραγικότητα ὑποκύπτει δυστυχῶς καὶ ἡ ἐπιστήμη, ἀναζητώντας ἀπεγνωσμένη μεθόδους γιὰ παράταση τῆς ζωῆς καὶ μεταδίδοντας τὴν ψευδαίσθηση ὑπερνίκησης τοῦ φυσικοῦ θανάτου. Ἐξ ἴσου ὅμως τραγικοὶ εἶναι καὶ ὅσοι – ἀκόμη καὶ Χριστιανοὶ – παγιδεύονται στὰ στεγανὰ χιλιαστικῶν ὁραμάτων καθολικῆς εὐημερίας καὶ ἐνδοκοσμικῆς ἐσχατολογίας, χάνοντας τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς Ἀνάστασης καὶ θυσιάζοντας τὸ ὑπερκόσμιο στὸ ἐνδοκομικὸ καὶ τὸ αἰώνιο στὸ πρόσκαιρο.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀνάσταση καί τοῦ ἀνθρώπου καί σύνολης τῆς κτίσης ἀποκτᾶ νόημα μόνο στό πλαίσιο τῆς Ἁγιοπατερικῆς σωτηριολογίας. Στή συσταύρωση δηλαδή καί συνανάσταση μέ τόν Χριστό.

Ἔτσι βιώνει τὴν Ἀνάσταση καὶ ὁ Ἑλληνισμὸς στὴν ἱστορική του πορεία. Πιστὴ στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἡ Ὀρθοδοξία, ἔχει χαρακτηριστεῖ «Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως», διότι οἰκοδομεῖ ἐκεῖ ὅλη τὴν ἱστορική της παρουσία, ἐμβολιάζοντας στὴ συνείδηση τῶν Λαῶν της τὴν ἀναστάσιμη ἐλπίδα, κάτι ποὺ φανερώνεται στὴν πολιτιστική της συνέχεια.
Ἀνάμεσά τους καὶ ὁ Ἑλληνικὸς Λαὸς ἔμαθε νὰ διαλύει στὸ Φῶς τῆς Ἀνάστασης τὰ σκοτάδια τῆς δουλείας του, ὅπως στὴν Τουρκοκρατία, ὅταν στὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» δὲν ἀπόσταινε νὰ προσθέτει: «καὶ Ἑλλὰς ἀνέστη!» Καὶ αὐτὸ γιὰ τετρακόσια χρόνια… Σὲ αὐτὸ τὸ νοηματικὸ πλαίσιο κινεῖται ἡ ἐλπιδοφόρα ἐκείνη πρόσκληση: «Δεῦτε λάβετε Φῶς!».
Εἶναι ἡ πρόσκληση στό ἀναστάσιμο ἄκτιστο Φῶς, πού τό δέχονται ὅσοι ἔχουν καθαρίσει τήν καρδιά τους ἀπό τίς κακίες καί τά πάθη. Χωρίς τήν «κάθαρση»τῆς καρδιᾶς, δηλαδή, τή μετάνοια, δέν μπορεῖ νά κοινωνήσει κάποιος τό Ἀναστάσιμο Φῶς.
Μετάνοια εἶναι ἡ ὑπέρβαση τῆς ἁμαρτίας, τῆς αἰτίας κάθε θανάτου μας. Αὐτό μᾶς ὑπενθυμίζει διαρκῶς ὁ περίεργος στά ὦτα τῶν ἀμύητων μοναστηριακός λόγος: «Ἑἂν πεθάνεις πρίν πεθάνεις, δέν θά πεθάνεις ὅταν πεθάνεις»!
Χριστός Ἀνέστη!…

Σχόλιο Λόγος Φωτός:H θέα του Αναστάντος Χριστού συνεχίζεται σε ολόκληρη την ζωή της ανθρωπότητος. Πάντοτε δια μέσου των αιώνων υπάρχουν μάρτυρες της Αναστάσεως του Χριστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, που είναι το αναστημένο Σώμα του Χριστού, προσφέρει την εμπειρία της Αναστάσεως. Yπάρχουν πολλοί που πιστεύουν στην Ανάσταση, αλλά είναι λίγοι εκείνοι που βλέπουν κάθε ώρα τον Αναστάντα Χριστό λαμπροφορούντα, και απαστράπτοντα…
Όταν ο άνθρωπος καθαρθεί και πλησιάσει στο μνημείο της καρδίας του, τότε θα δει τον λίθο της πωρώσεως της ασάφειας του λόγου να σηκώνεται. Θα δει τους αγγέλους, δηλαδή την συνείδησή του, να του αναγγέλλουν ότι αναστήθηκε μέσα του ο νεκρωθείς λόγος της αρετής και της γνώσεως, αλλά ακόμη θα αξιωθεί να δει την εμφάνιση και αυτού του ίδιου του Θεού Λόγου… ~ π. Ιερόθεος
Πηγές: Λόγος Φωτός-ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑ