Υπέρ Χριστού, το Μαρτύριον των Αγίων Νηπίων ελογίσθη

Του Β. Χαραλάμπους, θεολόγου

_________________________

Σε άρθρο του Θανάση Ν. Παπαθανασίου, το οποίο δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο anastasiok.blogspot  στις 26 Δεκεμβρίου 2023 και το οποίο τιτλοφορείτο, ‘’«Αχ!»…, Χριστούγεννα λειψά!’’, ανεφέροντο μεταξύ άλλων  τα εξής : ‘’ Κι ερχόμαστε στο τρίτο βήμα, την παράδοξη γιορτή της 29ης Δεκεμβρίου. Εδώ ακούγεται ένα άλλο «Αχ!», το «Αχ!» του θρήνου. Κι αυτό σκάει μύτη μέσα στην ατμόσφαιρα της χαράς, σφιχτά δεμένο με την γέννα του Χριστού. Τη μέρα αυτή τιμώνται τα βρέφη τα οποία, σύμφωνα με το ευαγγέλιο του Ματθαίου, σφάχτηκαν από τον βασιλιά Ηρώδη στην μανία του να εξοντώσει τον επίφοβο Ιησού’’. 

‘’Παράδοξη γιορτή’’, καλεί ο αρθρογράφος Θανάσης Ν. Παπαθανασίου  την Εορτή των Αγίων Νηπίων’’. Δεν θα συμφωνήσουμε με τον κ. Θανάση Ν. Παπαθανασίου.  Καμιά παραδοξότητα δεν χαρακτηρίζει την Εορτή αυτή. 

Εις την Ακολουθίαν  ‘’επί τη μνήμη των Αγίων Νηπίων, των υπό Ηρώδου αναιρεθέντων, ων ο αριθμός χιλιάδες ιδ΄’’, ψάλλουμε και το εξής : ‘’Χορός θεόλεκτος βρεφών, εν   σαρκί γεννηθέντι, προσηνέχθη τω Κτίστη, ως θυσία μυστική, τυθείσα δια σφαγής μαρτυρίου, και θείας αθλήσεως’’.  ‘’Χορός θεόλεκτος βρεφών’’  τονίζει, με το θεόλεκτος να ερμηνεύεται ως ο διαλεγμένος από τον Θεό. 

‘’Κι αυτό σκάει μύτη μέσα στην ατμόσφαιρα της χαράς’’, τονίζει εμφαντικά ο αρθρογράφος, συνοδεύοντας ‘’το «Αχ!» του θρήνου’’, το οποίο επίσης με έμφαση αναφέρει. Αυτός είναι ένας συναισθηματισμός ξένος προς το ήθος της Εκκλησίας μας.  Τι θα πει ‘’Αχ’’, για ένα μαρτύριο υπέρ Χριστού;  Εορτή Μάρτυρος Πανήγυρις εστί.

Ως κανονικό μαρτύριο υπέρ Χριστού, το αντιμετωπίζει η Εκκλησία μας, αυτό των Αγίων Νηπίων. Είναι ένα μαρτύριο υπέρ Χριστού και ως εκ τούτου ένα τέτοιο επιφώνημα δεν έχει θέση. 

Και συνεχίζει ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, ο οποίος είναι Αν. Καθηγητής της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθήνας και Διευθυντής του περιοδικού «Σύναξη», ως ακολούθως : ‘’Από πολύ νωρίς η Εκκλησία δέχτηκε τα βρέφη αυτά ως μάρτυρες, ως άγιους και άγιές της. Δείτε λοιπόν πού φτάνει το τρίτο βήμα, η τρίτη έγνοια του εορτολογίου. Αν ο Στέφανος εκπροσωπεί αυτούς που προσωπικά επέλεξαν αυτό τον δόμο, το εορτολόγιο τώρα αγκαλιάζει τους «άμαχους»: τους αθώους κείνους που τους χτυπάει ο απόλυτος παραλογισμός, η εξουσία που λυσσομανά να ηγεμονεύει. Τα βρέφη δεν έχουν καν επιλέξει ιδεολογικό προσανατολισμό. Εκπροσωπούν τον απόλυτα αθώο και τον απόλυτα αδύναμο. Τα βρέφη της Ραμά αναγνωρίζονται ως άγια, παρόλο που δεν δήλωσαν χριστιανοί και παρόλο που δεν πρόλαβαν καν να αποφασίσουν. Κι όμως αναγνωρίζονται ως άγια, υπό την έννοια ότι είναι τα απόλυτα θύματα. Συνοψίζουν την ιερότητα του αδικημένου. Η γιορτή αυτή εν τέλει ανοίγει μια γενναία προοπτική για την αποδοχή κάθε θύματος της απανθρωπιάς, πέρα από οιονδήποτε θρησκευτικό, εθνικό, ιδεολογικό προσδιορισμό. Αυτό δεν είναι παράκαμψη της πίστης. Είναι ακριβώς αυτό που ζητά η πίστη’’.

Θυσία υπέρ Χριστού λογίσθηκε το μαρτύριό τους.  ‘’Σκιρτάτω τα Νήπια, υπέρ Χριστού σφαττόμενα, Ιουδαία οδυρέσθω’’, ψάλλει η Εκκλησία μας.   Δεν είναι απλά και γενικά, ένας άδικος θάνατος, όπως τονίζει ο αρθρογράφος, υπό την ‘’έννοια ότι είναι τα απόλυτα θύματα’’ και τα οποία ‘’συνοψίζουν την ιερότητα του αδικημένου’’.   Θυσία υπέρ Χριστού λογίσθηκε το μαρτύριό τους.  Από αυτό ερείδεται η αγιοκατάταξή τους. 

Αυτό το οποίο τονίζει ο αρθρογράφος ότι, ‘’η γιορτή αυτή εν τέλει ανοίγει μια γενναία προοπτική για την αποδοχή κάθε θύματος της απανθρωπιάς, πέρα από οιονδήποτε θρησκευτικό, εθνικό, ιδεολογικό προσδιορισμό’’, είναι ωσάν να μη πρόκειται  για θυσία υπέρ Χριστού. 

Με τέτοιες θέσεις, επιχαίρουν οι υπέρμαχοι του Οικουμενισμού.  Αν δεν ήταν θυσία υπέρ Χριστού που ελογίζετο ο μαρτυρικός θάνατος των Αγίων Νηπίων, δεν θα είχαμε τη μεγάλη αυτή Εορτή.  

Με αυτό το σκεπτικό του αρθρογράφου, θα μπορούσε να καθιερωθούν και ‘’γιορτές’’ για τα τόσα παιδιά που αδίκως έχουν σφαγιασθεί.      

Τα παιδιά των Εβραίων είναι που σφαγιάστηκαν.  Την εποχή εκείνη πριν να αρχίσει ο Χριστός το κήρυγμά του, αυτή την πίστη είχε ο λαός του Θεού. 

Η Εορτή έχει θεσπιστεί από την Εκκλησία, καθότι τα Νήπια, υπέρ Χριστού εσφαγιάστηκαν.  Δεν είναι η γιορτή των αδίκως σφαγιασθέντων παιδιών ανά τον κόσμο,  ‘’πέρα από οιονδήποτε θρησκευτικό, εθνικό, ιδεολογικό προσδιορισμό’’, αλλά των υπέρ Χριστού μαρτυρησάντων. Αυτό που αναφέρει ο αρθρογράφος είναι παράκαμψη της πίστης. 

Υπέρ Χριστού έχουν θυσιαστεί, γι’ αυτό ψάλλει η Εκκλησία μας, ‘’Εκ στελεχών νεοφύτων η του Χριστού, Εκκλησία σήμερον, ώσπερ άνθη ευθαλή, δρεψαμένη αίματα τερπνώς, εφηδύνεται αυτοίς και ωραΐζεται’’. 

Δεν εορτάζουμε αβάπτιστα Άγια  Νήπια σήμερα.  Η Εκκλησία μας αναγνωρίζει και το δι’ αίματος βάπτισμα υπέρ Χριστού.   Θεωρούμε μήπως τον Άγιο Αχμέτ, ή τον Άγιο Τούνομ (ο οποίος είδε το Άγιο Φως), καθώς και πλήθος άλλων μαρτύρων, οι οποίοι έλαβαν το δι’ αίματος βάπτισμα υπέρ Χριστού, ως αβάπτιστους όταν τους εορτάζουμε ;  Δεν είναι αυτά που γνωρίζει η Εκκλησία μας.

Όπως αναφέρει ο Άγιος Φώτιος, ‘’τοσούτων αυτοίς εκείθεν αιωνίων τε και αδιηγήτων αναβλαστησάντων αγαθών’’*, από τον ‘’εκθεσμόν τε και άωρον των βρεφών’’ υπέρ Χριστού θάνατόν τον.   Έτσι λοιπόν η Εκκλησία μας εθέσπισε την Εορτή Αγίων Νηπίων, των υπό Ηρώδου αναιρεθέντων, των ‘’Μαρτύρων εν αίματι’’, όπως ψάλλει η Εκκλησία μας.

*Αγίου Φωτίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ‘’Τα Αμφιλόχια Α΄ – Ερωταποκρίσεις (Α΄-ΞΓ΄).

Χριστουγεννιάτικη ομιλία Μακαριστού Γέροντος Δοσιθέου

Μιά ομιλία για τα Χριστούγεννα του μακαριστού γέροντος Δοσιθέου, επίκαιρη όσο ποτέ άλλοτε, αν και εκφωνήθηκε πριν 39 χρόνια.

Ἀκίνδυνος καὶ Ἐπικίνδυνος Χριστός

Ἑσπερινὴ ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Δοσιθέου,

ἐκφωνηθεῖσα ἐν Καρπενησίῳ, ἐν ἔτει 1984ῳ.

Ὅσο πλησιάζουν οἱ ἑορτὲς τῶν Χριστουγέννων, τόσο ὁ λεγόμενος δυτικὸς κόσμος (καὶ ἐμεῖς τρέχοντας ἀπὸ πίσω λαχανιασμένοι νὰ προλάβουμε τὸ τελευταῖο βαγόνι γιὰ νὰ μὴ φανοῦμε καθυστερημένοι καὶ ὀπισθοδρομικοὶ ἀνατολῖτες), τόσο, λοιπόν, ὁ λεγόμενος δυτικὸς κόσμος θὰ προετοιμάζεται νὰ ἑορτάσει Χριστούγεννα ἄνευ Χριστοῦ. Μουσικές, δῶρα, διακοπές, δεξιώσεις, συναυλίες, ἐπισκέψεις, χιόνια, ἐξορμήσεις, τραπέζια, λιχουδιές, συγκινήσεις, παιχνίδια, παρέα, ξεκούρασις. Θὰ ἑορτάσουμε καὶ πάλι τὰ Χριστούγεννα. Παντοῦ διακοσμήσεις, δένδρα Χριστουγεννιάτικα, χαρὲς καὶ πανηγύρια. Παντοῦ φάτνες μὲ ἄχυρο, ζωάκια, ποιμένες, ἀγγέλους, γιρλάντες, φῶτα. Μιὰ νέα γυναῖκα καὶ ἕνας ἄνδρας σὲ λατρευτικὴ στάσι, προφανῶς ἡ Παναγία καὶ ὁ Ἰωσήφ, καὶ στὸ μέσον ἕνα κουκλάκι ξανθό, στρουμπουλό, χαμογελαστό, μὲ ἀνοιχτὰ χεράκια καὶ γαλανὰ ματάκια, τὸ Θεῖον Βρέφος (ἂν καὶ ὁ Χριστὸς ὡς σημίτης κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύσι Του κάθε ἄλλο παρὰ ξανθὸς καὶ γαλανομάτης ἦταν). Ὅλα ὡραῖα, ὅλα χαρούμενα, ὅλα καλά, βολεμένα μέσα στὴν ἐμπορικὴ κίνησι τῶν μεγάλων δρόμων, μέσα στὸν φαῦλο κύκλο τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας.

Καὶ ὅταν οἱ γιορτὲς περάσουν, ὅταν τὰ φῶτα σβήσουν καὶ ὅταν οἱ φάτνες διαλυθοῦν, τότε τὸ στρουμπουλὸ κουκλάκι θὰ μπῇ σὲ κάποιο κουτὶ ὅπως-ὅπως γιὰ νὰ ξαναχρησιμοποιηθῇ τὸν ἑπόμενο χρόνο σὰν κράχτης τοῦ ἐμπορικοῦ καταστήματος ἢ σὰν ὄμορφο, γραφικὸ καὶ ἀπαραίτητο «ἀξεσουὰρ» τῶν ἑορταστικῶν ἡμερῶν στὸ σαλόνι μας, ἢ στὴν πλατεῖα τῆς γειτονιᾶς μας.

Καὶ τί μένει; Τίποτε ἢ σχεδὸν τίποτε. Μένει, ἴσως, μιὰ ὡραιοποιημένη μνήμη παιδικῶν χρόνων, ἀνακατεμένη μὲ πολὺ παραμύθι. Μένει ὁ ἀκίνδυνος Χριστός, τόσο ἀκίνδυνος ὅσο τὸ κουκλάκι τῆς Χριστουγεννιάτικης βιτρίνας. Τόσο ἀκίνδυνος ὅσο τὸ κουκλάκι στὴν φάτνη τῆς γωνίας τοῦ σαλονιοῦ. Μένει ἕνας Χριστὸς ὡς ὁ «γλυκὺς Ἰησοῦς» τῶν γλυκαναλάτων τοιχογραφιῶν τῆς Ἀναγεννήσεως, ἕνας Χριστὸς ποὺ κάποτε κήρυξε στὶς ἀκρογιαλιὲς τῆς Γαλιλαίας τὸ «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους[1]», τὸ ὕψιστο σύνθημα τῆς κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς. Μένει ὁ λογοκεκριμένος Χριστός, ὁ κομμένος στὰ μέτρα τῆς ἀτομοκεντρικῆς εὐημερίας, ὁ Χριστὸς ποὺ δὲν στοιχίζει καὶ δὲν κοστίζει τίποτα, ὁ Χριστὸς ποὺ τοῦ ἔχει ἀφαιρεθῆ κάθε στοιχεῖο ποὺ μπορεῖ νὰ ἀφυπνίσῃ τὸ «σύστημα». Μένει ὁ ἀκίνδυνος Χριστὸς ποὺ μποροῦμε κάθε χρόνο τέτοια ἐποχὴ νὰ Τὸν βγάζουμε ἀπ’ τὸ κουτὶ τὴς ντουλάπας, νὰ Τὸν ἐκθέτουμε κάτω ἀπ’ τὸ χριστουγεννιάτικο δένδρο, καὶ ὕστερα πάλι νὰ Τὸν ἀποθηκεύουμε στὸ σκοτεινὸ ἑρμάριο τοῦ σπιτιοῦ μας. Αὐτὸς ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι τὸ «σημεῖον τὸ ἀντιλεγόμενον», τὸ «κείμενον εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν[2]», δὲν εἶναι ὁ λίθος στὸν ὁποῖον ὅποιος σκοντάψη «συνθλασθήσεται» (θὰ τσακισθῇ), «ἐφ’ ὃν δ’ ἂν πέσῃ λικμήσει αὐτόν[3]» (θὰ τὸν κάμῃ σκόνη). Δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς τοῦ Εὐαγγελίου, δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς τῆς Ἐκκλησίας Του. Εἶναι ἕνας, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὁ Χριστός.

Δὲν ἐξαντλεῖται ὁ Χριστὸς στὸ «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», οὔτε σὲ κανόνες φθηνῆς ἠθικολογίας ἢ κοινωνικῆς προσφορᾶς. Ὅταν δὲν θίγεται τὸ ὑπαρκτικὸ πρόβλημα τῆς σωτηρίας, ἡ περιπέτεια ἢ ἡ τραγωδία τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, καὶ κυρίως τῆς ἐλευθερίας ἀπ’ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἕνα ἀκίνδυνο Χριστό, ὅπως τὸ κουκλάκι· ὄχι ὅμως μὲ τὸν «Χριστό». Πέρα ἀπ’ αὐτὸν τὸν ἀκίνδυνο Χριστό, τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας, ὑπάρχει ὁ ἐπικίνδυνος Χριστός. Αὐτὸς ποὺ ἐδίδαξεν ὡρισμένα ἐπικίνδυνα πράγματα, ποὺ σκοπίμως κρατᾶμε στὴν σκιά, διότι εἶναι διδαχὲς ποὺ μποροῦν νὰ τινάξουν στὸν ἀέρα τὶς κοινωνικές μας δομὲς καὶ ποῦ μπορεῖ ν’ ἀποβοῦν ὀλέθριες γιὰ τὰ ἄνομα συμφέροντά μας.

Ποιός ἀπὸ μᾶς θέλει νὰ θυμᾶται, φέρ’ εἰπεῖν, τοὺς παρακάτω λόγους τοῦ Κυρίου: «δοκεῖται ὅτι εἰρήνην παραγενόμην δοῦναι ἐν τῇ γῆ; οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ’ ἢ διαμερισμόν[4]», «οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν[5]», καὶ «πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη;[6]». Ποιός τολμᾷ νὰ μιλήσῃ γι’ αὐτὴν τὴν συνεχῆ καὶ ἀένναο ἐπανάστασι ἐναντίον τῶν παθῶν μας καὶ τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας; Ποιός θυμᾶται τὴν τέλεια ἀντιστροφὴ τῶν κοινωνικῶν μας ἀξιῶν, τοὺς πρώτους ποὺ γίνονται τελευταῖοι καὶ τοὺς τελευταίους ποὺ γίνονται πρῶτοι: «ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι;[7]». Ποιός πουριτανὸς ἠθικολόγος δέχεται νὰ μιλήσῃ στὴν «ἀγγελικὰ» πλασμένη κοινωνία μας γιὰ τὶς πόρνες καὶ τοὺς τελῶνες ποὺ «προάγουν» ἡμᾶς εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν[8]; Ποιός ἀπὸ μᾶς ἀποδέχεται τὴν καταδίκη «τῶν πεποιθότων ἐφ’ ἑαυτοῖς[9]» ὅτι εἰσὶ δίκαιοι;

Μέσα στὸν πολιτισμὸ τῆς ἀποταμιεύσεως  (ἄλλωστε γράφουν καὶ ἐκθέσεις οἱ μαθηταὶ περὶ τῆς ἀποταμιεύσεως, ἢ τοὐλάχιστον ἔγραφαν κάποτε) ποιός θὰ μπορέσῃ νὰ σαμποτάρῃ τὸ «σύστημα» θυμίζοντας τὴν ἄσκησι ποὺ κηρύττει ὁ Κύριός μας, ὁ ἐπικίνδυνος Χριστός, σὰν ῥιζοσπαστικὴ ὁδὸ ἐλευθερίας καὶ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς μέριμνας καὶ τοῦ θησαυρισμοῦ τῶν ἀγαθῶν[10]; Πόσες φορὲς ἀκούσαμε τὸ «ἄξιος ὁ ἐργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ[11]» καὶ «δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελεύσονται· εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ῥαφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν[12]»; Ποιός τόλμησε νὰ μᾶς διδάξῃ τὸν ἀντίλαλο τῆς διδαχῆς τοῦ Κυρίου, τὸν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο; «Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὁλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις. Ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν· ὁ χρυσὸς ὑμῶν καὶ ὁ ἄργυρος κατίωται, […] ἰδοὺ ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν τῶν ἀμησάντων τὰς χώρας ὑμῶν ὁ ἀπεστερημένος ἀφ’ ὑμῶν κράζει, καὶ αἱ βοαὶ τῶν θερισάντων εἰς τὰ ὦτα Κυρίου Σαβαὼθ εἰσεληλύθασιν. Ἐτρυφήσατε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐσπαταλήσατε, ἐθρέψατε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν ἡμέρᾳ σφαγῆς. Κατεδικάσατε, ἐφονεύσατε τόν δίκαιον· οὐκ ἀντιτάσσεται ὑμῖν[13]». Ὑπάρχει ἄραγε ἐπαναστατικότερο μανιφέστο ἀπὸ τοῦτα τὰ λόγια;

Ποτὲ δὲν ἄκουσα στὴν ζωή μου νὰ μοῦ ποῦν ὅτι ὁ Χριστός μας ἐκήρυξε τὴν ἰσότητα. Καὶ ἔπρεπε νὰ ψάξω καὶ νὰ βρῶ καὶ νὰ μείνω ἐμβρόντητος ὅταν ἀνεκάλυψα μέσα στὸν ἅγιο Ἀπόστολο Παῦλο (τὸ τοῦ Χριστοῦ στόμα) καὶ τὸ πράγμα καὶ τὸ ὄνομα: «οὐ γὰρ ἵνα  ἄλλοις ἄνεσις, ὑμῖν δὲ θλῖψις, ἀλλ’ ἐξ ἰσότητος ἐν τῷ νῦν καιρῷ τὸ ὑμῶν περίσσευμα εἰς τὸ ἐκείνων ὑστέρημα, ἵνα καὶ τὸ ἐκείνων περίσσευμα γένηται εἰς τὸ ὑμῶν ὑστέρημα, ὅπως γένηται ἰσότης[14]». Καὶ ἀλλoῦ: «οἱ κύριοι τὸ δίκαιον καὶ τὴν ἰσότητα τοῖς δούλοις παρέχεσθε[15]». Ποιός ἔχει τὴν παῤῥησία νὰ πῇ ὅτι ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει πολλὴ σχέσι μὲ τὴν elite καὶ τὴν inteligencia, ἀλλὰ μὲ τὰ νομιζόμενα κατακάθια, μὲ τὸ luben proletariat, μὲ τὰ μωρά, μὲ τὰ ἀγενῆ καὶ μὲ τὰ ἐξουθενημένα καὶ τὰ μὴ ὄντα[16], ὅπως ὁ Παῦλος χωρὶς ἐντροπή, ἀλλὰ τοὐναντίον μὲ καύχησι ὁμολογεῖ, συνεπὴς ἑρμηνευτὴς τῶν λόγων τοῦ Κυρίου γιὰ τοὺς ἐλαχίστους ἀδελφούς; Ποιός δοκιμάζει σήμερα εἴτε νὰ κηρύξῃ εἴτε νὰ ἐφαρμόσῃ τὸ «εἶ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι[17]»;

Πολὺ ἐπικίνδυνα πράγματα…

Δίπλα, λοιπόν, στὸν ἀκίνδυνο Χριστὸ τῆς ἐλεγχομένης εὐζωΐας καὶ τοῦ πνευματικοῦ εὐνουχισμοῦ, θεληματικὰ λησμονημένος, ὑπάρχει ὁ ἐπικίνδυνος Χριστὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς σωτηρίας. Ἐδῶ, ὅμως, χρειάζεται μιὰ διευκρίνισις. Ἐκκλησία δὲν σημαίνει αὐτὸ ποὺ ἔχουν οἱ πλεῖστοι στὸ μυαλό τους, δηλαδὴ τὴν ἐκκλησιαστικὴ διοίκησι ποὺ εἴτε ἔχει ὑποταχθῇ στὸ «σύστημα», εἴτε ὑπηρετεῖ τὴν καταναλωτικὴ ἀντίληψι τῶν «θρησκευτικῶν ἀναγκῶν» τοῦ λαοῦ. Ἐκκλησία σημαίνει τὸ Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας· σημαίνει τὴν συγκεφαλαίωσι κόσμου καὶ ἱστορίας ἐν Χριστῷ.

Θὰ ἑορτάσουμε, λοιπόν, Χριστούγεννα. Θὰ ἑορτάσουμε, ὅμως, μᾶλλον τὴν γέννησι τοῦ ἀκινδύνου Χριστοῦ, ποὺ στὴν καλλίτερη περίπτωσι δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ ἀφελῆ τραγούδια ὅπως τὸ «Ἅγια Νύχτα» καὶ «Χιόνια στὸ καμπαναριό».

Ἡ Ἐκκλησία θὰ ἑορτάσει τὴν γέννησι τοῦ ἐπικινδύνου Χριστοῦ, τῆς ἰδικῆς της ἀσυμβίβαστης Ἀληθείας, τὴν γέννησιν Αὐτοῦ ποὺ χώρισε τὴν ἱστορία στὰ δύο. Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ εἶναι μυστικὴ καὶ τὸ μυστήριον ξένον, μέγα καὶ παράδοξον! «Χριστὸς τὸ τεχθέν· ἡ δὲ μήτηρ Παρθένος. Τί μεῖζον ἄλλο καινὸν εἶδεν ἡ κτίσις[18]»; Ὁ Χριστὸς γεννηθεὶς «ἐξοιστρουμένου κόσμου καθεῖλε πανσθενῶς ἁμαρτίαν[19]». Ὁ ἱερὸς ὑμνῳδὸς μὲ πέντε γραμμὲς δίδει τὸ νόημα τῆς ἑορτῆς: «Ὁ Πατὴρ εὐδόκησεν, ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο, καὶ ἡ Παρθένος ἔτεκε Θεὸν ἐνανθρωπήσαντα· Ἀστὴρ μηνύει, Μάγοι προσκυνοῦσι, Ποιμένες θαυμάζουσι, καὶ ἡ κτίσις ἀγάλλεται[20]». Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ δὲν εἶναι ἑορτὴ καλοπεράσεως, ματαίων στολισμῶν καὶ λαμπιονιῶν· εἶναι ἑορτὴ πτωχείας: «Φάτνην ὁρῶ καὶ βρέφος καὶ σπάργανα· λοχὸν Παρθένου τῶν χρειῶν ἔρημον· ὅλα πτωχείας ἐχόμενα, ὅλα πενίας γέμοντα… οὔτε κλίνην, οὔτε στρωμνὴν εἶχεν, ἀλλ’ ἐπὶ ξηρᾶς ἔῤῥιπτο φάτνης[21]». Ἐσχάτη πτωχεία. Συμπληρώνει ὁ ἱερὸς ὑμνῳδός: «τί γὰρ εὐτελέστερον σπηλαίου; τί δὲ ταπεινότερον σπαργάνων[22]»;

Ἀλλὰ κατὰ τὸν Ἱερὸν Αὐγουστῖνον: «Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστὸς εἰς τοὺς αἰῶνας παρατεινόμενος». Ἄρα ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει ἀκίνδυνος καὶ ἐπικίνδυνος Χριστός, ὑπάρχει ἀκίνδυνος καὶ ἐπικίνδυνος Ἐκκλησία.

Καὶ ποιά εἶναι ἡ ἀκίνδυνη «Ἐκκλησία»; Εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀρκεῖται στὸ νὰ εἶναι ἕνα κοινωνικὰ ἀνίσχυρο καὶ πολιτικὰ οὐδέτερο θρησκευτικὸ συμπλήρωμα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ κι ἂν δὲν ὑπῆρχε δὲν χάλασε κι ὁ κόσμος. Ἀκίνδυνη «Ἐκκλησία» εἶναι ἐκείνη ποὺ μοναδική της ἔγνοια εἶναι νὰ θεωρῆται ἀπ’ τὸ σύνταγμα τοῦ κράτους «προστατευομένη θρησκεία». Εἶναι ἐκείνη ποὺ ποτὲ δὲν τῆς πέρασε ἀπ’ τὸν νοῦ ὅτι δὲν εἶναι κἂν θρησκεία, ἀλλ’ εἶναι ἀποκάλυψις τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Εἶναι ἐκείνη ποὺ μένει ἀπόλυτα ἱκανοποιημένη ἀπὸ τὸν διακοσμητικὸ ῥόλο ποὺ τῆς ἐπιβάλλει ἡ κρατική της θεσμοποίησις. Ἐναβρύνεται γιὰ τὸ ὅτι μετέχει σὲ δοξολογίες καὶ παρελάσεις καὶ φανφάρες, ἐνῷ παραμένει τραγικὰ ἀνυποψίαστη γιὰ τὸ τί οὐσιαστικῶς ἀντιπροσωπεύει καὶ γιὰ τὸ ποιά ῥιζοσπαστικὴ ἀλήθεια ἐνσαρκώνει. Ἀρκεῖται στὴν συμβατικὴ ἀποστολὴ ἑνὸς κρατικοῦ φορέως γιὰ τὴν ἐξυπηρέτησι καὶ ἐκτόνωσι τοῦ θρησκευτικοῦ αἰσθήματος τοῦ λαοῦ, καὶ σὰν ἀντάλλαγμα γι’ αὐτὴν τὴν τόσο βολικὴ γιὰ ὅλους ἀφασία της, εἰσπράττει τὴν οἰκονομικὴ ὑποστήριξι καὶ τὶς ἐθιμοτυπικὲς τιμὲς ποὺ τῆς παρέχει τὸ κράτος. Ἀκίνδυνη «Ἐκκλησία» εἶναι αὐτὴ ποὺ οἱ πιστοί της θεωροῦνται εὐήθεις, σκοταδισταί, μοιρολάτραι, πολῖται τρίτης καὶ τετάρτης κατηγορίας, κάτι ἀπολιθώματα ποὺ ὁ σύγχρονος κόσμος, ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ τεχνολογία τοὺς ἔχει πρὸ πολλοῦ ξεπεράσει.

Αὐτὴ ἡ ἀκίνδυνη «Ἐκκλησία» ἔχει τὰ σπέρματα τῆς δημιουργίας της στὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ ἐφεξῆς, τότε ποὺ ὁ πρεσβύτερος ἔγινε ἱερεύς, καὶ ὁ ἐπίσκοπος ἀρχιερεύς· τότε ποὺ τὰ προνόμια τῆς κρατικῆς εἰδωλολατρίας ἐξεχωρήθησαν στὴν νέα ἐπίσημη «κρατικὴ θρησκεία»: τὸν Χριστιανισμό. Πολλοὶ ὁμιλοῦν γιὰ «βαβυλώνειο αἰχμαλωσία» τῆς Ἐκκλησίας, ἤδη ἀπ’ τὰ χρόνια αὐτά. Ἡ πτωχεία τοῦ Ἰησοῦ ξεχάσθηκε σιγά-σιγά, ἀπὸ πολλοὺς «ἐκπροσώπους» Του, καὶ ὁ ζῶν λόγος πνίγηκε μέσα στὴν ἄφθονη κρατικὴ ἐπιχορηγία ὅλο καὶ περισσοτέρων προνομίων, πράγμα ποὺ ἔκαμε τοὺς μεγάλους Πατέρας νὰ διαμαρτύρωνται ἐντόνως, ἀλλὰ νὰ μὴ εἰσακούωνται· καὶ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ ἤθελαν τὴν πραγματικὰ χαρισματικὴ ζωὴ νὰ ἐξέρχωνται στὶς ἐρήμους. Τὸ ἴδιο συνέβη αἰῶνες ἀργότερα καὶ στὴν ἐκκλησία τῆς Ῥωσσίας, ποὺ ἀπ’ τὰ χρόνια τοῦ Μεγάλου Πέτρου προσεδέθη, ὅπως προσφυῶς ἐλέχθη, ἀπὸ τὴν καλτσοδέτα τῆς Τσαρίνας.

Τοῦτ’ αὐτὸ ὅμως, δὲν συνέβη καὶ μὲ τὴν Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία; Μήπως δὲν σύρεται ὄπισθεν τῶν κρατούντων, ἀδύναμη καὶ ἀκίνδυνη, ὅπως τὸ πτῶμα τοῦ Ἕκτορος ἐσύρετο πίσω ἀπ’ τὸ ἅρμα τοῦ Ἀχιλλέως; Βλέπουμε ὅτι ἡ πολιτεία βρίσκεται σὲ τελεῖα ἄρνησι νὰ δῇ στὴν Ἐκκλησία κάτι περισσότερο ἀπὸ ἕνα ταυτοποιημένο θεσμὸ τοῦ κοινωνικοῦ βίου, ποὺ συμβάλλει κάπως στὴν ἠθικοποίησι τῶν ἀνθρώπων (ὁ χωροφύλακας τῆς ἠθικῆς), ἢ τῆς δίνει τὸν συμπληρωματικὸ ῥόλο τοῦ ὑπουργείου κοινωνικῆς προνοίας (μόνο γιὰ νὰ μοιράζῃ μερίδες φαγητοῦ). Ἄν, βεβαίως, δὲν τὴν βλέπει ὡς ἕνα ἀνώφελο παράσιτο τῆς συντηρήσεως καὶ τῆς ὀπισθοδρομήσεως. Τῆς ἀναγνωρίζει, πρὸς τὸ παρόν, μιὰ θεσούλα κάπου στὴν ἄκρη, διότι τὴν θεωρεῖ ἀκόμη ὡς ἕνα παρωχημένο φορέα κάποιων ῥητορικῶν «ἰδεωδῶν» τοῦ ἐθνικοῦ βίου (ἴσως τὴν χρειάζεται ἅμα γίνῃ πόλεμος… γιὰ νὰ εὐλογήσῃ τὰ ὅπλα).

Αὐτὴ ἡ ἀκίνδυνη «Ἐκκλησία» δὲν ἔχει πέσει σὲ μιὰ δυσκόλως καλυπτομένη ἀνυποληψία ἐκ μέρους τῆς πολιτείας; Αὐτὴ ἡ ἀκίνδυνη «Ἐκκλησία» δὲν ἐμφανίζει μιὰ εἰκόνα μικροτήτων, πνευματικῆς ὑπαναπτύξεως καὶ κοινωνικῆς ἀναξιοπρεπείας; Κουφοκαίει δὲ στὸν λαὸ ἕνας φοβερὸς ἀντικληρικαλισμὸς ποὺ μόνο στὰ χρόνια τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως βρίσκουμε ὅμοιό του. Ἐπὶ χρόνια τώρα, δυνάμεις σκοτεινὲς καὶ ὀλέθριες γιὰ τὸ Γένος ἀπεργάζονται μὲ μέθοδο, μὲ σατανικὴ ἐντελέχεια τὴν στείρωσι τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τῆς ποιμαινούσης καὶ τῆς ποιμαινομένης, ὥστε νὰ παραμένῃ ἄβουλο ὄργανο καὶ πιόνι γιὰ καταχθονίους σκοπούς. Θέλουν μίαν Ἐκκλησία σὲ κῶμα. Θέλουν ἐκκλησιαστικοὺς λειτουργοὺς κατωτάτης στάθμης, ὥστε αὐτὴ μὲν διαρκῶς νὰ ὑποβαθμίζεται, αὐτοὶ δὲ νὰ φωνάζουν γιὰ τὰ ἀλλεπάλληλα σκάνδαλα ποὺ γίνονται στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Θέλουν χριστιανοὺς γραφικοὺς καὶ φαιδρούς, ὥστε αὐτὴ μὲν διαρκῶς νὰ καταφρονεῖται, αὐτοὶ δὲ νὰ παίζουν τὸν ῥόλο τοῦ σωτῆρος.

Φοβοῦνται πολὺ τὴν ζωντανὴ Ἐκκλησία, τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ποὺ κρατεῖ μάχαιρα δίστομη. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία. Εἶναι ἡ communio sanctorum, ἡ κοινωνία τῶν ἁγίων. Δὲν εἶναι ἀφηρημένη ἰδεολογία, οὔτε θρησκευτικὸ συμπλήρωμα γιὰ γρηὲς καὶ γέρους, οὔτε ἁπλῶς ἀτομικὴ ἠθική. Εἶναι κοινωνία ποὺ μᾶς δείχνει τὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ ἑνότης τῶν ἀνθρώπων, ὄχι σὰν ἁπλὴ συμβατικὴ συμβίωσι σὲ στεγανὰ διαμερίσματα, ἀλλὰ σὰν μία ἑνότητα καρδιῶν, ψυχῆς καὶ πνεύματος. Εἶναι ἡ κοινωνία, ὅπου μέσα της ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ εἶναι νούμερο, παύει νὰ εἶναι ἄτομο ἢ ὄχλος καὶ γίνεται πρόσωπο. Εἶναι ὁ χῶρος ὅπου ὁ ἄνθρωπος ἀντανακλᾷ ἐντός του τὴν Παναγία Τριάδα, εἶναι ὁ τόπος ὅπου ἡ εἰκὼν γίνεται ὁμοίωσις. Ἡ ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία εἶναι θυσία, εἶναι σταυρός· καὶ ὅπως ὁ Τίμιος Σταυρός, ἔχει δύο κεραῖες, κάθετη καὶ ὁριζόντια, ἔτσι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀρκεῖται στὴν κάθετη σχέσι πιστῶν καὶ Θεοῦ, ἀλλὰ ζῇ ἐν ταὐτῷ καὶ τὴν ὁριζόντια σχέσι πιστοῦ μὲ πιστό, ἀνθρώπου μὲ ἄνθρωπο. Μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἡ λύσις τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων συνδέεται ἄμεσα μὲ μία ἐσωτερικὴ μεταλλαγὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ σπάζει τὸ φράγμα τοῦ κλειστοῦ ἀτομικισμοῦ, καὶ βγαίνει στὴν σφαῖρα τοῦ κοινωνικοῦ, τὴν σφαῖρα τοῦ πλησίον καὶ τῆς ἀγάπης. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ζῶσα Ἐκκλησία ὑπάρχει ἡ ἀπάντησις γιὰ τὴν λύσι τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων.  Ἐδῶ ἡ θυσία τοῦ «ἐγὼ» καὶ ἡ βίωσις τῆς ἀγάπης στὴν κοινωνία τοῦ «ἐσύ», δημιουργεῖ τὸ «ἐμεῖς» ποὺ εἶναι ὁ θεμέλιος λίθος τῆς λύσεως παντὸς κοινωνικοῦ προβλήματος.

Ἡ ἀκίνδυνη «Ἐκκλησία» προσπερνάει αὐτὰ τὰ προβλήματα (ὅπως ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ λευίτης «ἀντιπαρῆλθεν» αὐτὸν ποὺ ἔπεσε στοὺς λῃστὰς) καὶ ἀρκεῖται σὲ εὐχολόγια, ὥστε νὰ μὴ ἔχῃ ἄδικο ὁ μαρξιστὴς Φρίντριχ Ἔνγκελς[23] ὅταν ἰσχυρίζετο ὅτι «ἡ ἐκκλησία ἀντὶ νὰ λύσῃ τὰ προβλήματα τῆς κοινωνίας, τὰ μεταθέτει στὸν οὐρανό». Ἡ ὑγιὴς ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία, στέκεται σὰν ἄλλος καλὸς Σαμαρείτης καὶ ἐπιχέει ἔλαιον καὶ οἶνον στὶς πληγὲς τῆς ἀνθρωπότητος, σωματικὲς καὶ πνευματικές, καὶ ἔτσι γίνεται ὁδοδείκτης πορείας πρὸς τὸν οὐρανό. Δὲν μεταθέτει τὰ προβλήματα στὸν οὐρανό, ἀλλὰ ποιεῖ ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Κάνει τὴν γῆ οὐρανό. Καὶ διὰ τοῦτο εἶναι ἐπικίνδυνη· διότι ἀντιτάσσεται τοῖς λῃσταῖς.

Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐπικίνδυνη διότι δὲν ἀνέχεται τὴν κοινωνικὴ ἀδικία καὶ δὲν συμμαχεῖ, πτωχὴ αὐτή, μὲ τοὺς δυνάστες τῆς γῆς. Ὅλη ἡ ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία, εἶναι ἀφ’ ἑνὸς προσκλητήριο γιὰ ἑκούσια πτωχεία, καὶ ἀφ’ ἑτέρου ἕνα μαστίγωμα κατὰ τοῦ πλούτου. «Ἀεὶ κολλᾶσαι τοῖς πλουσίοις» κατηγοροῦσαν τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο. «Κολλῶμαι αὐτοῖς», ἀπαντοῦσε ὁ ἀκτήμων πατήρ, «ὅτι κολλῶνται πτωχοῖς». Ἀλλὰ ποιός ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς χριστιανοὺς ἀσπάζεται τὴν ἑκούσια πτωχεία; Πολλὰ γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος εἰς τὴν ὁμιλίαν του πρὸς τοὺς πλουτοῦντας. Παραθέτω ὀλίγα ψήγματα: «ὁ ἀγαπῶν τὸν πλησίον ὡς ἑαυτόν, οὐδὲν περισσότερον κέκτηται τοῦ πλησίον», «ὄσον γὰρ πλεονάζεις τῷ πλούτῳ, τοσοῦτον ἐλλείπεις τῇ ἀγάπῃ», «οἶδα πολλοὺς νηστεύοντας, προσευχομένους, στενάζοντας, πᾶσαν τὴν ἀδάπανον εὐλάβειαν ἐνδεικνυμένους, ὀβολὸν δὲ ἕνα μὴ προϊεμένους τοῖς θλιβομένοις· τί ὄφελος τούτοις τῆς λοιπῆς ἀρετῆς;», «τί ἀποκριθήσῃ τῷ Κριτῇ; ὁ τοὺς τοίχους ἀμφιεννύς, ἄνθρωπον οὐκ ἐνδύεις; ὁ τοὺς ἵππους κοσμῶν, τὸν γυμνὸν ἀδελφὸν περιορᾷς; ὁ κατασήπων τὸν σίτον, τοὺς πεινῶντας οὐ τρέφεις; ὁ τὸν χρυσὸν κατορύσσων, τοῦ  ἀγχομένου καταφρονεῖς;», «πόσους δύναται εἷς σου δακτύλιος χρεῶν ἀπολύσαι; πόσους οἴκους καταπίπτοντας ἀνορθῶσαι; μία σου κιβωτὸς τῶν ἱματίων δύναται δῆμον ὅλον ῥιγῶντα περιβαλεῖν», «ἐὰν δὲ καὶ γυνὴ φιλόπλουτος συνοικεῖ, διπλάσιον ἡ νόσος», «οὐκ ἠλέησας, οὐκ ἐλεηθήσῃ»…

Μέσα σ’ αὐτὴν τὴν ζῶσα ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία ἀκούεται πάντα ὁ προφητικὸς λόγος «οὐκ ἔξεστί σοι». Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται. Ἠκούσθη στὰ ἀνάκτορα τοῦ Ἡρῴδου, ἠκούσθη ἀπὸ τὸν Βαβύλα πρὸς τὸν Φίλιππο τὸν Ἄραβα, ἠκούσθη ἀπὸ τὸν Ἀμβρόσιο στὰ Μεδιόλανα ἐναντίον τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου, ἀπὸ τὸν Χρυσόστομο (γιὰ ἕνα μικρὸ ἀγρὸ μιᾶς χήρας) κατὰ τῆς αὐτοκρατείρας Εὐδοξίας, ἀπὸ τὸν Ἰγνάτιον πρὸς τὸν Βάρδα, ἀπὸ τὸν Στουδίτη Θεόδωρο πρὸς Λέοντα τὸν Ἀρμένιο, ἀπὸ τὸν Ἀρσένιο πρὸς Μιχαὴλ τὸν Παλαιολόγο. Ὅλα αὐτά, ὅμως, εἶχαν καὶ ἀποτελέσματα, συνέπειες. Ἐξορίες, βασανισμούς, καθαιρέσεις, τυφλώσεις, θάνατο. Ἐμεῖς ἔχουμε μάθει, ἔχουμε συνηθίσει ἡ ἀκίνδυνη «Ἐκκλησία» νὰ φωνάζῃ ἀκινδύνως, νὰ μὴ δύναται νὰ ἐλέγξῃ, νὰ μὴ δύναται νὰ βροντοφωνάξῃ «οὐκ ἔξεστί σοι», νὰ μὴ γίνεται ὁ προστάτης τῶν ἀδικουμένων, ὁ κυματοθραύστης τῆς παρανομίας· νὰ μὴ γίνεται ὁ ἔλεγχος τῆς νομοθετουμένης ἁμαρτίας καὶ ἡ κατακεραύνωσις τῆς φαυλότητος. Ἄλλωστε, μήπως εἶναι φυσικὸ νὰ σέρνεται σὰν κισσὸς στὸν κορμὸ τῆς πολιτείας, νὰ συμβιβάζεται μὲ τὰ ἑκάστοτε καθεστῶτα; Ἡ νεοελληνικὴ ἱστορία ἔχει ἢ δὲν ἔχει καταγράψει φθηνὲς ὑποχωρήσεις καὶ ἀτυχεῖς συμπαρατάξεις μὲ τὸ ὁποιοδήποτε κατεστημένο;

Ἀρκούμεθα πάντοτε στοὺς συνεχῶς διατυμπανιζομένους «διακριτοὺς ῥόλους». Ἢ μήπως ἀρκούμεθα στὸ βόλεμά μας; Ἡ ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία δὲν ζῇ στὸ διάστημα. Μεταμορφώνει τὴν κοινωνία ἐν Χριστῷ. Γιατί δὲν ἠρκέσθη στοὺς «διακριτοὺς ῥόλους» ὁ μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν ἅγιος Ἰωάννης ὁ Προφήτης καὶ Πρόδρομος; Ἀποστολή του ἦταν νὰ προοδοποιήσῃ καὶ βαπτίσῃ τὸν Κύριο. Γιατί ἤλεγξε τὸν Ἡρῴδη; Γιατί δὲν ἠρκέσθη στοὺς «διακριτοὺς ῥόλους» ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀλλὰ ἔχασε τὸν θρόνο του καὶ τελικῶς τὴν ἐπὶ γῆς ζωή του, ἕνεκα τοῦ ὅτι ἐκραύγαζε στὴν αὐτοκράτειρα: «οὐκ ἔξεστί σοι»;

Ἡ πραγματικὴ ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία εἶναι ἀνοιχτὴ στὴν σκέψι, στὴν ἀμφιβολία, ἀκόμη καὶ στὴν ἄρνησι. Ποτὲ δὲν μπορεῖ ὡς ἐκ τῆς φύσεώς Της νὰ εἶναι σκοταδιστική, ἐφ’ ὅσον κεφαλή Της εἶναι «τὸ φῶς τοῦ κόσμου[24]». Ξέρει νὰ διαλέγεται, νὰ πείθῃ, νὰ σώζῃ. Ξέρει νὰ διώκεται. Γνωρίζει ὅτι καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ τραγικὴ πρόκλησις τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου, μπορεῖ νὰ μεταμορφώνεται σὲ γιορτὴ καὶ χαρά. Ξέρει νὰ ἐξάγῃ «ἄξιον ἐξ ἀναξίου[25]». Δὲν δέχεται τὴν ἀποτελμάτωσι, τὴν ἀπραξία, τὴν ἀδράνεια. Δὲν δέχεται τὸν χριστιανὸ τῆς ἡμίωρης Κυριακάτικης παρουσίας στὸν Ναό, ποὺ μόνον Φαρισαίους δημιουργεῖ, οὔτε τὴν τυπικὴ ἄκαρδη ἐλεημοσύνη ποὺ θὰ πετάξῃ εἴτε στὸ κουτὶ τοῦ φιλοπτώχου ταμείου εἴτε ἐνοχλημένος στὸν περιαγόμενο δίσκο ποὺ θὰ περάσῃ μπροστά του. Ἡ ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία δημιουργεῖ χριστιανοὺς ζέοντας τῷ πνεύματι, θυσιαζομένους, ἐν τῷ κόσμῳ ἀλλ’ οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου· χριστιανοὺς «μὴ τὸ ἑαυτῶν ζητοῦντας ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου[26]»· χριστιανοὺς «μηδὲν ἔχοντας καὶ τὰ πάντα κατέχοντας[27]»· χριστιανοὺς «μηδενὶ κακὸν ἀντὶ κακοῦ ἀποδιδόντας, προνοουμένους δὲ καλὰ ἐνώπιον πάντων ἀνθρώπων[28]».

Ἡ ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία δὲν ἀνέχεται νὰ χρησιμοποιῆται. Ἕνα ἐλάφι δῶρο στὸν Καίσαρα εἶχε πάνω του μιὰ ἐπιγραφή: «Noli me tangere, Caesaris sum». «Νὰ μὴ μὲ ἀγγίξῃ κανείς· ἀνήκω στὸν Καίσαρα». Νὰ μὴ μὲ ἀγγίξῃ κανείς! Ἀνήκω στὸν Χριστό! Στὰ χρόνια τῶν Τσάρων γιὰ νὰ διορισθῇ κανεὶς δημόσιος ὑπάλληλος ἔπρεπε νὰ εἶναι ἐφοδιασμένος μὲ πιστοποιητικὸ τοῦ παπᾶ τῆς ἐνορίας του ὅτι κοινωνεῖ καὶ ἐξομολογεῖται. Οἱ ὑπουργοὶ τοῦ Franco στὴν Ἱσπανία ὁρκίζονταν γονατιστοὶ μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο. Ἂς μὴ ἀναφερθοῦμε στὰ καθ’ ἡμᾶς, ὅπου κάποιοι μᾶς ἐχρησιμοποίησαν κατὰ τὸν πλέον ἐπαίσχυντο τρόπο. Αὐτὴ ἡ Ἁγία Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἀγκαλιάζει ὅλα τὰ παιδιά Της, ἀνεξαρτήτως ποῦ ἀνήκουν πολιτικῶς. Εἶναι ὁ πελεκᾶν ποὺ τρέφει μὲ τὸ αἷμά του τὰ παιδιά του. Δὲν ὑπάρχουν πρόβατα ψωραλέα καὶ τράγοι ἀποδιοπομπαῖοι.

Καὶ θέλει τὰ παιδιά Της ἐλεύθερα ἀπὸ πάθη, ἐλεύθερα ἀπὸ βαρίδια, ἐλεύθερα ἀπὸ τὸν συσχηματισμὸ τοῦ αἰῶνος τούτου[29]. Διότι εἶναι ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ ὁ χῶρος τῆς πνευματικῆς καὶ σωματικῆς ἐλευθερίας. «Ὑμεῖς ἐπ’ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε, ἀδελφοί[30]», καὶ «ἠγοράσθητε τιμῆς[31]». Ἀφήνει ἐλεύθερα τὰ παιδιά Της ἀκόμη καὶ νὰ Τῆς στρέφουν τὸν νῶτο, διότι τὰ ἀγαπάει. Εἶναι Μήτηρ Ἐκκλησία. Δὲν προστρέχει ποτὲ ἐκλιπαροῦσα στὴν συνδρομὴ τοῦ (ἀθέου) κράτους· δὲν ἀνέχεται τὰ προνόμια ποὺ στὴν οὐσία Τὴν δεσμεύουν. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς εἰρήνης, ὄχι ἐπειδὴ πιστεύει ἁπλῶς στὴν εἰρήνη, ἀλλὰ διότι κεφαλή Της εἶναι ἡ ὄντως εἰρήνη, ὁ Χριστός. Καὶ μέσα σ’ Αὐτὴν ἐπαληθεύονται οἱ λόγοι τοῦ Ἡσαΐου: «συμβοσκηθήσεται λύκος μετὰ ἀρνῶν, καὶ πάρδαλις συναναπαύσεται ἐρίφῳ· καὶ μοσχάριον καὶ λέων καὶ ταῦρος ἅμα βοσκηθήσονται, καὶ ἅμα τὰ παιδία αὐτῶν ἔσονται· καὶ λέων ὡς βοῦς φάγεται ἄχυρα. Καὶ παιδίον νήπιον ἐπὶ τρώγλην ἀσπίδων καὶ ἀπογεγαλακτισμένον ἐπὶ κοίτης ἐκγόνων ἀσπίδων τὴν χεῖρα ἐπιβαλεῖ καὶ οὐ μὴ κακοποιήσουσι[32]», καὶ ἀλλαχοῦ: «καὶ συγκόψουσι τὰς μαχαίρας αὐτῶν εἰς ἄροτρα καὶ τὰς ζιβύνας αὐτῶν εἰς δρέπανα, καὶ οὐ λήψεται ἔθνος ἐπ’ ἔθνος μάχαιραν, καὶ οὐ μὴ μάθωσιν ἔτι πολεμεῖν[33]».

Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὀργάνωσις πολὺ ἐπικίνδυνη καθὼς καὶ ὁ ἀρχηγός Της, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, γι’ αὐτὸ καταζητεῖται καὶ ἔχει ἐκδοθῇ ἔνταλμα συλλήψεως ἀρχηγοῦ καὶ μελῶν.

Ἀλήθεια! Μέσα στὴν ἐθνικὴ μειονεξία ποὺ ζοῦμε, μέσα στὴν ὡραία ἀκαταστασία μας καὶ στὴν ἔλλειψι πνευματικῆς ταυτότητος, μέσα στὸν δυτικὸ τρυφηλὸ τρόπο ζωῆς ποὺ ἔχουμε ἐμπλακεῖ, δέν γνωρίζω τί θὰ μᾶς ἄρεσε περισσότερο. Ὁ ἀκίνδυνος Χριστὸς ποὺ μᾶς νανουρίζει, ὁ ἀκίνδυνος Χριστὸς τῆς πλαστικῆς ψεύτικης φάτνης τοῦ σαλονιοῦ, τῆς πλατεῖας καὶ τῆς βιτρίνας, ἡ ἀκίνδυνη Ἐκκλησία ποὺ δὲν μᾶς δημιουργεῖ συνειδησιακὰ προβλήματα καὶ ἀπαιτεῖ ἕνα minimum προσφορᾶς ἢ ὑποκρισίας, ἢ ὁ ἐπικίνδυνος Χριστὸς τῆς ἀγωνίας τῆς Γεθσημανῆ καὶ ἡ ἐπικίνδυνη Ἐκκλησία τῆς θυσίας καὶ τῆς ὑπερβάσεως;

Φοβοῦμαι ὅτι ἡ πρώτη κατάστασις μᾶς ταιριάζει περισσότερον. Κάποτε σὲ μιὰ πόλι τῆς Ἰταλίας ἔφεραν ἀπὸ μακρυὰ τὰ λείψανα τοῦ ἁγίου Πατρικίου. Ἄρχισαν νὰ γίνωνται θαύματα. Τυφλοὶ ἀνέβλεψαν καὶ χωλοὶ περπατοῦσαν. Δύο σακάτηδες ζητιάνοι, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν μόνον ἀπὸ τὴν ζητιανιά τους, τὸ ἔμαθαν καὶ λέει ὁ ἕνας στὸν ἄλλο: ‒Πᾶμε νὰ φύγωμε ἀπ’ ἐδῶ, διότι ὑπάρχει φόβος ὁ ἅγιος νὰ μᾶς θεραπεύσῃ καὶ τότε… χαθήκαμε!

Ἴσως καὶ ἐμεῖς νὰ μὴ θέλουμε τὴν θεραπεία μας, διότι αὐτὸ δὲν συμφέρει. Τὸ ἴδιο συνέβη εἰς τὸν Ἰησοῦν ὅταν εἶδαν ὅτι αὐτὰ ποὺ ἐδίδασκε δὲν συνέφεραν. Ἄρχισαν νὰ τὸν ἐγκαταλείπουν σιγά-σιγά, ἕνας-ἕνας. Ἐστράφη πρὸς τοὺς μαθητάς Του: «Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;», καὶ οἱ μαθηταὶ ἀπήντησαν: «Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; ῥήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις[34]»!

Καὶ ἡμεῖς ποῦ πορευσόμεθα; Στὶς ἀποκαλυπτικὲς καὶ τραγικὲς ἡμέρες μας,  πιστεύω ἀκραδάντως πῶς μία λύσις ὑπάρχει:

Ὁ Ἐπικίνδυνος Χριστός!

[1] Ἰω. ΙΓ΄, 34.

[2] Λουκ. Β΄, 34.

[3] Λουκ. Κ΄, 18.

[4] Λουκ. ΙΒ΄, 51.

[5] Ματθ. Ι΄, 34.

[6] Λουκ. ΙΒ΄, 49.

[7] Ματθ. Κ΄, 16.

[8] Ματθ. ΚΑ΄, 31.

[9] Λουκ. ΙΗ΄, 9.

[10] Ματθ. ΣΤ΄, 25 καὶ ἑξῆς, Λουκ. Η΄, 14, Λουκ. Ι΄, 41 καὶ ἀλλαχοῦ.

[11] Α΄ πρὸς Τιμ. Ε΄, 18.

[12] Μάρκ. Ι΄, 23, 25.

[13] Καθ. ἐπιστ. Ἰακ. Ε΄, 1-6.

[14] Β΄ Κορ. Η΄, 13-14.

[15] Πρὸς Κολασσαεῖς Δ΄, 1.

[16] Α΄ Κορ. Α΄, 27-28.

[17] Ματθ. ΙΘ΄, 21.

[18] Στίχοι Συναξαρίου κε΄ Δεκεμβρίου.

[19] Ζ΄ ᾠδὴ ἰαμβικοῦ κανόνος Χριστουγέννων.

[20] Αἴνοι Χριστουγέννων.

[21] Ἰω. Χρυσοστόμου, Λόγος εἰς τὸ Γενέθλιον τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

[22] Ὑπακοὴ Χριστουγέννων.

[23] 1820-1895.

[24] Ἰω. Η΄, 12.

[25] Ἱερεμίας ΙΕ΄, 19.

[26] Α΄ Κορ. Ι΄, 24.

[27] Β΄ Κορ.  ΣΤ΄, 10.

[28] Ῥωμ. ΙΒ΄,17.

[29] Ῥωμ. ΙΒ΄, 2.

[30] Γαλ. Ε΄, 13.

[31] Α΄ Κορ. Ζ΄, 23.

[32] Ἡσαΐας ΙΑ΄, 1 καὶ ἑξῆς.

[33] Ἡσαΐας Β΄, 4.

[34] Ἰω. ΣΤ΄, 67-68.

Τριάντα τρείς (33)Προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού ἐκπληρώθησαν στήν Πρώτη Παρουσία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

α) Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας μᾶς λέγει ξεκάθαρα ὅτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά γεννηθεῖ ἄνευ σπορᾶς ἀνδρός, ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, ἀφοῦ ἡ νεάνις πού θά τόν γεννήσει θά εἶναι Παρθένος καί τό ὄνομά Του θά εἶναι «Ἐμμανουήλ», πού σημαίνει «μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός», ὅτι δηλαδή ὁ Θεός θά γίνει ἄνθρωπος καί θά εἶναι δίπλα μας, κοντά μας, ἀνάμεσά μας, μαζί μας:

«Διά τοῦτο δώσει Κύριος αὐτός ὑμῖν σημεῖον· ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει, καί τέξεται υἱόν, καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ». (Ἡσαΐας ζ’, 14)-(Ματθ. α’, 23)

β) Ὁ Προφήτης Ἱερεμίας μᾶς λέγει ὅτι, κάποια στιγμή θά ἔλθει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, γιά νά κάνει καινούργια συμφωνία καί νά δώσει μιά Νέα Διαθήκη, συμπληρωματική τῆς πρώτης (τῆς Παλαιᾶς), στό νέο Του λαό, τόν νέο Ἰσραήλ, τήν ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλησία, ἀφοῦ οἱ Ἰσραηλῖτες ἀθέτησαν πρῶτοι αὐτοί, τήν παλαιά συμφωνία πού εἶχαν κάνει μέ τόν Θεό. Ἔτσι καί ὁ Θεός, ἀφοῦ δέν τόν ἤθελαν πλέον θά τούς ἄφηνε καί θά ἀπευθύνετο σέ ἄλλους ἀνθρώπους, στά ἔθνη (τό νέο Ἰσραήλ), κάνοντας μαζί τους μιά Νέα συμφωνία καί Διαθήκη:

«Ἰδού ἡμέραι ἔρχονται, φησί Κύριος, καί διαθήσομαι τῷ οἴκῳ Ἰσραήλ καί τῷ οἴκῳ Ἰούδα διαθήκην καινήν οὐ κατά τήν διαθήκην, ἥν διεθέμην τοῖς πατράσιν αὐτῶν ἐν ἡμέρᾳ ἐπιλαβομένου μου τῆς χειρός αὐτῶν ἐξαγαγεῖν αὐτούς ἐκ τῆς Αἰγύπτου, ὅτι αὐτοί οὐκ ἐνέμειναν ἐν τῇ διαθήκῃ μου, καί ἐγώ ἠμέλησα αὐτῶν, φησί Κύριος. ὅτι αὕτη ἡ διαθήκη μου, ἥν διαθήσομαι τῷ οἴκῳ Ἰσραήλ μετά τάς ἡμέρας ἐκείνας, φησί Κύριος· διδούς δώσω νόμους εἰς τήν διάνοιαν αὐτῶν καί ἐπί καρδίας αὐτῶν γράψω αὐτούς· καί ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν, καί αὐτοί ἔσονταί μοι εἰς λαόν».  (Ἱερεμία λη’, 31-33)-(Ἑβρ. η’, 8-10)

γ) Ὁ Προφήτης Δανιήλ μᾶς λέγει ρητά, ὄχι μόνον ὅτι θά ἔλθη ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀλλά καί τό πότε ἀκριβῶς θά γεννηθεῖ, ποιό ἔτος δηλαδή, καθώς καί τό πότε θά χρισθεῖ, ἀλλά καί πότε θά πεθάνει.

Ὅπως γνωρίζουν οἱ περισσότεροι πού μελετοῦν τήν Παλαιά Διαθήκη, σύμφωνα μέ τόν Δανιήλ, ὁ Χριστός θά γεννιόταν 460 περίπου ἔτη, μετά ἀπό τό τέλος τῆς Βαβυλωνιακῆς αἰχμαλωσίας, (605-535 π.Χ.) καί ἀφοῦ θά ἐπέστρεφαν πίσω στήν πατρίδα τους τήν Ἱερουσαλήμ καί θά ἀνοικοδομοῦσαν τά Τείχη τῆς Πόλεως. Σέ ἡλικία δέ 30 ἐτῶν, θά ἐχρίετο (ὡς ἄνθρωπος) ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, Βασιλεύς καί Ἀρχιερεύς, ἐνῶ στήν συνέχεια μετά ἀπό 3,5 ἔτη θά πέθαινε, στή μέση ἀκριβῶς τῆς τελευταίας ἑβδομάδος. Μέσα δηλαδή στό διάστημα τῶν ἑβδομήκοντα ἑβδομάδων (490 ἔτη: 70×7=490 ἡμέρες-ἔτη) μετά ἀπό τήν ἀνοικοδόμηση τῆς Ἱερουσαλήμ, πού ἔγινε ἐπί Βασιλείας τοῦ Ἀρταξέρξη, γύρω στό 453 π.Χ. θά ἐγίνοντο ὅλα αὐτά καί ἄλλα πολλά πού ἀναφέρονται μέσα στήν σχετική Προφητεία τοῦ Δανιήλ. (Βλέπε καί τήν μελέτη Ἀρχ. Ἰωήλ Γιαννακοπούλου, «Ἡ Παλαιά Διαθήκη κατά τούς Ο΄», Τόμος 7ος, σελ. 124-131).

«…Δανιήλ, νῦν ἐξῆλθον συμβιβάσαι σε σύνεσιν· ἐν ἀρχῇ τῆς δεήσεώς σου ἐξῆλθε λόγος, καί ἐγώ ἦλθον τοῦ ἀναγγεῖλαί σοι, ὅτι ἀνήρ ἐπιθυμιῶν εἶ σύ· καί ἐννοήθητι ἐν τῷ ρήματι καί σύνες ἐν τῇ ὀπτασίᾳ. ἑβδομήκοντα ἑβδομάδες συνετμήθησαν ἐπί τόν λαόν σου καί ἐπί τήν πόλιν τήν ἁγίαν σου τοῦ συντελεσθῆναι ἁμαρτίαν καί τοῦ σφραγίσαι ἁμαρτίας καί ἀπαλεῖψαι τάς ἀνομίας καί τοῦ ἐξιλάσασθαι ἀδικίας καί τοῦ ἀγαγεῖν δικαιοσύνην αἰώνιον καί τοῦ σφραγίσαι ὅρασιν καί προφήτην καί τοῦ χρῖσαι ἅγιον ἁγίων. καί γνώσῃ καί συνήσεις· ἀπό ἐξόδου λόγου τοῦ ἀποκριθῆναι καί τοῦ οἰκοδομῆσαι Ἱερουσαλήμ ἕως χριστοῦ ἡγουμένου ἑβδομάδες ἑπτά καί ἑβδομάδες ἑξηκονταδύο· καί ἐπιστρέψει καί οἰκοδομηθήσεται πλατεῖα καί τεῖχος, καί ἐκκενωθήσονται οἱ καιροί. καί μετά τάς ἑβδομάδας τάς ἑξηκονταδύο ἐξολοθρευθήσεται χρῖσμα, καί κρίμα οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ· καί τήν πόλιν καί τό ἅγιον διαφθερεῖ σύν τῷ ἡγουμένῳ τῷ ἐρχομένῳ καί ἐκκοπήσονται ἐν κατακλυσμῷ, καί ἕως τέλους πολέμου συντετμημένου τάξει ἀφανισμοῖς. καί δυναμώσει διαθήκην πολλοῖς, ἑβδομάς μία· καί ἐν τῷ ἡμίσει τῆς ἑβδομάδος ἀρθήσεταί μου θυσία καί σπονδή, καί ἐπί τό ἱερόν βδέλυγμα τῶν ἐρημώσεων, καί ἕως τῆς συντελείας καιροῦ συντέλεια δοθήσεται ἐπί τήν ἐρήμωσιν». (Δανιήλ θ’, 22-27)

δ) Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας μᾶς λέγει ὅτι, θά γεννηθεῖ ἕνα παιδί γιά μᾶς τούς ἀνθρώπους, πού δέν θά ἔχει ἀρχή («ὁ Παλαιός τῶν Ἡμερῶν, παιδίον γέγονεν», ἑορτή Ὑπαπαντῆς), ὁ δέ ἐρχομός του θά εἶναι τό πιό χαρούμενο ἄγγελμα πού θά ἔχουν ἀκούσει ποτέ οἱ ἄνθρωποι, ἀφοῦ χάρη σ’ αὐτό τό παιδί θά πραγματοποιηθεῖ ἡ μεγάλη βουλή τοῦ Θεοῦ νά γίνει ἄνθρωπος, γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο θεόν κατά χάριν. Τό παιδί αὐτό, τό ὁποῖο θά καθίσει εἰς τόν θρόνον τοῦ Δαυΐδ καί θά βασιλεύσει αἰώνια, θά εἶναι ταυτόχρονα καί ἰσχυρός Θεός, ὁ ἄρχων τῆς εἰρήνης, ὁ ἐξουσιαστής τοῦ σύμπαντος καί ὁ Πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος:

«Ὅτι παιδίον ἐγενήθη ἡμῖν, υἱός καί ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχή ἐγενήθη ἐπί τοῦ ὤμου αὐτοῦ, καί καλεῖται τό ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος· ἐγώ γάρ ἄξω εἰρήνην ἐπί τούς ἄρχοντας, εἰρήνην καί ὑγίειαν αὐτῷ· μεγάλη ἡ ἀρχή αὐτοῦ, καί τῆς εἰρήνης αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ὅριον ἐπί τόν θρόνον Δαυίδ καί τήν βασιλείαν αὐτοῦ κατορθῶσαι αὐτήν καί ἀντιλαβέσθαι αὐτῆς ἐν κρίματι καί ἐν δικαιοσύνῃ ἀπό τοῦ νῦν καί εἰς τόν αἰῶνα· ὁ ζῆλος Κυρίου σαβαώθ ποιήσει ταῦτα». (Ἡσαΐας θ’, 6-7)

ε) Ὁ ἴδιος Προφήτης μᾶς λέγει ἀκόμη ὅτι, ὁ Χριστός θά προέρχεται  ἀπό τήν ρίζα τοῦ Ἰεσσαί (ὁ πατέρας τοῦ Βασιλέως Δαυίδ). Θά ἔχει τά ἑπτά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ. Θά κυβερνήσει ὅλα τά ἔθνη τοῦ κόσμου. Καί ὅτι ὅλα τά ἔθνη θά ἐλπίζουν σ’ Αὐτόν:

«Καί ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί, καί ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης ἀναβήσεται. καί ἀναπαύσεται ἐπ’ αὐτόν πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πνεῦμα σοφίας καί συνέσεως, πνεῦμα βουλῆς καί ἰσχύος, πνεῦμα γνώσεως καί εὐσεβείας… Καί ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἡ ρίζα τοῦ Ἰεσσαί καί ὁ ἀνιστάμενος ἄρχειν ἐθνῶν, ἐπ’ αὐτῷ ἔθνη ἐλπιοῦσι, καί ἔσται ἡ ἀνάπαυσις αὐτοῦ τιμή». (Ἡσαΐας ια’, 1-2 καί 10)-(Ρωμ. ιε’, 12)

ς) Ὁ Πατριάρχης καί Προφήτης Ἰακώβ μᾶς λέγει ὅτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά κατάγεται ἀπό τήν φυλή τοῦ Ἰούδα, πού ἦταν ἕνα ἀπό τά 12 παιδιά τοῦ Ἰακώβ:

«Ἰούδα, σέ αἰνέσαισαν οἱ ἀδελφοί σου· αἱ χεῖρές σου ἐπί νώτου τῶν ἐχθρῶν σου· προσκυνήσουσί σοι οἱ υἱοί τοῦ πατρός σου. σκύμνος λέοντος Ἰούδα· ἐκ βλαστοῦ, υἱέ μου, ἀνέβης· ἀναπεσών ἐκοιμήθης ὡς λέων καί ὡς σκύμνος· τίς ἐγερεῖ αὐτόν; οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καί ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἐάν ἔλθῃ τά ἀποκείμενα αὐτῷ, καί αὐτός προσδοκία ἐθνῶν. δεσμεύων πρός ἄμπελον τόν πῶλον αὐτοῦ καί τῇ ἕλικι τόν πῶλον τῆς ὄνου αὐτοῦ· πλυνεῖ ἐν οἴνῳ τήν στολήν αὐτοῦ καί ἐν αἵματι σταφυλῆς τήν περιβολήν αὐτοῦ». (Γένεσις, μθ’, 8-11)

ζ) Ὁ Προφήτης Μιχαίας μᾶς λέγει ὅτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά γεννηθεῖ στήν πόλη Βηθλεέμ. Θά γίνει ἄρχοντας-Βασιλιάς τοῦ Ἰσραήλ. Ἡ ἀρχή Του δέ, εἶναι πολύ πρίν τήν δημιουργία τῶν αἰώνων καί τοῦ κόσμου:

«Καί σύ, Βηθλεέμ οἶκος τοῦ Ἐφραθά, ὀλιγοστός εἶ τοῦ εἶναι ἐν χιλιάσιν Ἰούδα· ἐκ σοῦ μοι ἐξελεύσεται τοῦ εἶναι εἰς ἄρχοντα ἐν τῷ Ἰσραήλ, καί αἱ ἔξοδοι αὐτοῦ ἀπ’ ἀρχῆς ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος». (Μιχαίας ε’, 1)

η) Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας καί πάλιν μᾶς λέγει ὅτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά γεννηθεῖ ἁπλά, ταπεινά, φτωχικά μέσα σέ ἕνα σπήλαιο, καί σέ φάτνη δύο ζώων, ἑνός βοδιοῦ καί ἑνός ὄνου:

«Ἔγνω βοῦς τόν κτησάμενον καί ὄνος τήν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ…». (Ἡσαΐας α’, 3)

θ) Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον διά μέσου τοῦ Βαρλαάμ προφητεύει καί μᾶς λέγει ὅτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά προέλθει ἀπό τό σπέρμα τοῦ Ἰακώβ (ἀπό τόν υἱόν του, Ἰούδα). Ὅταν θά γεννηθεῖ, θά φανερωθεῖ στόν οὐρανό ἕνα μεγάλο καί ξεχωριστό ἄστρο (χάριν αὐτῆς τῆς προφητείας γνώρισαν οἱ Μάγοι τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ). Ὅτι θά πάει στήν Αἴγυπτο καί θά ξαναέλθει ἀπό ἐκεῖ (φυγή στήν Αἴγυπτο γιά νά μήν θανατωθεῖ ἀπό τόν Ἡρώδη). Θά κυριεύσει ὅλα τά ἔθνη (πνευματικά, ὡς Θεός). Θά κοιμηθεῖ (πεθάνει) ὡς λεοντάρι-βασιλιάς καί στήν συνέχεια θά ἀναστηθεῖ:

«Ὡς καλοί οἱ οἶκοί σου Ἰακώβ, αἱ σκηναί σου Ἰσραήλ! ὡσεί νάπαι σκιάζουσαι καί ὡσεί παράδεισοι ἐπί ποταμῷ καί ὡσεί σκηναί, ἅς ἔπηξε Κύριος, καί ὡσεί κέδροι παρ’ ὕδατα. ἐξελεύσεται ἄνθρωπος ἐκ τοῦ σπέρματος αὐτοῦ καί κυριεύσει ἐθνῶν πολλῶν, καί ὑψωθήσεται ἤ Γώγ βασιλεία αὐτοῦ, καί αὐξηθήσεται βασιλεία αὐτοῦ. Θεός ὡδήγησεν αὐτόν ἐξ Αἰγύπτου, ὡς δόξα μονοκέρωτος αὐτῷ· ἔδεται ἔθνη ἐχθρῶν αὐτοῦ καί τά πάχη αὐτῶν ἐκμυελιεῖ καί ταῖς βολίσιν αὐτοῦ κατατοξεύσει ἐχθρόν· κατακλιθείς ἀνεπαύσατο ὡς λέων καί ὡς σκύμνος· τίς ἀναστήσει αὐτόν; οἱ εὐλογοῦντές σε εὐλόγηνται, καί οἱ καταρώμενοί σε κεκατήρανται… δείξω αὐτῷ, καί οὐχί νῦν· μακαρίζω, καί οὐκ ἐγγίζει· ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ, ἀναστήσεται ἄνθρωπος ἐξ Ἰσραήλ καί θραύσει τούς ἀρχηγούς Μωάβ καί προνομεύσει πάντας υἱούς Σήθ».  (Ἀριθμοί κδ’, 5-9 καί 17)

ι) Ὁ Προφήτης Βαρούχ μᾶς λέγει ὅτι, σάν τόν Θεόν μας δέν ὑπάρχει ἄλλος «θεός». Ἔχει δέ τόση ἀγάπη γιά τά παιδιά Του, ὥστε ἄν καί Θεός θά γίνει ἄνθρωπος, θά ἔλθει στή γῆ καί θά συναναστραφεῖ τούς ἀνθρώπους:

«Ἐκάλεσεν αὐτούς καί εἶπον· πάρεσμεν, ἔλαμψαν μετ’ εὐφροσύνης τῷ ποιήσαντι αὐτούς. οὗτος ὁ Θεός ἡμῶν, οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρός αὐτόν. ἐξεῦρε πᾶσαν ὁδόν ἐπιστήμης καί ἔδωκεν αὐτήν Ἰακώβ τῷ παιδί αὐτοῦ καί Ἰσραήλ τῷ ἠγαπημένῳ ὑπ’ αὐτοῦ. μετά τοῦτο ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί ἐν τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη». (Βαρούχ γ’, 35-38)

ια) Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας καί πάλιν μᾶς λέγει ὅτι, ὅταν γεννηθεῖ, θά τοῦ φέρουν γιά δῶρα χρυσό, λιβάνι καί σμύρνα:

«…πάντες ἐκ Σαβά ἥξουσι φέροντες χρυσίον καί λίβανον οἴσουσι καί λίθον τίμιον καί τό σωτήριον Κυρίου εὐαγγελιοῦνται». (Ἡσαΐας ξ’, 6)

ιβ) Ὁ Προφήτης Ὠσηέ μᾶς λέγει ὅτι, ὁ Χριστός σάν νήπιο, θά εἶναι στήν Αἴγυπτο καί ἀπό ἐκεῖ ὁ Θεός θά τόν καλέσει νά ἔλθει πίσω στήν πατρίδα Του. (Ἡ φυγή στήν Αἴγυπτο):

«Ὄρθρου ἀπερρίφησαν, ἀπερρίφη βασιλεύς Ἰσραήλ· ὅτι νήπιος Ἰσραήλ, καί ἐγώ ἠγάπησα αὐτόν καί ἐξ Αἰγύπτου μετεκάλεσα τά τέκνα αὐτοῦ». (Ὠσηέ ια’, 1)

ιγ) Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας μᾶς λέγει ὅτι, ὁ Ἰσραηλιτικός λαός θά δεχθεῖ τρίτος στήν σειρά τήν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, μετά τούς Ἀσσύριους (Μάγοι μέ τά δῶρα) καί τούς Αἰγύπτιους (Φυγή στήν Αἴγυπτο):

«Τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἔσται Ἰσραήλ τρίτος ἐν τοῖς Ἀσσυρίοις καί ἐν τοῖς Αἰγυπτίοις εὐλογημένος ἐν τῇ γῇ, ἥν εὐλόγησε Κύριος σαβαώθ λέγων· εὐλογημένος ὁ λαός μου ὁ ἐν Αἰγύπτῳ καί ὁ ἐν Ἀσσυρίοις καί ἡ κληρονομία μου Ἰσραήλ». (Ἡσαΐας ιθ’, 24-25)

ιδ) Ὁ ἴδιος Προφήτης μᾶς λέγει ἀκόμη ὅτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά ἔχει τό Ἅγιο Πνεῦμα μαζί Του, τόν Θεόν (θά εἶναι δηλαδή Θεός καί ἄνθρωπος) καί θά ἔλθει προκειμένου νά μᾶς κηρύξει τήν ἀλήθεια Του καί νά μᾶς σώσει. Θά κάνει δέ πολλά καί μεγάλα θαύματα:

«Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τούς συντετριμμένους τήν καρδίαν, κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καί τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, καλέσαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν καί ἡμέραν ἀνταποδόσεως τῷ Θεῷ ἡμῶν…». (Ἡσαΐας ξα’, 1-2)-(Λουκ. δ’, 18-20)

ιε) Ὁ Προφητάναξ Δαυίδ μᾶς λέγει ὅτι, οἱ Ἑβραῖοι θά τόν δεχθοῦν καί θά τόν ἐπευφημοῦν λέγοντας:  «ὡσσανά ἐν τοῖς Ὑψίστοις εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». (Κυριακή τῶν Βαΐων):

«Ὦ Κύριε, σῶσον δή, ὦ Κύριε, εὐόδωσον δή. εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· εὐλογήκαμεν ὑμᾶς ἐξ οἴκου Κυρίου». (Ψαλμ. ριζ’, 25-26)-(Ἰω. ιβ’, 13)

ις) Ὁ Προφήτης Ζαχαρίας μᾶς λέγει ὅτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά ἔλθει καθήμενος ἐπί πώλου ὄνου, ἐνῶ ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ θά τόν ἐπευφημεῖ ὡς βασιλιά καί σωτήρα του (Κυριακή τῶν Βαΐων):

«Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ἱερουσαλήμ· ἰδού ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι, δίκαιος καί σῴζων αὐτός, πραΰς καί ἐπιβεβηκώς ἐπί ὑποζύγιον καί πῶλον νέον».  (Ζαχ. θ’, 9)-(Ἰω. ιβ’, 13)

ιζ) Ὁ Προφήτης Σολομών μᾶς λέγει ὅτι, οἱ Ἑβραῖοι, τυφλωμένοι ἀπό τήν μεγάλη κακία καί τό φθόνο τους καί μή ἀνεχόμενοι τόν ἔλεγχο καί τίς νουθεσίες τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τό ὅτι ἔλεγε τόν ἑαυτόν Του Υἱόν Θεοῦ, θά τόν κυνηγήσουν, θά τόν ταλαιπωρήσουν, θά τόν βασανίσουν, θά τόν προδώσουν καί ἐν τέλει θά τόν ὁδηγήσουν καί στόν θάνατο, αὐτόν τόν ἴδιο τόν Μεσσία καί Σωτήρα τους, Ἰησοῦ Χριστό:

«Ἐνεδρεύσωμεν δέ τόν δίκαιον, ὅτι δύσχρηστος ἡμῖν ἐστι καί ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις ἡμῶν και ὀνειδίζει ἡμῖν ἁμαρτήματα νόμου καί ἐπιφημίζει ἡμῖν ἁμαρτήματα παιδείας ἡμῶν· ἐπαγγέλλεται γνῶσιν ἔχειν Θεοῦ καί παῖδα Κυρίου ἑαυτόν ὀνομάζει· ἐγένετο ἡμῖν εἰς ἔλεγχον ἐννοιῶν ἡμῶν· βαρύς ἐστιν ἡμῖν καί βλεπόμενος, ὅτι ἀνόμοιος τοῖς ἄλλοις ὁ βίος αὐτοῦ, καί ἐξηλλαγμέναι αἱ τρίβοι αὐτοῦ· εἰς κίβδηλον ἐλογίσθημεν αὐτῷ, καί ἀπέχεται τῶν ὁδῶν ἡμῶν ὡς ἀπό ἀκαθαρσιῶν· μακαρίζει ἔσχατα δικαίων καί ἀλαζονεύεται πατέρα Θεόν. ἴδωμεν εἰ οἱ λόγοι αὐτοῦ ἀληθεῖς, καί πειράσωμεν τά ἐν ἐκβάσει αὐτοῦ· εἰ γάρ ἐστιν ὁ δίκαιος υἱός Θεοῦ, ἀντιλήψεται αὐτοῦ καί ρύσεται αὐτόν ἐκ χειρός ἀνθεστηκότων. ὕβρει καί βασάνῳ ἐτάσωμεν αὐτόν, ἵνα γνῶμεν τήν ἐπιείκειαν αὐτοῦ καί δοκιμάσωμεν τήν ἀνεξικακίαν αὐτοῦ· θανάτῳ ἀσχήμονι καταδικάσωμεν αὐτόν, ἔσται γάρ αὐτοῦ ἐπισκοπή ἐκ λόγων αὐτοῦ. Ταῦτα ἐλογίσαντο, καί ἐπλανήθησαν· ἀπετύφλωσε γάρ αὐτούς ἡ κακία αὐτῶν, καί οὐκ ἔγνωσαν μυστήρια Θεοῦ, οὐδέ μισθόν ἤλπισαν ὁσιότητος, οὐδέ ἔκριναν γέρας ψυχῶν ἀμώμων. ὅτι ὁ Θεός ἔκτισε τόν ἄνθρωπον ἐπ’ ἀφθαρσίᾳ καί εἰκόνα τῆς ἰδίας ἰδιότητος ἐποίησεν αὐτόν». (Σοφία Σολομ. β’, 12-23)

ιη) Ὁ Προφήτης Ζαχαρίας μᾶς λέγει ὅτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά προδοθεῖ, ἀντί τριάκοντα ἀργυρίων:

«Καί ἐρῶ πρός αὐτούς· εἰ καλόν ἐνώπιον ὑμῶν ἐστι, δότε στήσαντες τόν μισθόν μου ἤ ἀπείπασθε· καί ἔστησαν τόν μισθόν μου τριάκοντα ἀργυροῦς».  (Ζαχαρίας ια’, 12)-(Ἱερ. λβ’, 6-9)

ιθ) Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας μᾶς λέγει ὅτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά μαστιγωθεῖ, θά δεχθεῖ χτυπήματα στό πρόσωπό Του, ἀλλά καί σ’ ὁλόκληρο τό σῶμα Του καί θά ὑπομείνει γενικά ἀπό τούς ἀνθρώπους, μεγάλο ἐξευτελισμό:

«Τόν νῶτόν μου ἔδωκα εἰς μάστιγας, τάς δέ σιαγόνας μου εἰς ραπίσματα, τό δέ πρόσωπόν μου οὐκ ἀπέστρεψα ἀπό αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων». (Ἡσαΐας ν’, 6)-(Ματθ. κζ’, 30)

κ) Ὁ Προφητάναξ Δαυίδ μᾶς λέγει ὅτι, οἱ Ἑβραῖοι θά σταυρώσουν τόν Ἰησοῦ Χριστό, ἐνῶ τά ἱμάτιά Του θά τά βάλουν σέ κλῆρο:

«Ὅτι ἐκύκλωσάν με κύνες πολλοί, συναγωγή πονηρευομένων περιέσχον με, ὤρυξαν χεῖράς μου καί πόδας… διεμερίσαντο τά ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς καί ἐπί τόν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον». (Ψαλμ. κα’, 17 καί 19)-(Ματθ. κζ’, 35)

κα) Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας μᾶς λέγει ὅτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά σταυρωθεῖ, ἐν μέσω δύο ληστῶν (ἀνόμων-παρανόμων) σηκώνοντας στούς ὤμους Του τίς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου:

«Διά τοῦτο αὐτός κληρονομήσει πολλούς καί τῶν ἰσχυρῶν μεριεῖ σκύλα, ἀνθ’ ὧν παρεδόθη εἰς θάνατον ἡ ψυχή αὐτοῦ, καί ἐν τοῖς ἀνόμοις ἐλογίσθη· καί αὐτός ἁμαρτίας πολλῶν ἀνήνεγκε καί διά τάς ἁμαρτίας αὐτῶν παρεδόθη». (Ἡσαΐας νγ’, 12)-(Ματθ. κζ’, 38)

κβ) Ὁ ἴδιος Προφήτης μᾶς λέγει ὅτι, τό Ξύλο τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ θά ἀποτελεῖτο ἀπό κυπαρίσσι, πεῦκο καί κέδρο. Τό Ξύλο δέ αὐτό θά ἁγιαστεῖ καί θά δοξαστεῖ χάρη τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ:

«Καί ἡ δόξα τοῦ Λιβάνου πρός σέ ἥξει ἐν κυπαρίσσῳ καί πεύκῃ καί κέδρῳ ἅμα, δοξάσαι τόν τόπον τόν ἅγιόν μου καί τόν τόπον τῶν ποδῶν μου δοξάσω». (Ἡσαΐας ξ’, 13)

κγ) Ὁ Προφητάναξ Δαυίδ μᾶς λέγει ἀκόμη ὅτι, κατά τήν ὥρα τῆς Σταυρώσεως θά τόν ποτίσουν μέ ὄξος καί χολή:

«Καί ἔδωκαν εἰς τό βρῶμά μου χολήν καί εἰς τήν δίψαν μου ἐπότισάν με ὄξος». (Ψαλμ. ξη’, 22)-(Ματθ. κζ’, 34)

κδ) Ὁ Προφήτης Μωϋσῆς  μᾶς λέγει ὅτι, οἱ Ἑβραῖοι κάποια στιγμή θά δοῦν κρεμασμένη ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν τους, τήν ζωή τους, δηλαδή τόν Σωτήρα καί Θεό τους. Ἐπειδή  δέν θά πιστεύσουν σ’ Αὐτόν καί θά τόν ὁδηγήσουν οἱ ἴδιοι στήν σταύρωση, λέγοντας μάλιστα «τό αἷμα αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς καί ἐπί τά τέκνα μας», ὡς τιμωρία θά λάβουν νά ζοῦνε μιά ζωή κυνηγημένοι καί φοβισμένοι:

«Καί ἔσται ἡ ζωή σου κρεμαμένη ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν σου, καί φοβηθήσῃ ἡμέρας καί νυκτός καί οὐ πιστεύσεις τῇ ζωῇ σου». (Δευτερ. κη’, 66)

κε) Ὁ ἴδιος Προφήτης ὁ Θεόπτης Μωϋσῆς μᾶς λέγει ὅτι, οἱ Ἑβραῖοι θά σταυρώσουν τόν Ἰησοῦ Χριστό, ἐνῶ τό σῶμα Του δέν θά τό ἀφήσουν γιά δεύτερη μέρα πάνω στόν Σταυρόν, ἀλλά θά τόν θάψουν τήν ἴδια μέρα, σύμφωνα μέ τό Νόμο τους, προκειμένου νά ἑορτάσουν τό Πάσχα τους ἥσυχοι καί ἀνενόχλητοι:

«Ἐάν δέ γένηται ἔν τινι ἁμαρτία κρίμα θανάτου καί ἀποθάνη καί κρεμάσητε αὐτόν ἐπί ξύλου, οὐ κοιμηθήσεται τό σῶμα αὐτοῦ ἐπί τοῦ ξύλου, ἀλλά ταφῇ θάψετε αὐτό ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, ὅτι κεκατηραμένος ὑπό Θεοῦ πᾶς κρεμάμενος ἐπί ξύλου· καί οὐ μή μιανεῖτε τήν γῆν, ἥν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι ἐν κλήρῳ». (Δευτερ. κα’, 22-23)

καί

«οὐ καταλείψουσιν ἀπ’ αὐτοῦ εἰς τό πρωΐ… κατά τόν νόμον τοῦ πάσχα ποιήσουσιν αὐτό». (Ἀριθμοί θ’, 12)

κς) Ὁ Προφήτης Ἀμώς μᾶς λέγει ὅτι, κατά τήν ὥρα τῆς Σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ μας, ἐνῶ θά εἶναι μέρα μεσημέρι, θά γίνει σκότος σέ ὅλη τήν γῆ:

«Καί ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, λέγει Κύριος ὁ Θεός, καί δύσεται ὁ ἥλιος μεσημβρίας, καί συσκοτάσει ἐπί τῆς γῆς ἐν ἡμέρᾳ τό φῶς». (Ἀμώς η’, 9)

κζ) Ὁ Προφήτης Ἰωήλ μᾶς λέγει ὅτι, κατά τήν ὥρα τῆς Σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ μας, θά γίνει σκότος σέ ὅλη τή γῆ, ἐνῶ ταυτόχρονα θά γίνει καί μεγάλος σεισμός:

«Ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη συσκοτάσουσι, καί οἱ ἀστέρες δύσουσι φέγγος αὐτῶν. ὁ δέ Κύριος ἐκ Σιών ἀνακεκράξεται καί ἐξ Ἱερουσαλήμ δώσει φωνήν αὐτοῦ, καί σεισθήσεται ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ· ὁ δέ Κύριος φείσεται τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, καί ἐνισχύσει τούς υἱούς Ἰσραήλ». (Ἰωήλ δ’, 15-16)

κη) Ὁ Προφήτης Μωϋσῆς μᾶς λέγει ὅτι, κατά τήν Σταύρωση δέν πρόκειται νά πάθει τίποτε σημαντικό τό σῶμα τοῦ Κυρίου μας, οὔτε νά σπάσει ἤ νά συντριβεῖ κάποιο ὀστό του:

«Οὐκ ἀπολείψετε ἀπ’ αὐτοῦ ἕως πρωΐ καί ὀστοῦν οὐ συντρίψετε ἀπ’αὐτοῦ». (Ἔξοδος ιβ’, 10)

καί

«οὐ καταλείψουσιν ἀπ’ αὐτοῦ εἰς τό πρωΐ, καί ὀστοῦν οὐ συντρίψουσιν ἀπ’ αὐτοῦ». (Ἀριθμοί θ’, 12)

κθ) Οἱ Προφήτες Ἡσαΐας καί Ὠσηέ μᾶς λέγουν ὅτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά πεθάνει καί θά κατέβει στόν Ἅδη, παίρνοντας ἀπό κεῖ ὅλους τούς νεκρούς. Ὁ Ἅδης δέ, θά πικραθεῖ γι’ αὐτό, πού ἔχασε τούς νεκρούς, ἀλλά καί τήν ἐξουσία καί τή δύναμή του:

«Ὁ ᾅδης κάτωθεν ἐπικράνθῃ συναντήσας σοι, συνηγέρθησάν σοι πάντες οἱ γίγαντες οἱ ἄρξαντες τῆς γῆς, οἱ ἐγείραντες ἐκ τῶν θρόνων αὐτῶν πάντας βασιλεῖς ἐθνῶν». (Ἡσαΐας ιδ’, 9)

καί

«ἐκ χειρός ᾅδου ρύσομαι καί ἐκ θανάτου λυτρώσομαι αὐτούς. ποῦ ἡ δίκη σου, θάνατε; ποῦ τό κέντρον σου, ᾅδη; παράκλησις κέκρυπται ἀπό ὀφθαλμῶν μου». (Ὠσηέ ιγ’, 14)

λ) Ὁ Προφήτης Ὠσηέ μᾶς λέγει ὅτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά πεθάνει καί θά Ἀναστηθεῖ τήν τρίτη ἡμέρα, ἀνασταίνοντας μαζί Του καί ὅλους ἡμᾶς:

«Ὑγιάσει ἡμᾶς μετά δύο ἡμέρας, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ ἐξαναστησόμεθα καί ζησόμεθα ἐνώπιον αὐτοῦ καί γνωσόμεθα· διώξωμεν τοῦ γνῶναι τόν Κύριον, ὡς ὄρθρον ἕτοιμον εὑρήσομεν αὐτόν, καί ἥξει ὡς ὑετός ἡμῖν πρώϊμος καί ὄψιμος γῇ».  (Ὠσηέ ς’, 2-3)

λα) Ὁ Προφήτης Ἰωνᾶς μᾶς λέγει ὅτι, ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου θά μείνει εἰς τήν καρδιά τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καί τρεῖς νύκτας, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ ἴδιος ὁ προφήτης ἔμεινε εἰς τήν κοιλία τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καί τρεῖς νύκτας, ἐνῶ στήν συνέχεια τό κήτος θά τόν ἐκβάλει, δηλαδή θά ἀναστηθεῖ:

«Καί προσέταξε Κύριος κήτει μεγάλῳ καταπιεῖν τόν Ἰωνᾶν· καί ἦν Ἰωνᾶς ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καί τρεῖς νύκτας…καί προσέταξε Κύριος τῷ κήτει, καί ἐξέβαλε τόν Ἰωνᾶν ἐπί τήν ξηράν». (Ἰωνᾶς β’, 1-11)-(Ματθ. ιβ’, 40)

λβ) Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας μᾶς λέγει ὅτι, κατά τήν ὥρα τῆς Σταυρώσεως θά ἀναστηθοῦν πολλοί νεκροί καί θά βγοῦν μέσα ἀπό τούς τάφους τους, βλέποντάς τους, πολλοί ἄνθρωποι. Καί ἀκόμη ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ τήν δική Του Ἀνάσταση θά σταθεῖ ἀφορμή νά ἀναστηθοῦν ὅλοι οἱ νεκροί κατά τήν ὥρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας:

«Ἀναστήσονται οἱ νεκροί καί ἐγερθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις, καί εὐφρανθήσονται οἱ ἐν τῇ γῇ· ἡ γάρ δρόσος ἡ παρά σοῦ ἴαμα αὐτοῖς ἐστιν, ἡ δέ γῆ τῶν ἀσεβῶν πεσεῖται». (Ἡσαΐας κς’, 19)

λγ) Καί τέλος ὁ Προφητάναξ Δαυίδ μᾶς λέγει ὅτι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός θά πεθάνει μέν ὡς ἄνθρωπος, θά Ἀναστηθεῖ δέ ὡς Θεός, συντρίβοντας καί διασκορπίζοντας ὅλους τούς ἁμαρτωλούς καί ἐχθρούς Του, κάνοντας τους μάλιστα νά λιώνουνε μπροστά Του, ἀπό τόν φόβο τους, ὅπως λιώνουν τά κεριά ἀπό τήν φωτιά:

«Ἀναστήτω ὁ Θεός, καί διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροί αὐτοῦ, καί φυγέτωσαν ἀπό προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτόν. ὡς ἐκλείπει καπνός, ἐκλιπέτωσαν· ὡς τήκεται κηρός ἀπό προσώπου πυρός, οὕτω ἀπολοῦνται οἱ ἁμαρτωλοί ἀπό προσώπου τοῦ Θεοῦ. καί οἱ δίκαιοι εὐφρανθήτωσαν…». (Ψαλμ. ξζ’, 2-3)

ΠΗΓΗ.ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ

Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης: «Πριν γεννηθεί ο Χριστός, Άγγελος Κυρίου θανάτωσε όλους τους ομοφυλόφιλους, καθώς είναι Θεομίσητη αμαρτία»

Σε σημείωση του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, στα Προλεγόμενα του πεζού Κανόνος της Χριστού Γεννήσεως, από το Εορτοδρόμιο (τόμος Α’, σελ. 145), αναφέρονται τρία θαύματα που ακολούθησαν την Γέννηση του Χριστού.

Παραθέτουμε εδώ το τρίτο συγκλονιστικό θαύμα: «Τρίτον δε και τελευταίον θαύμα ηκολούθησεν εν τη Χριστού Γεννήσει· λέγει γαρ ένας Διδάσκαλος, ότι την νύχτα εκείνην, κατά την οποία εγεννήθη ο Δεσπότης Χριστός, έστειλε πρώτον ένα Άγγελον και εθανάτωσεν όλους τους αρσενοκοίτας, όπου ήσαν εις τον Κόσμον, και έπειτα εγεννήθη, διά να μη ευρεθή τότε εις την γην μία τοιαύτη Θεομίσητος αμαρτία (παρά Ιερονύμω)»…

Σχόλιο : «Ίσως τώρα να γίνεται ακόμα πιο φανερό σε καλοπροαίρετους αναγνώστες ότι το αμάρτημα αυτό αποτελεί βδέλυγμα στα μάτια του Θεού και ότι όσοι επιχειρούν να θεσμοθετήσουν «γάμους» και «σύμφωνα συμβίωσης» μεταξύ ανθρώπων του ιδίου φύλου, βλασφημούν και αντιτίθενται στο θέλημα του Θεού.».

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΑΡΚΩΣΙΝ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

 

100 ἔτη «οἰκουμενικοῦ διαλόγου» καὶ δὲν ἔχει κἂν ἐπισημανθῆ
ἡ οὐσιαστικὴ δογματικὴ διαφορά!

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΑΡΚΩΣΙΝ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

Ἡ Κυριακὴ τῶν Ἁγ. Προπατόρων δὲν εἶναι ἁπλῶς τιμὴ εἰς Δικαίους,
ἀλλὰ ἐνδεικτικὴ τοῦ θεολογικοῦ χάσματος Ὀρθοδόξων – παπικῶν.
Μέθοδος τοῦ διαλόγου ἔπρεπε νὰ ἦτο ἡ ἀμοιβαία
ἀποτίμησις τῶν λατρευτικῶν σχημάτων.

Γράφει ὁ π. Μάξιμος Λαυρεώτης, Πιτερχάους, Πανεπιστήμιον Κέμπριτζ

Τὰ προεόρτια τῶν Χριστοῦ Γεννῶν ἀποτελοῦν μιὰ ἀπὸ τὶς σημαντικώτερες ἐξελίξεις στὸ Ἀνατολικὸ Ὀρθόδοξο Λειτουργικὸ Τυπικό. Ἡ προέλευσή τους μπορεῖ νὰ ἀνιχνευθῆ στὴν Ἰουδαϊκὴ λατρεία τῶν προγόνων, ἕνα ἀπὸ τοὺς σημαντικώτερους ἱεροὺς θεσμοὺς τῶν ἀρχαίων Ἰσραηλιτῶν, ποὺ θεωροῦσαν τοὺς προγόνους τους ὡς διαιωνίζουσα ἐπέκταση τῆς συλλογικῆς ὀντότητος τοῦ Ἰσραήλ.

Ἔχοντας κληρονομήσει τέτοια παράδοση οἱ πρῶτοι Ἰουδαῖο- Χριστιανοὶ (1 Τιμ. 5: 4) ἦσαν σὲ θέση νὰ θεωρήσουν τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀποκορύφωμα ἑνὸς μακρόπνοου καὶ μοναδικοῦ Θείου Σχεδίου, ποὺ δικαίωνε ἀπόλυτα τὴν παρουσία τοῦ Ἰσραὴλ μέσα στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Ἔτσι ὁ ἑορτασμὸς τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ἔγινε στὴν οὐσία ἑορτασμὸς τοῦ γενεαλογικοῦ δέντρου τοῦ Χριστοῦ, γνωστοῦ ὡς Ρίζης τοῦ Ἰεσσαὶ (Ἡσ. 11: 1). Δύο Εὐαγγέλια γράφτηκαν μὲ αὐτή τὴν προοπτική, τοῦ Λουκᾶ καὶ τοῦ Ματθαίου, βλέποντας τὴν σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητος ὡς μετάθεση ἀπὸ τὸ γενεαλογικὸ δέντρο τοῦ πρώτου Ἀδὰμ σὲ ἐκεῖνο τοῦ Δεύτερου Ἀδὰμ (1 Κορ. 15: 47-49) καὶ ἀνοίγοντας ἔτσι τὸν δρόμο πρὸς λειτουργικὴ ὡριμότητα μιᾶς ἑορτῆς ἀφιερωμένης στοὺς Προπάτορες τοῦ Χριστοῦ, ὡς τοὺς πλέον καθοριστικοὺς παράγοντες τῆς Ἐνσαρκώσεώς Του.

Μόνη ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία διατήρησε ἄθικτο αὐτὸ τὸ πρωταρχικὸ δόγμα τῆς σωτηρίας μέχρι σήμερα καὶ ἔτσι οἱ Ἅγιοι Προπάτορες τοῦ Χριστοῦ κατεῖ­χαν πάντα ἐξέχουσα θέση μεταξὺ τῶν Ἁγίων – ὁ κύριος λόγος ἦταν ὄχι ἡ συγγένεια αἵματος μὲ τὸν Χριστὸ ὡς ἄνθρωπο, ἀλλὰ πρωτίστως ἡ Ταυτότης τους μὲ Ἐκεῖνον ὡς Θεὸν διὰ τῆς Θέας τῆς Ἀκτίστου Δόξης Του. Σωστὰ λοιπὸν ἀπεκλήθησαν Πατέρες τόσο τοῦ παλαιοῦ καὶ νέου Ἰσραὴλ κατὰ σάρκα (Ρωμ. 9: 4-5. 1 Κορ. 10: 1) ὅσο καὶ Προ­φῆτες (Ἰω. 1: 45) κατὰ Πνεῦμα, διὰ τοῦ Ὁποίου καὶ εἶδαν τὸν Χριστὸ πρὶν τὴν Ἐνσάρκωσή Του.

Ἐξ ἀρχῆς οἱ Χριστιανοὶ θεωροῦσαν τοὺς Προφῆτες καὶ Ἀποστόλους ὡς θεμέλιους τῆς Ἐκκλησίας (Ἐφ. 2:20) καὶ τοὺς ἑαυτούς τους ὡς “συμπολίτας τῶν Ἁγίων” (2: 19) συνηθισμένοι καθὼς ἦσαν ἐξ αἰτίας τῶν Ἰουδαϊκῶν ριζῶν τους νὰ τιμοῦν “πνεύματα δικαίων τετελειωμένων” (Ἑβρ. 12: 23).

Ὑπάρχει μαρτυρία ὅτι ἡ ἑορτὴ τῶν Ἁγίων Προφητῶν, δηλαδὴ ὅλων τῶν δικαίων Ἀνδρῶν καὶ Γυναικῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Π.Δ.) ἐτελεῖτο πρὸ τῆς εἰκονομαχίας κατὰ τὴν Α’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν. Ἀλλὰ κατὰ τὸ ἔτος 842 μ.Χ. ἐντελῶς ἔνθεσμα οἱ Εἰκονόφιλοι ἐπέλεξαν εἰδικὰ αὐτὴν τὴν Κυριακὴ πρὸς παν­ηγυρισμὸ τῆς Ἀναστηλώσεως τῶν Ἁγίων Εἰκόνων καθὼς συνέδεαν στενώτατα τὴ Σωτήρια Θέα τοῦ Χριστοῦ πρὸ τῆς σαρκώσεώς Του ὑπὸ τῶν Προφητῶν μὲ τὴν σωτήρια θέα τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ ὑπὸ τῶν πιστῶν. Τὰ βιβλικὰ ἀναγνώσματα αὐτῆς τῆς Κυριακῆς (Α’ Νηστειῶν), γνωστῆς πλέον ὡς Κυριακῆς τῆς “Ὀρθοδοξίας, παρέμειναν αὐτούσια, ὅπως ἦσαν πρὶν τὸ 842, ὅταν ἡ Κυριακὴ αὐτὴ ἦταν ἀκόμα Κυριακὴ τῶν Προφητῶν. Στὴν ἀρχὴ οἱ δύο ἑορτὲς συνεωρτάζοντο τὴν ἴδια ἡμέρα. Στὴν συνέχεια, ἡ ἑορτὴ τῶν Προφητῶν ὑπεχώρησε βαθμιαῖα χάριν τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀχράντου τοῦ Χριστοῦ Εἰκόνος καὶ ἐν τέλει μετατέθηκε. Ἡ μεγάλη λειτουργικὴ ἀναγέννηση ποὺ ἀκολούθησε κατὰ τοὺς ἑπόμενους τῆς εἰκονομαχίας αἰῶνες ἐπέφερε ἀναθεώρηση τῶν μεγάλων Ἑορτῶν τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ἐγίνετο ὅλο καὶ πιὸ αἰσθητὴ ἡ ἀνάγκη νὰ ἑορτάζονται οἱ Προφῆται σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ Χριστούγεννα, καθὼς τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου ἔδινε ἔμφαση στὸν Γενάρχη τοῦ γενεαλογικοῦ δέντρου τοῦ Χριστοῦ Ἀβραάμ.

Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ θεώρηση τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου, ἐπισκόπου Λουγδούνου, ἤδη ἀπὸ τὸν δεύτερο αἰῶνα μ.Χ.:

Ἀλλὰ ὁ Υἱός, “φέρων πάντα” τὰ τοῦ Πατρός, “ἐργάζεται ἕως ἄρτι”, καὶ ἄνευ Υἱοῦ οὐδείς δύναται νὰ φθάσει εἰς γνῶσιν Θεοῦ. Διότι ὁ Υἱὸς εἶναι γνῶσις τοῦ Πατρὸς- ἀλλὰ ἡ γνῶσις τοῦ Υἱοῦ βρίσκεται μέσα στὸν Πατέρα καὶ ἔχει ἀποκαλυφθεῖ διὰ τοῦ Υἱοῦ- καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ Κύριος διεκήρυξε: “οὐδείς ἐπιγινώσκει τὸν Υἱὸν εἰ μὴ ὁ Πατήρ, οὐδὲ τὸν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ Υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ Υἱὸς ἀποκαλύψαι”. Τὸ δὲ «ἀποκαλύψαι» δὲν ἀναφέρεται μόνον στὸ μέλλον, ὡσὰν ὁ Υἱὸς νὰ ἄρχισε νὰ φανερώνει τὸν Πατέρα μετὰ τὴν σάρκωσίν Του ἐκ τῆς Μαρίας, ἀλλὰ ἰσχύει ἀπόλυτα ἀνὰ τοὺς αἰῶνας. Διότι ὁ Υἱὸς ἐμφανιζόμενος ἐξ ἀρχῆς εἰς τὰ ἔργα τῶν χειρῶν Του ἀποκαλύπτει τὸν Πατέρα σὲ ὅλους· σὲ ὅσους θέλει, καὶ ὅποτε θέλει, καὶ καθὼς ὁ Πατὴρ θέλει. Ὁπότε, εἰς πάντας καὶ διὰ πάντων διήκει ἕνας Θεός, ὁ Πατήρ, καὶ ἕνας Λόγος καὶ Υἱός, καὶ ἕνα Πνεῦμα, καὶ μία σωτηρία γιὰ ὅλους ποὺ πιστεύουν εἰς Αὐτόν.

Ἑπομένως ὁ Ἀβραάμ, γνωρίζοντας τὸν Πατέρα διὰ τοῦ Λόγου, τοῦ ποιήσαντος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, ὡμολόγησε Αὐτὸν Θεὸν καὶ ἔχοντας μάθει ἀπὸ τὴν ἐπαγγελία πρὸς αὐτὸν ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ θὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ θὰ ἀναστραφεῖ μεταξὺ ἀνθρώπων, καὶ μέχρις ἐλεύσεώς Του οἱ ἀπόγονοί του θὰ ἔχουν φθάσει σὲ ἀριθμὸ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, ἐπεθὺμησε νὰ ἰδεῖ αὐτὴ τὴν ἡμέρα, ἔτσι ὥστε νὰ ἐναγκαλισθεῖ καὶ ὁ ἴδιος τὸν Χριστὸ- καὶ βλέποντάς την διὰ τοῦ πνεύματος τῆς προφητείας ἀγαλλίασε καὶ πανηγύρισε. Ἀλλὰ καὶ ὁ Συμεὼν ἐπίσης, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους του. Ὁλοκλήρωσε τὴν ἀγαλλίαση τοῦ Πατριάρχου λέγοντας: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμα σου ἐν εἰρήνῃ- ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν· φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ”. Καὶ ὁ ἄγγελος μὲ τὸν ἴδιο τρόπο εὐηγγελίσθη χαρὰ μεγάλη στοὺς ποιμένες ποὺ ξαγρυπνοῦσαν στοὺς ἀγρούς. Καὶ ἡ Μαριὰμ εἶπε: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον, καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμα μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρι μου”. Αὕτη εἶναι ἡ ἀγαλλίασις τοῦ Ἀβραὰμ μεταβιβαζόμενη στοὺς ἀπογόνους ποὺ φύτρωσαν ἀπὸ αὐτόν, ὅλους ἐκείνους ποὺ ἔβλεπαν, ἐβάσταζαν καὶ ἐπίστευαν τὸν Χριστὸ- ἀφετέρου, ἀντίστροφος ἀγαλλίασις ἐξεδηλοῦτο ἀπὸ τὸ σπέρμα τοῦ Ἀβραὰμ κατευθυνόμενη πρὸς αὐτὸν ἀπὸ ὅλους τούς ἀπογόνους ποὺ ἐπιθυμοῦ­σαν νὰ ἰδοῦν τὴν ἡμέραν τοῦ Χριστοῦ. Ὀρθότατα λοιπὸν ὁ Κύριος ἔδωσε μαρτυρία περὶ αὐτοῦ λέγοντας: “Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμὴν καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη».

Καὶ δὲν εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια γιὰ τὸν Ἀβραὰμ μόνον, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ δείξει πώς ὅλοι ὅσοι εἶχαν γνωρίσει τὸν Θεὸ ἀπ’ ἀρχῆς τοῦ κόσμου καὶ εἶχαν εὐαγγελισθεῖ προφητικῶς τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, εἶχαν δεχθεῖ αὐτὴν τὴν ἀποκάλυψη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Υἱὸ – ὁ ὁποῖος “ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις” ἔγινε ὁρατὸς καὶ παθητὸς καὶ μίλησε μὲ τοὺς ἀνθρώπους – ὅτι θὰ ἀναστήσει ἀπὸ τοὺς λίθους τέκνα τῷ Ἀβραὰμ ἐκπληρώνοντας ἔτσι τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Ἀβραὰμ ὅτι θὰ κάνει τὸ σπέρμα του σὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ”, ὅπως ὁ Ἰωάννης Βαπτιστὴς λέγει: “ὅτι δύναται ὁ Θεὸς καὶ ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ.” Τώρα ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς τὸ ἔπραξε αὐτὸ ἀποτραβώντας ὅλους ἐμᾶς ἀπὸ τὴν λατρεία τῶν λίθων, καὶ κάνοντάς μας νὰ ὑπερβοῦ­με στεῖρες καὶ ἄγονες φιλοσοφίες, καὶ ἐγκαθιστώντας μέσα μας τὴν πίστη τοῦ Ἀβραάμ, ὅπως ὁ Παῦλος ἀπέδειξε, λέγοντας ὅτι εἴμαστε τέκνα τοῦ Ἀβραὰμ καὶ κατ’ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι”… (Ἔλεγχος καὶ Ἀνατροπὴ τῆς Ψευδωνύμου Γνώσεως, βιβλίο Δ΄: 6-7).

Πολὺ ἀργότερα, κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Σταυροφοριῶν (13ος αἰώνας) κατάφερε ἡ ὑπόδουλη στοὺς Φράγκους Ἀνατολὴ νὰ ἐκφράσει τὶς θεολογικὲς ἀντιρρήσεις της στὴν Λατινικὴ Δύση.Αὐτὸ ἔλαβε χώρα ἔμμεσα ὑπὸ τὴν μορφὴ Λειτουργικῆς Ἀναγέννησης, κύριος ἐμπνευστὴς τῆς ὁποίας ἀναδείχθηκε ὁ Μητροπολίτης Νικαίας καὶ οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Γερμανὸς ὁ Νέος, ἀλλὰ καὶ ἄμεσα ὅταν ὁ τελευταῖος σὲ συνεργασία μὲ τὸν Αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας Ἰωάννη Βατάτζη (1222-1254) συγκάλεσε τὸ 1232 τὴν Σύνοδο τοῦ Νυμφαίου (μεταξὺ Σμύρνης καὶ Σάρδεων, ὅπου εἶχε μεταφερθῇ ἡ πρωτεύουσα τῆς Αὐτοκρατορίας), ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ 1234 καὶ ἀπετέλεσε τὴν πρώτη ἀπόπειρα ἑνώσεως τῶν δύο Ἐκκλησιῶν.

Ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς γεννήθηκε στὸν Ἀνάπλου, προάστιο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πιθανότατα μετὰ τὸ 1175, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὶς πρῶτες περὶ αὐτοῦ μαρτυρίες ἱστορικῶν ἦτο διάκονος τῆς Ἁγίας Σοφίας κατὰ τὴν ἅλωση τῆς Πόλεως ὑπὸ τῶν Σταυροφόρων (1204). Τὰ δυσάρεστα γεγονότα τὸν ὡδήγησαν στὴν Μονὴ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Πανευμόρφου στὴν περιοχὴ Ἀχυράνης, ὅπου ἔζησε ὡς μοναχὸς ἐπὶ 18 ἔτη μέχρι τῆς ἐπιλογῆς του ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Βατάτζη ὡς διαδόχου τοῦ ἀποθανόντος Πατριάρχου Μανουὴλ Σαραντηνοῦ. Ἡ περίοδος τῆς μοναχικῆς ἡσυχίας ὑπῆρξε ἀσφαλῶς ἡ γονιμότερη τῆς ζωῆς τοῦ Γερμανοῦ καὶ στὴν διάρκειά της κατάφερε νὰ μελετήσῃ συστηματικὰ τὴν Λατινικὴ λειτουργικὴ καὶ θεολογικὴ παράδοση, ὅπως ἐτηρεῖτο ἀπὸ τὸν Λατινικὸ κλῆρο καὶ τοὺς εὐγενεῖς ποὺ εἶχαν ἐγκατασταθῇ στὴν πρῴην Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία.

Συγκλονιστικὴ ἐντύπωση ἔκαναν στὸ Γερμανό, διακρινόμενο ἤδη γιὰ τὴν θεολογική του κατάρτιση καὶ τὴν ἁγιότητα βίου, θεμελιώδεις διαφορὲς στὸν Λειτουργικὸ χῶρο, καὶ κορυφαία μεταξὺ αὐτῶν ἦταν ἡ ἀνακάλυψη τοῦ ὅτι οἱ Πατριάρχαι, Προφῆται καὶ Δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δέν ἐτιμῶντο ὡς Ἅγιοι, οὔτε ἐτελεῖτο ποτὲ ἡ μνήμη των.

Ἐξ ἴσου μεγάλη ἐντύπωση τοῦ ἔκαμε τὸ ὅτι τὰ  δό­γμα­τα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶχαν ἐντελῶς ξεχασθῇ καὶ ἐπικρατοῦσαν διδασκαλίες ἐντελῶς ἀντίθετες πρὸς αὐτὰ στὴν λατρεία καὶ τὴν θεολογία τῶν Λατίνων. Ἐπὶ πλέον τόσο ἡ βίαιη ἁρπαγὴ ἱερῶν λειψάνων ὅσο καὶ ἡ ἄρνησή των νὰ τιμοῦν αὐτὰ καὶ τὶς πολυπληθεῖς θαυματουργὲς εἰκόνες τῆς κατ’ Ἀνατολὰς Χριστιανοσύνης διὰ προσκυνήσεως εἶχε κυριολεκτικὰ σκανδαλίσει τόσο τοὺς ἁπλοϊκοὺς πιστοὺς ὅσο καὶ τὸν θεολογικὰ καλλιεργημένο ἀνώτερο κλῆρο τῶν ὀρθοδόξων.

Ἡ Αὐγουστίνεια θεολογία ἦταν ἄγνωστη ἐκείνη τὴν ἐποχὴ στὴν Ἀνατολὴ καὶ κανεὶς δὲν μποροῦσε ποτὲ νὰ φαντασθῇ ὅτι σύμφωνα μ’ αὐτὴν τὴν θεολογία ὅλοι ἀνεξαιρέτως ὅσοι ἔζησαν πρὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἦσαν ἀπωλεσμένοι ἁμαρτωλοί, λάφυρα τοῦ διαβόλου καὶ εὑρίσκοντο αὐτομάτως εἰς τὴν κόλαση μετὰ τὸν θάνατό τους. Οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μποροῦ­σε νὰ κάνῃ τίποτε γι’ αὐτοὺς ἔστω κι ἂν εἶχαν ζήσει ἐνάρετα, καθότι ἡ μόνη λύση ποὺ διέθετε πρὸς σωτηρίαν τους προϋπέθετε τὴν σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ προκειμένου νὰ ἰσχύσῃ. Παρὰ τὴν ἀντίθετη διδασκαλία τῆς Γραφῆς, ἡ ὁποία κάνει λόγο σαφέστατα γιά ἀναμάρτητους ἀνθρώπους πρὸ Χριστοῦ (Ρωμ. E΄: 14), ἡ προσαρμογὴ στὴν Αὐγουστίνεια πλάνη περὶ συλλογικῆς ἁμαρτωλότητος καὶ ἐνοχῆς ὅλων τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἀδάμ, ὡδήγησε πολὺ νωρὶς τοὺς Λατίνους θεολόγους στὴν ἀπόρριψη τῶν Ἁγίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κατὰ πλήρη ἀντίφαση πρὸς τὴν πρῴιμη Χριστιανικὴ παράδοση. Σήμερα, κανεὶς δὲν φαίνεται νὰ ἀποδίδῃ ἰδιαίτερη σημασία στὶς τρομακτικὲς συνέπειες ποὺ ἡ ἀλλοίωση αὐτὴ συνεπάγεται, τόσο στὴν Χριστολογία ὅσο καὶ στὴν Ἀνθρωπολογία τῆς ἀρχαίας καὶ ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας, οὔτε ἔχει μέχρι στιγμῆς τεθῆ τέτοιο θέμα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐνάρξεως τῶν οἰκουμενικῶν διαλόγων, πρὶν σχεδὸν ἑκατὸ χρόνια.

Ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ποὺ διεῖδε αὐτὲς τὶς συνέπειες καὶ ἐνὴργησε πάνσοφα ἀπαντῶντας στὴν πρόκληση ὄχι μὲ ἀπ’ εὐθείας ἐπιχειρήματα ἐναντίον τῶν Αὐγουστίνειων πλανῶν, ἀλλὰ μὲ λειτουργικὴ ἀναγέννηση τῆς ὀρθόδοξης λατρείας καὶ ἔντονη προβολὴ τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος δι’ αὐτῆς, κατὰ τρόπο ποὺ ἐξέθετε τὴν ἀδυναμία τῶν Λατινικῶν θέσεων. Τὸ σημαντικώτερο ἐπίτευγμα τῆς πρωτοβουλίας τοῦ Γερμανοῦ ὑπῆρξε ἡ εἰσαγωγὴ Κυριακάτικων Ἑορτῶν, ἀφιερωμένων σὲ εἰδικὲς κατηγορίες Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι τόσο μὲ τὸν τρόπο βιοτῆς τους, ὅσο καὶ μὲ τὸ ἔργο τους συντέλεσαν ἀποφασιστικὰ στὴν ἀνάδειξη τῶν θεμελιωδῶν Ἀληθειῶν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.

Πρωτεύουσα θέση στὸν νέο κύκλο Ἑορτῶν ποὺ εἰσήγαγε, κατέχει ἡ Κυριακὴ τῶν Προπατόρων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοποθετημένη εὐστοχώτατα ὡς Προετοιμασία τῆς μεγάλης Ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Τὸ συγκλονιστικῆς σημασίας περιεχόμενο αὐτῆς τῆς Προετοιμασίας γιὰ τὴν χριστιανικὴ αὐτοσυνειδησία φαίνεται καθαρὰ ἀπὸ τὴν στενώτατη συνάρτησή της μὲ τὸ Μυστήριο τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Λόγου, ἔτσι ὥστε ν’ ἀποτελῇ τὴν πιὸ οὐσιώδη πλευρὰ τοῦ Μυστηρίου τῆς Σαρκώσεως. Μὲ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς Ἑορτῆς τῶν Προπατόρων ὡς Κυριακάτικης Ἑορτῆς (ἀπὸ ἀκίνητη ἑορτὴ ποὺ ἦταν πρὶν), ἡ Προετοιμασία τῶν Χριστουγέννων ἀναδείχθηκε μιὰ ἀπὸ τὶς σημαντικώτερες ἐξελίξεις στὸ Ἀνατολικὸ Ὀρθόδοξο Λειτουργικὸ Τυπικό.

Ἡ μὴ ἀναγνώριση τῶν Ἁγίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπὸ τοὺς Λατίνους κατακτητὲς τῆς Κωνσταντινούπολης ἔθετε ἐπὶ τάπητος γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὸ ζήτημα τοῦ τρόπου σωτηρίας τοῦ κόσμου. Πιστοὶ στὴν ἀρχαία ὁλικὴ θεώρηση τῆς σωτηρίας οἱ Ἀνατολικοί, εἶχαν ἤδη ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου (β΄ αἰών) ἀντιληφθῆ ὅτι ὡς ἄκτιστη προαιώνιος ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου ὄχι ἁπλῶς ἐνηργεῖτο ἀνέκαθεν χωρὶς κανένα κώλυμα, ἀλλὰ καὶ προηγεῖτο τῆς ἐν χρόνῳ δημιουργίας τοῦ κόσμου (Β΄ Τιμ. Α΄ 9). Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἦταν «ἐσφαγμένος ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» (Ἀποκ. ΙΓ΄ 8), αἰώνια «προεγνωσμένος» (Α΄ Πέτρ. Α΄18) καὶ ἀμετάκλητα ἀποφασισμένος νὰ θυσιασθῇ ὑπὲρ τῶν κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσίν Του πολλῶν ἀδελφῶν Του, ἡ ἐν Χριστῷ Σωτηρία τοῦ κόσμου εἶχε ὄχι ἁπλῶς συντελεσθῆ μὲ γενικὴ ἔννοια, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ μέρους πραγματωθῆ σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐξ ἀπαρχῆς τῆς δημιουργίας εἶχαν δεχθῆ τὴν Ἄκτιστη Ἀποκάλυψη τῆς Ἁγίας Τριάδος ὑπὸ μορφὴν Θεοφανίας, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς πρωτόπλαστους.

Ἐπειδὴ ἡ Ἄκτιστη Ἀποκάλυψη τῆς Ἁγίας Τριάδος σὲ ὁποιοδήποτε λογικὸ κτίσμα ἀποτελεῖ ὄχι μόνο ὕψιστη φανέρωση τῆς Ἀλήθειας περὶ Θεοῦ καὶ κόσμου ἀλλὰ καὶ θέωση τῶν δεχομένων τέτοια φανέρωση, ἦταν αὐτονόητο, ὄχι μόνο στοὺς πρώτους Χριστιανοὺς ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλους τοὺς Δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅτι οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι ποὺ ἐθεώθησαν καὶ ἐσώθησαν ἐν Χριστῷ ἦσαν οἱ Πρωτόπλαστοι, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἡ ἐν Χριστῷ Σωτηρία ἦτο προαιωνίως ἐνεργός.

Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος ἀναίρεσε μὲ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα τὸν ἰσχυρισμὸ τοῦ συγχρόνου του φιλοσόφου καὶ ἀπολογητοῦ τοῦ Χριστιανισμοῦ Τατιανοῦ, ὅτι δῆθεν ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ σώσῃ εἰδικὰ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, ἐπειδὴ ὑπῆρξαν πρωταίτιοι τῆς ἁμαρτωλότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Τὸ νὰ ἀποδώσῃ κανεὶς τέτοια πρωτοφανῆ ἀδυναμία στὸν Παντοδύναμο καὶ Ἄκτιστο Λόγο τοῦ Θεοῦ, τόνισε ὁ Εἰρηναῖος, ἀποτελεῖ φρικτὴ βλασφημία, ποὺ θέτει σὲ ἀμφισβήτηση τὴν ἴδια τὴν δυνατότητα σωτηρίας κάθε ἀνθρώπου. Γιατὶ ἄν δὲν ἦταν ἱκανὸς νὰ θεραπεύσῃ τὸ σφάλμα τοῦ ἀνθρώπου ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ πρωτοεμφανίστηκε, δηλαδὴ στὸν Ἀδάμ, τότε ἡ ἐπὶ τῆς ἁμαρτίας νίκη Του θὰ ἦταν ἀμφίβολη, ὄχι ἀπόλυτη καὶ ἴσως δὲν θὰ ἐπαρκοῦσε νὰ ἄρῃ τὴν ἁμαρτία ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητος.

Ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς ἀντελήφθη ὀρθότατα ὅτι ἡ Λατινικὴ Σχολαστικὴ θεολογία εἶχε μία ἀπολύτως διαφορετικὴ ἄποψη περὶ Θείας Ἀποκαλύψεως ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ θεολογία καὶ -ἀναπόφευκτα- ἀπολύτως διαφορετικὴ ἀντίληψη περὶ τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας.

Γιὰ τὴν Ἀνατολικὴ θεολογία μὲ ἀδιάλειπτη συνέπεια ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων μέχρι τον 15ο αἰῶνα, μόνη ἡ Ἄκτιστη Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο συνιστᾷ πλήρως τὴν ἐν Χριστῷ Ἄκτιστη Σωτηρία. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Τριαδικὸς Θεὸς δὲν μεροληπτεῖ, οὔτε διαβαθμίζει καθ’ οἱονδήποτε τρόπο τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἑαυτοῦ Του ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά, οὕτως ὥστε νὰ μπορῆ νὰ γίνῃ λόγος περὶ ἀνωτέρων καὶ κατωτέρων ἀποκαλύψεών Του ἢ περὶ βαθμῶν προδευτικῆς Του ἀποκαλύψεως. Ἐντελῶς ἀντίθετα ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ εἶναι Ἄκτιστη καὶ ὄντως Ἀποκάλυψη τοῦ Ἑαυτοῦ Του, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διαφέρῃ σὲ βαθμό, ἔνταση, σημασία, ποιότητα καὶ ἀποτέλεσμα ἀνάλογα μὲ τοὺς δέκτες καὶ τὶς ἐποχές, ἀλλὰ εἶναι «χθὲς καὶ σήμερον ἡ Αὐτὴ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» καθιστάμενη δυνατὴ μόνον «δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς τῆς Βίβλου ἀδυνατεῖ νὰ ἀποκαλύψῃ Ἑαυτὸν μὴ Τριαδικῶς ἢ κτιστῶς, διότι μία τέτοια «ἀποκάλυψη» θὰ ἀποτελοῦ­σε ψεῦδος καὶ ἀπάτη τῶν δεχομένων αὐτήν. Ἑπομένως ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει Ἑαυτὸν ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι σήμερα μόνον ὡς Τριάδα Ἄκτιστον, Ὁμοούσιον καὶ Ἀχώριστον (ἀχώριστον ὄχι ἁπλῶς κατὰ τὶς Ὑποστάσεις, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν μοναδικότητα ἑκάστης Ἐνεργείας Του ἐπὶ τοῦ κτιστοῦ κοσμοῦ).

Οἱ συνέπειες μιᾶς τέτοιας ἀπολύτως συγκεκριμένης καὶ ἀναλλοιώτου Ἀποκαλύψεως, κατὰ τὴν διάρκεια ὅλων τῶν αἰώνων, εἶναι συγκλονιστικὲς γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα καθότι συνιστοῦν τὴν Σωτηρία της, ὅπως ἀκριβῶς τὴν περιέγραψε ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος: Ἡ Ἁγία Τριάς ἐμφανίσθηκε ἀπαρχῆς, ἐξακολουθεῖ νὰ ἐμφανίζεται καὶ θὰ ἐμφανίζεται μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων, «σὲ ὅσους θέλει καὶ ὅποτε θέλει καὶ καθὼς θέλει». Δέν ὑπάρχει καμμία ἀπολύτως προϋπόθεση γιὰ τὴν ἀέναο αὐτὴ Ἀποκάλυψη τῆς Τριάδος στοὺς ἀνθρώπους, οὔτε ὑπάρχει ἡ παραμικρὴ ἀμφιβολία ὅτι ὅλοι οἱ δέκτες Τριαδικῆς Ἀποκαλύψεως ὅχι ἁπλῶς ἐσώθησαν ἀπὸ ἐνδεχόμενη «ἀπώλεια» ἀλλὰ καὶ ἐθεώθησαν ἐν Χριστῷ καὶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ὅπως ὁ Ἀσιάτης Ἰὼβ ὁ Πολύαθλος, ὁ ὁποῖος δὲν ἦτο σπέρμα Ἀβραάμ, εἶναι ὅμως Μέγας Ἅγιος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Εἶναι, ἑπομένως, ἐσφαλμένη ἡ κρατοῦσα ἄποψη μεταξὺ μοντέρνων θεολόγων ὅλων τῶν Χριστιανικῶν ὁμολογιῶν, ὅτι δῆθεν ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ ἀποτελεῖ ἁπλὸ «ἱστορικὸ» γεγονός, ὑψίστη δῆθεν ἔκφραση τοῦ ὁποίου εἶναι μόνη ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κάθε ἱστορικὸ γεγονὸς εἶναι κατ’ ἀνάγκην πεπερασμένο, ἀφοῦ μόνον ἐὰν συμβῇ σὲ συγκεκριμένο χῶρο καὶ χρόνο μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῇ κατ’ ἀκρίβεια «ἱστορικὸ», πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ὑπόκειται στοὺς φυσικοὺς νόμους τῆς γενικῆς θεωρίας τῆς σχετικότητος, ὅπως τοὺς διατύπωσε ὁ Einstein. Ἐπειδὴ ὁ Ἄκτιστος Θεὸς δὲν ὑπόκειται σὲ φυσικοὺς νόμους, οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποβληθῇ στοὺς περιορισμοὺς τοῦ χωροχρόνου, ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἑαυτοῦ Του πρὸς ὅσους ὑπόκεινται σὲ τέτοιους νόμους, ἂν καὶ φαίνεται ὡς «ἱστορικὸ» γεγονός, ἀποτελεῖ ὄντως ὑπεριστορικὴ πραγματικότητα, διότι ὑπέρκειται τῶν νόμων ποὺ διέπουν τὸν χωροχρόνο. Τὸ Μυστήριο ποὺ συντελεῖται κάθε φορὰ ποὺ ὁ Θεὸς αὐτοαποκαλύπτεται εἶναι πρωτίστως ἔξοδος ἐκείνων ποὺ Τὸν βλέπουν ἀπὸ τὴν Ἱστορία, καὶ μέσῳ αὐτῶν (ἐμμέσως) εἶναι καὶ εἴσοδος τοῦ Θεοῦ στὴν Ἱστορία. Οἱ κτιστοὶ δέκτες Ἀκτίστου Ἀποκαλύψεως ὑπερβαίνουν ὅλους τοὺς νόμους τοῦ χωροχρόνου γινόμενοι Ἄκτιστοι καὶ Ἄναρχοι κατὰ χάριν, διότι μόνον ἔτσι εἶναι δυνατὸν νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν Ἄκτιστο καὶ νὰ γίνουν δέκτες τῆς Ἀποκαλύψεώς Του. Ἐν ὅσῳ Αὐτὸς ποὺ ἀποκαλύπτει Ἑαυτὸν παραμένει «χθὲς καὶ σήμερον ὁ Αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ ὑπεριστορικὰ «γεγονότα» Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἑαυτοῦ Του σὲ ἀνθρώπους ἔχει ἀπολύτως τὴν ἴδια βαρύτητα καὶ σημασία. Δὲν ὑπάρχει, δηλαδὴ, πρόοδος ἀπὸ κατώτερες πρὸς ἀνώτερες Ἀποκαλύψεις μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ἀφοῦ ὁ αὐτοαποκαλυπτόμενος Θεὸς δὲν βελτιώνει τὸν Ἑαυτό Του ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, οὔτε εἶναι δυνατὸν ποτὲ ὁ Τέλειος νὰ γίνῃ τελειώτερος… Εἰδικώτατα ἡ Ἐνσάρκωσις τοῦ Ἀκτίστου Θεοῦ δὲν εἶναι κἂν Θεία Ἀποκάλυψη -καθὼς ὀρθότατα ἐτόνισε ὁ συγγραφέας τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν συγγραμμάτων-ἀφοῦ ἡ Θεία Φύση τοῦ Σαρκωθέντος παραμένει «κρύφιος καὶ ἐν τῇ ἐκφάνσει» (P.G.3:1069), δηλαδὴ οὐδόλως ἀποκαλύπτεται παρὰ μόνον «σὲ ὅσους θέλει καὶ ὅποτε θέλει καὶ καθὼς θέλει» καὶ μόνη ἡ ἀδιαίρετα ἑνωμένη μαζί Της ἀνθρώπινη Φύση ὑποβάλλεται ἑκουσίως μέχρι θανάτου Της στοὺς νόμους τοῦ χωροχρόνου…

Ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς πρέπει νὰ συγκλονίσθηκε βαθύτατα διαπιστώνοντας τὴν κολοσσιαία αὐτὴ διαφορὰ μεταξὺ Ἀνατολικοῦ καὶ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ ὁποία οὐσιαστικὰ σημαίνει ἀπόλυτα διαφορετικὴ ἀντίληψη περὶ Θεοῦ μεταξὺ τῶν δύο πλευρῶν. Βασιζόμενος στὴν ἀπ’ ἀρχῆς ἀταλάντευτη Πίστη τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας περὶ Ἀποκαλύψεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ὀρθότατα προχώρησε στὴν ἀνύψωση τῆς Ἑορτῆς τῶν Προπατόρων σὲ μείζονα Ἑορτὴ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ἐπρόκειτο κἂν περὶ καινοτομίας ἤ ἀλλαγῆς σὲ ἔμφαση, ἀφοῦ ἡ Ἑορτὴ τῶν Ἁγίων Προφητῶν ἦταν ἀνέκαθεν Κυριακάτικη καὶ ἐξέφραζε ἐξ ἀρχῆς τὴν Ὀρθοδοξία Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως (ἑορταζόμενη στὴν Ρώμη μέχρι τὸν 11ο αἰῶνα) ἐπὶ τοῦ θέματος τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως.

Τὸ ὅτι διαφέρουν δύο ἐκκλησίες τόσο ριζικὰ καὶ ἀπόλυτα σὲ ἕνα τόσο θεμελιῶδες ζήτημα, ὅσο ἡ ἐν Χριστῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι ἀπὸ Ἀδὰμ ἀρξάμενη Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἐπιτρέπει σὲ κάθε σοβαρὸ μελετητὴ τῆς Ἱστορίας τοῦ Χριστιανισμοῦ νὰ ὁμιλῇ περὶ δύο ἐντελῶς διαφορετικῶν θρησκειῶν. Τὸ νὰ μὴ ἔχουν κάνει, ὅμως, ἀπολύτως καμμία πρόοδο ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ ἀρχομένου τοῦ 21ου Χριστιανικοῦ αἰῶνος, ἀποδεικνύει περίτρανα καὶ τὴν ἀπόλυτη ἀστοχία τῶν θεμάτων συζητήσεως ὅλων τῶν μέχρι τοῦδε θεολογικῶν διαλόγων καὶ τὴν φαντασιακὴ δόμησή τους ἐπὶ θεολογικῶς ἀνύπαρκτων ζητημάτων, ὅπως π.χ. ἡ σχέσις τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν πρὸς τὴν … «παγκόσμιο» ἐκκλησία!!!

Γιά τὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία ἡ ἐν Ἀκτίστῳ Δόξῃ Ἀποκάλυψη τῆς Ἁγίας Τριάδος δι’ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀποτελεῖ ὄχι ἁπλῶς τὸν μοναδικὸ σταθερὸ καὶ μόνιμο τρόπο Θείας Ἀποκαλύψεως, ἀλλὰ καὶ τὴν μοναδικὴ δυνατότητα ἀληθινῆς Σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ πραγματικῆς καὶ αἰωνίου Ἑνώσεώς του μὲ τὴν Ἄκτιστο Τριάδα.

Ἐπειδὴ ἀπὸ τὴν Παλαιά Διαθήκη ἤδη ἡ Σωτηρία ἦταν πραγματικὴ Ἕνωση μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ εἴσοδος τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὴν Ἄκτιστη Δόξα ἡ Βασιλεία Του, οἱ κατὰ διαφόρους καιροὺς διὰ Χριστοῦ εἰσελθόντες Προφῆτες καὶ Δίκαιοι τῆς πρὸ Χριστοῦ περιόδου ἀπολάμβαναν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τὴν ἴδια ἀκριβῶς Σωτηρία καὶ θέωση μὲ ὅλους τοὺς μετὰ Χριστὸν Ἁγίους. Ἡ ἀδικία τοῦ ἐπισυμβάντος ἐν τῷ μεταξὺ σωματικοῦ θανάτου σὲ τέτοιους Ἁγίους καταργήθηκε αὐτόματα μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε ὅλοι οἱ κατὰ ψυχὴν ἤδη ἑνωμένοι μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ Προπάτορες ἀπέκτησαν αὐτοδικαίως ἄφθαρτο σῶμα «καὶ εἰσελθόντες εἰς τὴν Ἁγίαν Πόλιν ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς» (Ματθ. 27: 57).

Ἡ Ὀρθόδοξη Εἰκόνα τῆς εἰς Ἅδου καθόδου τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίζει τὸ πλῆθος αὐτὸ τῶν Ἁγίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τῶν συναναστηθέντων σωματικῶς μετὰ τοῦ Χριστοῦ μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα. Θὰ ἦταν παράλογο γιὰ τοὺς Ἀνατολικοὺς Χριστιανοὺς νὰ μὴ τιμοῦν ὡς Ἁγίους ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἤδη ἀναστηθῆ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ παραμένουν αἰωνίως ἑνωμένοι μὲ τὸ Ἄφθαρτο Σῶμα Του ἐν Δόξῃ.

Ἐντελῶς ἀντίθετη πρὸς τὴν Ἀνατολικὴ εἶναι ἡ Αὐγουστίνεια θεώρηση τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως. Κατὰ τὸν Αὐγουστῖνο ὁ Τριαδικὸς Θεὸς δὲν εἶναι σὲ θέση, ἀκόμη κι ἂν ἤθελε, νὰ ἀποκαλύψῃ ἀκτίστως καὶ ἀμέσως (χωρὶς μέσα καὶ κτιστὰ ἐνδιάμεσα τεχνάσματα) τὸν Ἑαυτό Του στοὺς ἀνθρώπους, διότι ἔτσι θὰ ἔθετε σὲ ἄμεσο κίνδυνο τὴν ἴδια τὴν ὑπερβατικότητά Του! Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ τὴν Πλατωνικὴ καὶ Νεοπλατωνικὴ φιλοσοφία, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν Φίλωνα, τοὺς Χριστιανοὺς δυαλιστὲς καὶ τοὺς Ἀρειανοὺς θεολόγους, ἔτσι καὶ στὴν Αὐγουστίνεια σκέψη ἡ ὑπερβατικότητα, ἀμεθεκτότητα καὶ ἀορατότητα ἀποτελοῦν τὶς κύριες ἰδιότητες τῆς Θείας Φύσεως χάρις στὶς ὁποῖες καὶ διατηρεῖται ἄτρεπτος καὶ ἀναλλοίωτος ὁ Θεός. Ἂν μποροῦσε νὰ τροποποιήσῃ αὐτὲς τὶς ἰδιότητές Του, ὥστε νὰ γίνῃ κατὰ κάποιο τρόπο ἔστω καὶ ἔμμεσα μεθεκτὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ ἔπαυε αὐτομάτως νὰ εἶναι Θεός, ἀφοῦ ἔτσι θὰ ἀλλοίωνε τὴν ἴδια τὴν Θεότητά Του καταργῶντας τρόπον τινα τὸν Ἑαυτό Του. Ἀκριβῶς ἐπειδὴ αὐτὸ ἀποκλείεται νὰ συμβῇ ποτὲ στὸν Θεό, ἀφοῦ ἡ Φύσις Του παραμένει ἀπολύτως ἀμετάβλητη, ἀμέθεκτη, ὑπερβατικὴ καὶ «ὑπερεξηρημένη» πάντων τῶν κτισμάτων, ὁ Αὐγουστῖνος ἦταν πεπεισμένος ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀνίκανος νὰ ἐπικοινωνήσῃ καθ’ οἱονδήποτε ἄμεσο τρόπο (χωρὶς μέσα καὶ κτιστὰ ἐνδιάμεσα τεχνάσματα) μὲ τὰ κτίσματά Του. Μπορεῖ νὰ ἐπικοινωνῇ μόνο ἔμμεσα μὲ τὰ κτίσματα κάνοντας χρήση διαφόρων κτιστῶν μέσων, τὰ ὁποῖα Τοῦ χρησιμεύουν τρόπον τινά σὰν μάσκες πίσω ἀπὸ τὶς ὁποῖες προστατεύεται ἡ ἀπόλυτη ὑπερβατικότητά Του. Ἔτσι, προκειμένου νὰ «διαβιβάσῃ» τὰ κατ’ ἀνάγκην κτιστὰ μηνύματά Του, ὁ Θεὸς χρησιμοποίησε σὰν μάσκες ἐκεῖνα ἀκριβῶς τὰ ὁρατὰ καὶ αἰσθητὰ «κτίσματα» ποὺ ἔβλεπαν ὅλοι οἱ Προφῆτες καὶ Δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κάθε φορὰ ποὺ ὁ Θεὸς ἐπικοινωνοῦσε μαζί τους, δηλαδή τὴν καιομένη βάτο, τὸν γνόφο, τὴν νεφέλη, τὸν στῦλο πυρός, τὴν λεπτὴ αὔρα, τὸν σεισμό, τὶς σάλπιγγες καὶ προπαντὸς τὸν κτιστὸ Ἄγγελό Του, ἕνα λαμπερὸ ἀνθρώπινο ὁμοίωμα, ποὺ ἐκφωνοῦσε σὰν μαγνητόφωνο τὶς ἐντολὲς καὶ τὰ προστάγματά Του στοὺς ἀνθρώπους. Δὲν χωροῦσε ἡ παραμικρὴ ἀμφιβολία γιὰ τὸν Αὐγουστῖνο ὅτι ὁ Θεὸς ἦταν ἀναγκασμένος νὰ κατασκευάζῃ τέτοια ἐντυπωσιακὰ προσωπεῖα κάθε φορὰ ποὺ θεωροῦσε ἀπαραίτητο νὰ ἐπικοινωνῇ μὲ ἀνθρώπους. Ὅταν τέλειωνε κάθε τέτοια ἐπικοινωνία Του κατέστρεφε ἀμέσως τὰ ὀπτικοακουστικὰ «μέσα» ποὺ χρησιμοποίησε, ἀφοῦ δὲν Τοῦ χρησίμευαν πλέον σὲ τίποτε, οὔτε ἦταν ἀνάγκη νὰ χρησιμοποιῇ διαρκῶς τὰ ἴδια ἀκριβῶς «μέσα» σὲ κάθε νέα ἐπικοινωνία Του, ἀφοῦ μποροῦσε νὰ δημιουργῇ διαρκῶς καινούργια καὶ πρωτότυπα μέσα γιὰ καινούργιες καὶ διαφορετικὲς ἐπικοινωνίες Του μὲ διαφορετικὰ κτίσματά Του. Ἐνόμιζε, ἔτσι, ὁ Αὐγουστῖνος ὅτι ἔλυσε τὸ πρόβλημα τῶν Θεοφανίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης διασφαλίζοντας ἀπόλυτα τὴν ἀτρεψία καὶ ὑπερβατικότητα τῆς Θείας Φύσεως. Στὴν πραγματικότητα εἶχε ἁπλῶς ἀπαγορεύσει στὸν Θεὸ, γιὰ λόγους φιλοσοφικῆς δεοντολογίας, κάθε δικαίωμα νὰ ἐμφανίζῃ ἀκτίστως καὶ ἀμέσως Ἑαυτὸν «σὲ ὅσους θέλει καὶ ὅποτε θέλει καὶ καθὼς θέλει»…

Ἡ Αὐγουστίνεια θεώρηση τῆς Θείας ὑπερβατικότητος νοηματοδοτοῦσε μία ἀκόμη παραλλαγὴ Ἀρειανικοῦ ρασιοναλισμοῦ ποὺ θὰ θύμιζε ἔντονα Εὐνόμιο στοὺς Ἀνατολικοὺς θεολόγους, ἂν θὰ εἶχαν ποτὲ τὴν εὐκαιρία νὰ ἐνημερωθοῦν περὶ αὐτῆς. Ἀλλὰ δὲν εἶχαν ποτὲ τέτοια εὐκαιρία μέχρι τὸν 14ο αἰῶνα, ὁπότε γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Αὐγουστινιανὸς Μοναχὸς Βαρλαὰμ ἀπὸ τὴν Καλαβρία τοὺς ἐνημέρωσε πλήρως καὶ ἐπακριβῶς ὅτι ὅλες οἱ δῆθεν Θεοφάνιες τοῦ ὑπερβατικοῦ Θεοῦ τῆς Βίβλου, ὡς ὁρατὰ καὶ αἰσθητὰ φαινόμενα τῆς κτίσεως, ἦσαν «χείρῳ νοήσεως» καὶ ἐλαχίστης χρονικῆς διάρκειας καὶ γι’ αὐτὸ ἀνάξια λόγου, ὡς μὴ θεοπρεπῆ…

Μὲ τὰ Ἀντιαρειανικὰ κριτήρια τῶν πρώτων Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἡ «ἐνημέρωση» αὐτὴ ἐσήμαινε γιὰ τοὺς Ἀνατολικοὺς θεολόγους ὅτι ὁ Θεὸς Πατὴρ δὲν εἶχε ἀνέκαθεν ἕνα καὶ μόνο κτιστὸ υἱό, ὅπως ἐσφαλμένως πρέσβευε ὁ Ἄρειος, ἀλλὰ πολλοὺς καὶ διαφορετικοὺς κατὰ καιρούς, τοὺς ὁποίους ἀνέκαθεν δημιουργοῦσε καὶ ἀνέκαθεν κατέστρεφε ὁ Ἴδιος, ἀφοῦ πρῶτα ὡς Ἄγγελοί Του ἐκπλήρωναν τὴν βραχύβια ἀποστολή τους καὶ μετέφεραν κάποιο Πατρικὸ μήνυμα στοὺς ἀνθρώπους. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν λογικὴ δὲν ἦταν καθόλου σίγουρο γιὰ τοὺς Ἀνατολικοὺς ἂν ὁ τελευταῖος ἐξ αὐτῶν τῶν κτιστῶν ἀγγέλων, ὁ ἀποσταλεὶς σὲ συγκεκριμένο χρόνο ὡς ἄνθρωπος καὶ σταυρωθεὶς καὶ ἀναστάς, ὑπάρχει ἀκόμη, ἔστω καὶ ὡς κτίσμα, μετὰ τὴν λήξη τῆς ἀποστολῆς του… Ἐπὶ πλέον ἡ Σωτηρία, ἡ Ἁγιότης, ἡ Θέωση, ἡ Ἕνωση μὲ τὴν Ἄκτιστη Τριάδα, ὁ συνδιαιωνισμὸς μετ’ Αὐτῆς, ἡ Ἀφθαρσία καὶ ἡ Ἀθανασία ὡς ἀποτελέσματα κτιστῶν θεατρικῶν ἐμφανίσεων ὑπῆρξαν καὶ αὐτὰ κτίσματα βραχύβια, ἀνίκανα νὰ διαρκέσουν ἐπὶ πολὺ ἢ νὰ καταστήσουν τοὺς δέκτες τους Xάριτι Ἄναρχους καὶ Ἀτελεύτητους…

Ἡ μεγάλη ἔμφαση ποὺ ἔδωσε ὁ Γερμανὸς στὴν κατηγορία τῶν Θεοπτῶν Ἁγίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐπιτρέπει νὰ συμπεράνουμε ὅτι εἶχε διαπιστώσει πόσο ἀσήμαντοι εἶχαν καταστῆ στὴ Δυτικὴ Σχολαστικὴ ἀντίληψη. Ἐπειδὴ οἱ Λατῖνοι θεολόγοι δέχτηκαν τὴν Αὐγουστίνεια δοξασία περὶ συνεχοῦς καὶ ἐσαεὶ βελτιούμενης κτιστῆς θείας ἀποκαλύψεως καὶ μάλιστα ὑπὸ μορφὴ ἀτομικῆς νοήσεως, δηλαδὴ κτιστῶν ἐγκεφαλικῶν συλλήψεων καὶ ἐννοιῶν, κατὰ τρόπον ὥστε κάθε νεώτερη ἐγκεφαλικὴ «ἀποκάλυψη» νὰ συνιστᾶ βαθύτερη διείσδυση τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας μέσα στὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ (credo ut intelligam), ἡ σημασία τῶν Θεοπτῶν Προπατόρων κατέστη μηδαμινὴ κατ’ αὐτούς, ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶχαν δεχθῆ χρονικῶς παλαιότερες καὶ κατ’ ἀνάγκην ποιοτικὰ κατώτερες κτιστὲς «ἀποκαλύψεις» περὶ Θεοῦ καὶ τῶν θείων. Ὁ Γερμανός, ἀντίθετα, ἐπειδὴ ἦταν πεπεισμένος ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Παρακαταθήκη, ὡς «χθὲς καὶ σήμερον ἡ αὐτὴ» Ἄκτιστη καὶ ἀναλλοίωτη Ἀποκάλυψη Θεοῦ, μόνο σὲ κεκαθαρμένες καὶ πεφωτισμένες καρδιὲς ἀνθρώπων μπορεῖ γόνιμα νὰ ἐναποτεθῇ καὶ ἐκεῖθεν ἀλαθήτως νὰ ἐκφρασθῇ, ἀπέδειξε ἀντὶ τῆς διάνοιας τὴν λατρεύουσα Σύναξη τῶν Πιστῶν ζῶντα «Ναὸν Θεοῦ» (Β΄ Κορ. ΣΤ΄ 16) ὡς διαρκῆ δέκτη Ἀκτίστου Θείας Ἀποκαλύψεως καὶ παραγωγὸ ἐπὶ μέρους δεκτῶν τέτοιας Ἀποκαλύψεως, δηλαδὴ Ἀσκητῶν, Προφητῶν, Μαρτύρων καὶ Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ἦσαν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι οἱ μόνοι ἀλάθητοι ὁδηγοὶ Σωτηρίας λόγῳ τῆς κατὰ χάριν ἀπολύτου ταυτότητός των μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό…

Ὁ Γερμανὸς εἰσήγαγε, ἐπίσης, τὴν Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τοποθετῶντας την εὐστοχώτατα μέσα στὸν Πασχάλιο κύκλο τρεῖς μέρες μετὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως. Προφανῶς διέκρινε τὸν ἔντονα Ἀρειανίζοντα χαρακτῆρα ποὺ ἔφερε ὁ Λατινικὸς Χριστὸς καὶ τὴν ἔντονη διάκρισή Του ἀπὸ τὸν Ἄκτιστο Πατέρα, ὁ ὁποῖος ἀποκλειστικῶς ἀποκαλεῖται Θεὸς στὴν Λατινικὴ Λατρεία. Πιθανώτατα, ἐπίσης, θὰ εἶχε καταφέρει νὰ ἐνημερωθῇ γιὰ τὰ νέα δόγματα ποὺ διεκήρυξε ἡ Δ΄ Σύνοδος τοῦ Λατερανοῦ ποὺ συγκλήθηκε ἀπὸ τὸν Ἰννοκέντιο Γ΄ τὸ 1215 σύμφωνα μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν θεία Εὐχαριστία ἁπλῶς ἐπιστρέφει σὲ μᾶς ὅ,τι δανείσθηκε ἀπὸ τὴν μητέρα Του πρὸς χάριν μας: «ut…accipiamus ipsi de suo, quod accepit ipse de nostro».

Αὐτὴ ἡ διαπίστωση ὡδήγησε τὸν Γερμανὸ στὴν σύσταση τῆς Κυριακῆς τῶν Πατέρων τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (μεταξὺ 11 καὶ 18 Ἰουλίου), ἀφοῦ ἡ ἀπόλυτη διαίρεση τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ ἀποτελοῦσε σαφέστατη ἔνδειξη Νεστοριανισμοῦ. Τὸ ὅτι δὲν εἶχε παρεξηγήσει ὁ Γερμανὸς τὴν Λατινικὴ θεολογία ἀποδείχθηκε περίτρανα ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατό του, ὅταν ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης διεκήρυξε στὴν Summa Theologiae ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι «Sapientia genita et creata» (Σοφία γεννημένη καὶ δημιουργημένη) (Ι, 41: 3 ad. 4) καὶ ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του ἀπέκτησε ἐπίσης «potestatem excellentiae» (δύναμη τῆς ὑπεροχῆς) (ΙΙΙ, q. 64.a.4). Ἐξ αἰτίας τῶν δύο αὐτῶν θέσεων ἡ Σύνοδος τῆς Νικαίας εἶχε καταδικάσει τὸν Ἄρειο. Ἐξ αἰτίας τῆς δευτέρας θέσεως ἡ Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνος εἶχε καταδικάσει τὸν Νεστόριο καὶ ἡ Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τὸ 553 τὸν Θεόδωρο Μοψουεστίας.

Τέλος, ὁ Γερμανὸς εἰσήγαγε καὶ τὴν Κυριακὴ τῶν Πατέρων τῆς Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787) μεταξὺ 11 καὶ 18 Ὀκτωβρίου, γιατὶ ἡ ἄρνηση προσκύνησης τῶν εἰκόνων ἐκ μέρους τῶν Σταυροφόρων εἶχε συγκλονίσει τοὺς Ὀρθόδοξους Χριστιανούς.

Οἱ προσθῆκες ὅλων αὐτῶν τῶν Κυριακάτικων ἑορτῶν ἔλαβαν χώρα προφανῶς μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς Συνόδου τοῦ Νυμφαίου τὸ 1234, ἡ ὁποία ὑπῆρξε ἡ πρώτη ἀπόπειρα συνεννοήσεως τῶν δύο ἐκκλησιῶν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ σχίσματος. Τὰ κύρια θέματα ποὺ συνεζήτησε ὁ Γερμανὸς καὶ οἱ θεολόγοι συνεργάται του μὲ τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Πάπα Γρηγορίου Θ΄, παρουσίᾳ τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου Βατάτζη, ἦσαν τὸ Φιλιόκβε καὶ ἡ χρήση ἄζυμου ἄρτου κατὰ τὴν Εὐχαριστία. Καμμία πρόοδος δὲν ἐπετεύχθη καὶ ἡ Σύνοδος ἔληξε ἄδοξα μετὰ μερικὲς ἑβδομάδες. Μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς Συνόδου ὁ Γερμανὸς ἔγραψε ἐπίσης καὶ ἀναιρετικὸ τῶν Λατινικῶν ἀπόψεων σύγγραμμα περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο πρώτη φορὰ δημοσιεύθηκε στὸν Τόμο Ἀγάπης τοῦ Δοσιθέου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων (Ἰάσιο 1698).

Ὁ Γερμανὸς ἀπέθανε τὸ 1240 καὶ ἐτάφη στὴν Μονὴ Καρυωτίσσης τῆς Νίκαιας «πολλὰ θαύματα ἔκτοτε ἐργαζόμενος» κατὰ τὸν βιογράφο του Κάλλιστο Ξανθόπουλο.

Ἡ μεγάλη σημασία τοῦ Γερμανοῦ ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι διέγνωσε ὀρθὰ ὅτι ἡ οὐσιαστικὴ δογματικὴ διαφορὰ μεταξὺ ἀνατολικῆς καὶ δυτικῆς Ἐκκλησίας ἔγκειται στὴν ἀποδοχὴ ἢ μὴ Ἀκτίστου Θείας Ἀποκαλύψεως, ἡ ὁποία «Θεοὺς ἀπεργάζεται» τοὺς Δέκτες Της (Ψαλ. 82:6). Διαφορὰ ἡ ὁποία δὲν ἔχει κἂν ἐπισημανθῆ μέχρι σήμερα. Ἀλλὰ ἡ ὕψιστη συμβολή του γιὰ τὴν Ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν ὑπῆρξε ἡ ἀπάντησή του στὶς ἄγνωστες μέχρι τότε Λατινικὲς θεολογικὲς ἀπόψεις ὄχι θεωρητικὰ καὶ ἀπ’ εὐθείας, ἀλλὰ πρωτίστως μέσῳ ἀναδιάρθρωσης τῆς Ὀρθοδόξου Λατρείας. Ἔδειξε, ἔτσι, τὸ σωστὸ δρόμο πρὸς τὴν Ἑνότητα τῆς Πίστεως καὶ τὴν Κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἕνα δρόμο ποὺ παραμένει ἀνοικτὸς πρὸς διάνυση μέχρι σήμερα: ὁ τρόπος ποὺ λατρεύει κάθε Ἐκκλησία τὸν Χριστὸ καὶ τιμᾶ ἢ δὲν τιμᾶ τοὺς Ἁγίους Του, συν­ιστᾶ τὴν αὐθεντικώτερη ἔκφραση τῆς Πίστεώς της. Ἂν θελήσουν νὰ ὁμονοήσουν ποτὲ ὁποιεσδήποτε διηρημένες ἐκκλησίες θὰ πρέπει νὰ ἀρχίσουν τὶς προσπάθειές τους μὲ ἀμοιβαία ἀποτίμηση τῶν λατρευτικῶν σχημάτων καὶ ἱστορικῶν μορφωμάτων ποὺ ἔχει προσλάβει ἡ Λατρεία τους. Αὐτό δὲν φαίνεται νὰ ἔχῃ ἀρχίσει νὰ συμβαίνῃ ἀκόμη, σχεδὸν ἕνα αἰῶνα μετὰ τὴν ἐπίσημη ἐκκίνηση τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως. Τὸ μάθημα ἐκ τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους εἶναι σαφὲς καὶ ἀξίζει νὰ προσεχθῇ κι ἀπὸ τὶς δύο πλευρές: Ὁ μόνος τρόπος «βεβαιώσεως» (Ἑβρ. ΙΓ΄ 9) καρδιῶν διαφωνούντων θεολογικὰ Χριστιανῶν δὲν εἶναι ἡ λογοκρατικὴ «πειθὼ», ποὺ ἀγωνίσθηκαν νὰ ἐπιβάλλουν στὴν ἀνατολὴ διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου τὰ Λατινικὰ κράτη τῶν Σταυροφόρων ὡς δῆθεν κράτη τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἡ εἰλικρινὴς καὶ ἀμοιβαὶα προσέγγιση, ἀξιολόγηση καὶ αἰτιολόγηση τῶν ἑκατέρωθεν φρονημάτων.

ΠΗΓΗ.ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΙΧΝΗΛΑΣΙΑ ΣΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ – Η ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Γράφει ο Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

Η ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Η εν χρόνω και τόπω, δηλαδή εντός της ιστορίας, ελευθέρως και εξ άκρας αγάπης, ενσάρκωση και ενανθρώπηση του μονογενούς Υιού και Λόγου του Θεού υπήρξε και είναι το κεφαλαιώδες κοσμοσωτήριο γεγονός, η απαρχή του κεφαλαίου της σωτηρίας, για τους ανθρώπους κάθε εποχής έως της συντελείας των αιώνων. Η τομή στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους συντελέσθηκε στο θεανδρικό πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ο οποίος ως τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος πραγματοποίησε φιλανθρώπως την «ένωση του κτιστού με το άκτιστο» προκειμένου να σωθεί ο άνθρωπος ως ψυχοσωματική οντότητα υπερβαίνοντας τα νομοτελειακά όρια της κτιστής και φθαρτής φύσεως και οντολογίας του. Η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου είναι οντολογική-υπαρξιακή δυνατότητα σωτηρίας για τον άνθρωπο. Ο ίδιος προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση γενόμενος τέλειος άνθρωπος προκειμένου να καταστήσει τον άνθρωπο κατά χάριν Θεό. Αυτή η οντολογική δυνατότητα είναι μονίμως παρούσα.

Η Θεία ενανθρώπηση είναι πιστοποιημένο ιστορικό γεγονός, ιστορική αλήθεια, και η θεολογική ιχνηλασία περί της θείας ενσαρκώσεως συνυφαίνεται με το ιστορικό πλαίσιο εν χρόνω και τόπω καθώς και με τα πρόσωπα και γεγονότα όπως αυτά καταγράφονται στα ιερά Ευαγγέλια και ερμηνεύονται από τους Θεοφόρους Πατέρες της Εκκλησίας. Έτσι η θεολογία ως χριστολογία εκφαίνεται και μέσα από την ιστορία στην οποία αποκαλύπτεται το υπερφυές σχέδιο της «θείας Οικονομίας» για την σωτηρία και λύτρωση του πεπτωκότος και υποκειμένου στον θάνατο ανθρώπου.

Στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας κεντρική λειτουργική θέση κατέχει το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία καθίσταται «καθέδρα του παμβασιλέως Χριστού» προσφέρουσα την ανθρώπινη φύση «εκ των αγνών αιμάτων της κοιλίας» αυτής στον ενσαρκωθέντα Υιό Θεό Λόγο. Τα ιστορικά δεδομένα περί του προσώπου της Θεομήτορος πριν και κατά τη γέννηση του Σωτήρος Χριστού, τα οποία διασώζουν τα Ιερά Ευαγγέλια, μας πληροφορούν ότι η νεαρή Μαριάμ ήταν απλώς μνηστή του Ιωσήφ τον οποίο ουδέποτε εγνώρισε κατά σαρκική συνάφεια ως άνδρα και σύζυγό της καθώς ουδέποτε εκείνος παρέλαβε την αγνή γυναίκα στον οίκο του. Γι’ αυτό ο Ιερός Χρυσόστομος με έμφαση επισημαίνει ότι: «η σύλληψις παράδοξος, η δε απότεξις φυσική».

Η «εκ Πνεύματος Αγίου» κυοφορία της Υπεραγίας Θεοτόκου αποκλείει κάθε υπόνοια πονηρά περί του προσώπου της γυναικός, την οποία επέλεξε ο Θεός να γίνει το «ιερόν και αγνόν δοχείον», το «ένσαρκο κατοικητήριο» του εξ άκρας ταπεινώσεως ενσαρκωθέντος Θεού Λόγου. Είναι μάλιστα χαρακτηριστική η αναφορά του Ιερού Χρυσοστόμου στο γεγονός ότι η Θεοτόκος κυοφόρησε τον Ιησού ευρισκόμενη εν μνηστεία και δεν συνέλαβε εκτός αυτής, προκειμένου το τεχθέν βρέφος να γενεαλογηθεί εν τη μνησστεία της Θεοτόκουκαι μαζί με τη μητέρα του να έχει κηδεμόνα προστάτη έναντι των επιβουλών, όπως και έγινε όταν ο μνήστωρ Ιωσήφ επιμελήθηκε την φυγή της Θεοτόκου και του Θείου βρέφους στην Αίγυπτο και την διάσωσή τους από την μάχαιρα του Ηρώδη.

Η μνηστευμένη μετά του άδολου και αγαθού Ιωσήφ Μαρία θα μπορούσε όντως να κινδυνεύσει θανάσιμα λόγω του ισχύοντος Ιουδαϊκού νόμου, να «παραδειγματισθεί» υπό του μνήστορος Ιωσήφ και να θανατωθεί διά λιθοβολισμού, επειδή ευρέθη εκτός γάμου εγκυμονούσα, αλλά η θεία πρόνοια κατηύθυνε τα διαβήματα του ανδρός και διήνοιξε τους οφθαλμούς του νοός και της καρδίας του προκειμένου να αντιληφθεί ότι «εκ της του Πνεύματος ενεργείας το κυοφορούμενον».

Ο μνήστωρ Ιωσήφ χαρακτηρίζεται στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο ως «δίκαιος», «διά τε τας άλλας αυτού αρετάς, και δια την πραότητα και αγαθωσύνην» του χαρακτήρος του. Παρόλο δε που αρχικώς εβίωσε τον φόβο, την αμηχανία και την απόγνωση κατά την ώρα της αποφάσεως για το μέλλον της νεαράς Μαρίας, εντούτοις υπέταξε το ανθρώπινο «ίδιον θέλημα» στη θεία αποκάλυψη, όπως ακριβώς και η Θεοτόκος βίωσε αρχικώς την ταραχή και έκπληξη για τον εκ του Αγγέλου Ευαγγελισμό της ότι θα γεννήσει τον Μονογενή Υιό και Λόγο του Θεού, αλλά εν ταπεινώσει καρδίας υπετάγη στη θεία βουλή. Ως χρηστός και επιεικής, ενάρετος και φιλάνθρωπος Ιωσήφ δεν επιθυμεί την δημόσια διαπόμπευση της μνηστής του αλλά σκέφτεται να της δώσει λάθρα το διαζύγιο. Γι’ αυτό ο Ιερός Χρυσόστομος ευστόχως αναφέρει: «είδες φιλόσοφον άνδρα και πάθους απηλλαγμένον του τυραννικωτάτου; ίστε γαρ ηλίκον ζηλοτυπίαν… Αλλ’ όμως ούτως ην πάθους καθαρός, ως μη θελήσαι μηδέ εν μικροτάτοις λυπήσαι την παρθένον».

Ο Ιωσήφ εν υπακοή διετελών προς το πρόσταγμα του Αγγέλου παραλαμβάνει κατ’ οίκον την Θεοτόκο Μαρία ως νόμιμη και τιμία γυναίκα του χωρίς να την ατιμάσει ή να τη διασύρει, αλλά γενόμενος κηδεμόνας και προστάτης της αναδεικνύεται σε υπηρέτη του σχεδίου της Θείας Οικονομίας. Ο Ιωσήφ λοιπόν επλήρωσε πάσα την του Αγγέλου παραγγελία και απεδέχθη την κατά νόμο πατρότητα του Ιησού. Ο ίδιος έκαμε την ονοματοδοσία του βρέφους και το ανεγνώρισε ως νομίμως γεννηθέν μέλος της οικογενείας του.

Όλα στο άρρητο σχέδιο του Θεού είναι αποφασισμένα, όπως π.χ. το όνομα Ιησούς για το θείο βρέφος, που σημαίνει «Ο Ιεχωβά (=ο Θεός) είναι σωτηρία», για να πληρωθεί η από αιώνων προφητεία: «ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλούσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, ο εστί μεθερμηνευόμενον μεθ’ ημών ο Θεός». Τα δύο αυτά ονόματα, Ιησούς και Εμμανουήλ, το ένα πραγματικό και το άλλο προφητικό, αλληλοσυμπληρώνουν και ερμηνεύουν το αληθινό γεγονός της Θείας αποκαλύψεως ότι ο «Πρωτότοκος και μόνος» υιός γεννάται ως Θεάνθρωπος δηλώνοντας την προσωπική ένωση της θείας και ανθρώπινης φύσεως στο ένα πρόσωπο του Χριστού, ο οποίος είναι «ούτε Θεός ανθρωπείας κεχωρισμένος φύσεως, ούτε άνθρωπος γεγυμνωμένος θεότητος», αλλά τέλειος Θεάνθρωπος.

Ακόμη και το ζήτημα της απογραφής, η οποία επεβλήθη επί των ημερών του Καίσαρος Αυγούστου και «ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου» σε όλους τους υπηκόους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και είχε ως συνέπεια να απογραφεί ο κυοφορούμενος Ιησούς μετά της Μητρός του και του Ιωσήφ για να εκπληρωθούν οι προφητείες. Ο Ιωσήφ ανεβαίνει από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας, όπου διέμενε, στη γη της Ιουδαίας όπου η πόλη Δαυίδ, η οποία καλείται Βηθλεέμ, επειδή κατήγετο ο οίκος και η πατριά αυτού από αυτή την άσημη πολίχνη. Ο Ιησούς Χριστός λοιπόν ως φυσικό πρόσωπο και ενώ η Μήτηρ αυτού ήταν ακόμη έγκυος, κατεγράφη και καταλογογράφηκε σύμφωνα με το νόμο, γενόμενος και υπήκοος του ρωμαϊκού κράτους ευθύς ως εγεννήθη. Πολλοί μάλιστα ερμηνευτές υποθέτουν ότι γεννηθείς ο Κύριος καθ’ ον χρόνον διεξήγετο η απογραφή, κατεγράφη και αυτός, όπως και ο Ιωσήφ και η Μαρία, προκειμένου να καταφανεί ότι έγινε και ο ίδιος φόρου υποτελής, μορφή δούλου λαβών. Ο δε εκκλησιαστικός συγγραφέας Ωριγένης ερμηνεύει το γεγονός της του Κυρίου απογραφής επισημαίνοντας τα εξής: «Μυστήριον τι μέγα βούλεται ο λόγος παραστήσαι ότι εις την της οικουμένης όλης αναγραφήν έδει αναγραφήναι Χριστόν Ιησούν, ίνα συναναγραφείς τοις εν τη οικουμένη αγιάση την οικουμένην και μεταθή την απογραφήν ταύτην εις βιβλίον ζώντων, ίνα τα ονόματα των συγγραφέντων αυτώ και πιστευσάντων αυτώ εγγραφή εν τοις ουρανοίς».

Η δε εγκυμονούσα Μαρία δεν φαίνεται να γνώριζε ότι σύμφωνα με την προφητεία έμελλε να γεννήσει στη Βηθλεέμ. Η Θεία Πρόνοια όμως οικονόμησε τα πάντα για να συμβεί αυτό. Γι’ αυτό γίνεται απογραφή προκειμένου και η Παρθένος να ανέλθει στη Βηθλεέμ ως σε οικεία πατρίδα για να γεννηθεί ο Ιησούς και να εκπληρωθεί η προφητεία.

Ο Υιός και Λόγος του Θεού γεννάται στην άσημη και ταπεινή πολίχνη Βηθλεέμ, της οποίας το όνομα σημαίνει «οίκος άρτων». Κατάλληλος τόπος γεννήσεως και για τον Ιησού, ο οποίος είναι ο άρτος της ζωής, ο άρτος ο εκ του ουρανού καταβάς. Η Βηθλεέμ όμως ήταν και η πόλη Δαυίδ, όπου εκείνος είχε γεννηθεί. Εκεί έπρεπε να γεννηθεί και  ο Ιησούς ο οποίος εκλήθη Υιός Δαυίδ. Πόλις Δαυίδ όμως ονομαζόταν και η Σιών, αλλά ο Κύριος δεν εγεννήθη στη Σιών, επειδή επέλεξε την άσημη και ταπεινή Βηθλεέμ όπου εγεννήθη στην αφάνεια ο Δαυίδ για να είναι ποιμένας της υπαίθρου. Ο Κύριος αυτόν τον ταπεινό τόπο επέλεξε να γεννηθεί όταν εταπείνωσε εαυτόν και «επτώχευσε δι’ ημάς». Ο θεάνθρωπος Χριστός δεν επέλεξε την Σιών όπου ο Δαυίδ εβασίλευσε ενδόξως, αλλά άφησε το όρος Σιών να είναι τύπος της Αγίας Εκκλησίας του η οποία μένει εις τον αιώνα.

Ο Ιησούς Χριστός εξ άκρας ταπεινώσεως γεννάται σε ευτελέστατο και ταπεινό χώρο, σε ένα σταύλο αλόγων ζων. Εάν ο Ιωσήφ και η Θεομήτωρ δεν ανεύρον κατάλληλο τόπο, εγκατεστάθησαν σε κάποιο σταύλο ο οποίος ευρίσκετο εντός σπηλαίου διότι ελλείψει πανδοχείων σε πολλά σπήλαια κατοικούσαν από κοινού άνθρωποι μετά των αλόγων κτηνών. Ο δε αοίδιμος Παναγιώτης Τρεμπέλας αναφέρει ότι: «Ο Κύριος εγεννήθη εις πανδοχείον και εις σπήλαιον χρησιμοποιούμενον ως σταύλος. Ο Υιός του Δαυίδ, όστις θα ήτο η δόξα και το καύχημα του Οίκου του Πατρός του, δεν είχε ούτε εις την πόλιν Δαυίδ καλύβην τινα ως κληρονομίαν του εις την διάθεσίν του, ούτε ένα φίλον διατεθειμένον να παρέσχη την απαραίτητον κατά την στιγμήν εκείνην άνεσιν εις την μητέρα του. Και εγεννήθη εις πανδοχείον, ίνα σημάνη και διά τούτου, ότι ήλθεν εις τον κόσμον, ως ταξιδιώτης, ίνα παραμείνη εν αυτώ επ’ ολίγον ως εν πανδοχείω και ίνα διδάξη και ημάς ούτω να διατιθέμεθα, ως παρεπίδημοι και διαβάται εν τη γη ταύτη. Το ότι δε ανέκλινον αυτόν εν τη φάτνη, υπήρξε δείγμα της πτωχείας των γονέων του, αλλά και της καταπτώσεως των συγχρόνων των, οίτινες ηνέχθησαν γυνή τίκτουσα να παραμείνει εις σπήλαιον, χωρίς καμμίαν εκδήλωσιν συμπαθείας εκ μέρους εκείνων, οίτινες θα υπήρξαν μάρτυρες των δυσκόλων στιγμών της».

Προκαλεί όντως εντύπωση η ενδελεχής ερμηνευτική προσέγγιση των Θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας ακόμη και για το σημείο όπου εναπέθεσε η Παρθένος Μαρία το σπαργανωμένο θείο βρέφος. Η Θεομήτωρ περιετύλιξε εν σπαργάνοις το τεχθέν και το εναπέθεσε όχι σε λίκνο (=κούνια) αλλά επί τμήματος ξύλου που είχε βαθύ κοίλωμα και σ’ αυτό οι ποιμένες έθεταν την τροφή των ζώων. Ο Σωτήρας Χριστός είχε φάτνη αντί κλίνης και ως νήπιο εστερήθη της ανέσεως της αιωρούμενης βρεφικής κούνιας. Ο δε θεοφόρος Πατήρ Κύριλλος Αλεξανδρείας ευστόχως ερμηνεύει: «Εύρεν αποκτηνωθέντα τον άνθρωπον∙ διά τούτον εν φάτνη ως εν τάξει τροφής τέθειται, ίνα τον κτηνοπρεπή μετεμείψαντες βίον εις την ανθρώπων πρέπουσαν ανακομισθώμεν σύνεσιν∙ και οι κτηνωδείς τη ψυχή προσελθόντες τη οικία τραπέζη τη φάτνη, εύρομεν μηκέτι χόρτον, αλλ’ άρτον τον εξ ουρανού, το της ζωής σώμα».

Τα χαρμόσυνο μήνυμα της γεννήσεως του Σωτήρος αγγέλλεται υπό του Αγγέλου πρωτίστως στους άδολους και ταπεινούς ποιμένες (=βοσκούς), οι οποίοι αγρυπνούσαν καθ’ όλη την διάρκεια της νυκτός για την φύλαξη των ποιμνίων τους. Ο Άγγελος του Κυρίου λοιπόν δεν απεστάλη στους αρχιερείς ή τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ, οι οποίοι δεν ήταν πνευματικώς προπαρασκευασμένοι να δεχθούν το μέγα κοσμοσωτήριο μήνυμα της γεννήσεως του Μεσσία και λυτρωτού, αλλά στον όμιλο κάποιων πτωχών ποιμένων οι οποίοι ήταν αγαθοί και άδολοι άνθρωποι, απλοί βιοπαλαιστές που διέμεναν σε σκηνές της υπαίθρου. Στους ποιμένες αυτούς οι οποίοι πιθανότατα ήταν ευσεβείς άνθρωποι, ανηγγέλθη το μέγιστο μήνυμα της γεννήσεως του αναμενόμενου ανά τους αιώνες Μεσσία. Οι αγαθόφρονες αυτοί άνθρωποι είναι έξυπνοι (εκ + ύπνος), δεν μισοκαθεύδουν και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατόν να εξαπατηθούν για όσα έβλεπαν και άκουγαν. Είχαν πλήρως όλες τις αισθήσεις και τη συνείδησή τους όταν ο Άγγελος διακηρύττει ενώπιόν τους: «μη φοβείσθε. Ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ, ος εστί Χριστός Κύριος, εν πόλει Δαυίδ», ενώ οι χοροί των ουρανίων αγγελικών ταγμάτων αποκαλύπτουν την σωτηριώδη σημασία της θείας ενσαρκώσεως λέγοντες: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία».

Τον ευαγγελισμό των ποιμένων υπό του Αγγέλου και όχι της καθεστηκυίας θρησκευτικής τάξεως του Ισραήλ ερμηνεύει ο Εκκλησιαστικός συγγραφέας Ωριγένης επισημαίνοντας: «Τι δήποτε ο άγγελος ουκ απήλθεν εις Ιεροσόλυμα, ουκ εζήτησε τους γραμματείς και τους φαρισαίους, ουκ εισήλθεν εις την Ιουδαίων συναγωγήν, αλλά ποιμένας εύρεν αγραυλούντας και φυλάσσοντας τας φυλακάς της νυκτός επί την ποίμνην αυτών κακείνους ευηγγελίσατο; Ότι εκείνοι μεν ήσαν διεφθαρμένοι και τω φθόνω ή μελλον διαπρίεσθαι, ούτοι δεν άπλαστοι (οι ποιμένες) ήσαν, την παλαιάν πολιτείαν ζηλούντες των πατριαρχών και αυτού Μωυσέως. Ποιμένες γαρ ήσαν και ούτοι».

Ο δε πολύς περί την θεολογία αοίδιμος Παναγιώτης Τρεμπέλας εμφατικώς σχολιάζει τα του Ευαγγελισμού των ποιμένων γράφοντας: «Ούτε σοφοί, ούτε διακεκριμένοι οπωσδήποτε, ούτε άνθρωποι επιρροής ήσαν οι ποιμένες ούτοι. Εξελέγησαν μάλλον δια την πτωχείαν των και την αφάνειάν των. Ο παντοδύναμος Θεός επιβλέπει μετ’ ιδιαιτέρας ευνοίας επί τους χαμηλούς και ασήμους. Ο άγγελος ενεφανίσθη εις τους ποιμένας, οιονεί δεικνύων, ότι ο Θεός τους πτωχούς του κόσμου τούτου τους εν καρτερία και ελπίδι προς αυτόν, υπομένοντας την πτωχείαν των, εξέλεξεν ως κληρονόμους της Βασιλείας του και δι’ αυτό και τώρα τιμά τούτους. Αλλά προπαντός κατέστη ήδη φανερόν, ότι ο Θεός δεν προσβλέπει μεροληπτικώς εις πρόσωπα. Ενώπιόν του οι τα υψηλά στρώματα της κοινωνίας κατέχοντες και οι εις τα ταπεινά εν αφανεία διαβιούντες είναι πάντες ίσοι, εν τη συμμετοχή δε των αιωνίων ευλογιών του Ευαγγελίου δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ του εις θρόνον λαμπρόν καθημένου μονάρχου και του επαίτου του ενδιαιτωμένου εις πτωχήν καλύβην».

Όταν ο Άγγελος πιστοποιεί την αναγγελία του χαρμοσύνου μηνύματός του λέγοντας: «και τούτου υμίν το σημείον, ευρίσετε βρέφος εσπαργανωμένον, κείμενον εν φάτνη», τότε η πίστη των ποιμένων για το πρόσωπο του αναμενόμενου ενδόξου Μεσσία υποβάλλεται σε δοκιμασία επειδή εκστατικοί θαυμάζουν την άκρα ταπείνωση του εν φάτνη κειμένου θείου βρέφους. Βλέπουν ένα ασθενές βρέφος σε ταπεινή και ευτελέστατη φάτνη που ως «σημείον αντιλεγόμενον» γεννά αντιφατικές σκέψεις οι οποίες όμως προσελκύουν την αγαθή προαίρεσή τους καθώς ο Χριστός ομιλεί στα μύχια της υπάρξεώς τους δια της άκρας ταπεινώσεώς του μέσα σε ένα σταύλο αλόγων κτηνών και όχι στην πολυτέλεια ανακτόρων.

Στην προσκύνηση των Μάγων γίνεται αναφορά μόνο στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο και σημειωτέον ότι αυτή έλαβε χώρα όχι αμέσως μετά την γέννηση του Χριστού, αλλά αρκετό διάστημα μετά από αυτή, αφ’ ότου δηλαδή ο Ιησούς είχε λάβει το όνομά του και συνεπώς μετά την περιτομή του. Η αντίληψη που επικρατεί ότι δηλαδή η εξ Ανατολής Μάγοι προσεκύνησαν το θείο βρέφος αμέσως μετά τη γέννησή του δεν ευσταθεί και οφείλεται στο γεγονός ότι στην ορθόδοξη βυζαντινή αγιογραφία της γεννήσεως ιστορούνται και τα πρόσωπα των τριών μάγων.

Οι Μάγοι εξ ανατολών ορμώμενοι και χωρίς να είναι διαπιστωμένος ο ακριβής αριθμός τους, έχει καθιερωθεί να υπολογίζονται σε τρεις, οι οποίοι ήταν ο Μελχιώρ, ο Γάσπαρ και ο Βαλτάσαρ. Οι ανατολίτες αυτοί σοφοί αστρολόγοι οδηγούμενοι υπό του φαεινού αστέρος καταφθάνουν στην Βηθλεέμ όπου «είδον το παιδίον μετά της Μαρίας της Μητρός αυτού» και «πεσόντες προσεκύνησαν αυτώ». Οι Μάγοι, οι οποίοι ήταν πιθανότατα γνώστες των προφητειών για την έλευση του αναμενόμενου σωτήρα του κόσμου, υπό του πανσόφου Θεού φωτισθέντες αναζητούν τον Βασιλέα όλου του ανθρωπίνου γένους, γενόμενοι οι πρώτοι «εθνικοί» (=ειδωλολάτρες) οι οποίοι ανεγνώρισαν και λατρευτικώς ετίμησαν τον Μεσσία. Ο Ζιγαβηνός ερμηνεύοντας το γεγονός γράφει: «Όρα δε, όπως εκ προοιμίων ανοίγεται τοις έθνεσι θύρα πίστεως είς αισχύνην τοις Ιουδαίοις. Επεί γαρ των προφητών ακούοντες προαναφωνούντων την Χριστού παρουσίαν, ου σφόδρα προσείχον, ωκονομήθη βαρβάρους ελθείν… και εκ χώρας μακράς και διδάξαι αυτούς».

Η προσκύνηση των Μάγων συντελείται κατ’ οίκον, όπου συναντούν τον γεννηθέντα Ιησού με την Μητέρα του, η οποία αν και με φτωχική ενδυμασία εκπέμπει προφανώς την αγιότητα και αγνότητά της. Δεν πολυπραγμονεί αλλά ίσταται εν σιωπή και ταπεινώσει καθώς έκθαμβη και συγκλονισμένη συνειδητοποιεί ότι εγέννησε τον «Βασιλέα των όλων», τον σωτήρα και λυτρωτή του ανθρωπίνου γένους. Οι Μάγοι δεν αμφιταλαντεύονται ότι το ταπεινό βρέφος με την άσημη εξ όψεως Μητέρα είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας και Βασιλεύς. Ο δε Ιερός Χρυσόστομος επισημαίνει σχετικά: «Τί ήταν εκείνο που έπεισε τους μάγους να προσκυνήσουν; Δεν ήταν ούτε η επισημότητα της παρθένου, ούτε η περήφανη οικία, ούτε κάτι άλλο από εκείνα που έβλεπαν ήταν ικανό να τους προκαλέσει έκπληξη για να προσκυνήσουν. Τί ήταν λοιπόν εκείνο που τους έπεισε; Ο αστέρας και η από θεού γενομένη έλλαμψη της διανοίας τους, που τους οδήγησε στην γνώση».

Τα δώρα που προσέφεραν οι Μάγοι έχουν ένα αλληγορικό και συμβολικό χαρακτήρα τον οποίο όλοι οι ερμηνευτές επισημαίνουν αναφέροντας ότι τον μεν Χρυσό προσέφεραν ως σε Βασιλέα, τον λίβανο ως σε Θεό, την δε σμύρνα ως σε μέλλοντα να αποθάνει. Γι’ αυτό ο της Εκκλησίας Υμνωδός ψάλλει: «Του Κυρίου Ιησού γεννηθέντος εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας, εξ ανατολών ελθόντες μάγοι προσεκύνησαν Θεόν ενανθρωπίσαντα, και τους θησαυρούς αυτών ανοίξαντες δώρα τίμια προσέφεραν, δοκίμιον χρυσόν ως Βασιλεί των αιώνων και λίβανον ως Θεώ των όλων, ως τριημέρω δε νεκρώ σμύρναν τω αθανάτω».

Όσον αφορά τον φαεινό αστέρα που οδήγησε τους Μάγους στον νηπιάσαντα Θεό Ιησού Χριστό, άλλοι μεν ερμηνευτές και Θεοφόροι Πατέρες αποδέχονται ότι ήταν όντως ένα υπερφυσικό ουράνιο φαινόμενο ή σημείο από Θεού, άλλοι δε, όπως ο Ιερός Χρυσόστομος, επισημαίνουν ότι δεν ήταν ένα «φυσικό αστέρι, όπως εκ πρώτης όψεως φαινόταν, αλλά ήταν μία αόρατη, θαυμαστή λογική δύναμη, η οποία οδήγησε τους Μάγους στον τεχθέντα Ιησού». Ο άκτιστος Θεός με την πανσοφία του οδήγησε διά του υπερφυούς αυτού τρόπου τους Μάγους στην ενσαρκωμένη αλήθεια και σωτηρία του γένους των Βροτών.

Η εωσφορική παραφωνία σε όλα τα θαυμαστά γενόμενα είναι το πρόσωπο του Ηρώδη, ο οποίος ως παρανοϊκός αρχομανής προσπαθεί δολίως να πείσει τους μάγους να του αποκαλύψουν τον τόπο όπου εγεννήθη ο Βασιλεύς του Ισραήλ για να τον δολοφονήσει. Ο ίδιος δεν ήταν Ιουδαίος αλλά Ιδουμαίος και έλαβε από τη Ρώμη τον τίτλο του Βασιλέως της Ιουδαίας. Ο Ηρώδης εταράχθη, όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, επειδή εφοβείτο για την Βασιλεία του. Λέγει δε ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας: «Εταράχθη ως αλλόφυλος περί της Βασιλείας δεδοικώς». Και ενώ ήταν εβδομήντα ετών και δεν θα έπρεπε να φοβηθεί ένα νήπιο, εντούτοις εκείνος ευρισκόμενος σε εωσφορική τύφλωση, επιθυμεί να δολοφονήσει το νήπιο. Ο Ηρώδης ως Ιδουμαίος είναι αποστασιοποιημένος προς τα θέσμια της Ιουδαϊκής Θρησκείας και καλεί την καθεστηκυΐα θρησκευτική ιεραρχία του λαού να ερμηνεύσει το γεγονός, αλλά και η Ιουδαϊκή Ιεραρχία ευρισκόμενη σε απόλυτη πνευματική τύφλωση αδυνατεί να διαπιστώσει την εκπλήρωση των προφητειών. Η εωσφορική παράνοια του Ηρώδη φθάνει στο σημείο να διατάξει την σφαγή 14.000 νηπίων, τα οποία είναι οι πρώτοι μάρτυρες εν Χριστώ της Εκκλησίας, προκειμένου να διατηρηθεί στο θρόνο του. Το  τέλος του αδίστακτου νηπιοφόνου υπήρξε φρικτό και άδοξο, όπως και η μνεία του ονόματός του καθίσταται ανά τους αιώνες πρόξενος βδελυράς αναμνήσεως. Ο δε νηπιάσας Θεός Ιησούς Χριστός κατά την εις Αίγυπτο φυγή του καθίσταται «πρόσφυγας Θεός» σε αλλότρια γη, όπου διαμένει μέχρι το θάνατο του Ηρώδη και η διαμονή του αποτελεί το προοίμιο της πνευματικής σποράς του μηνύματος της θείας ενσαρκώσεως στα εκτός του Ισραήλ έθνη.

Στη θεολογική ιχνηλασία των προσώπων και γεγονότων που συνδέονται με την αλήθεια της υπερφυούς θείας ενσαρκώσεως, κυριαρχεί η στάση της Υπεραγίας Θεοτόκου για την οποία ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει: «η δε Μαριάμ πάντα συνετήρει τα ρήματα ταύτα συμβάλλουσα εν τη καρδία αυτής». Η Πάναγνη Θεομήτωρ εν σιωπή βιώνει όλα τα θαυμαστά γεγονότα χωρίς να γεννάται στη διάνοιά της ουδέ κατ’ ελάχιστον τύφος αλαζονείας ή εγωισμού. Σιωπά και κλίνει τον εαυτής αυχένα στο θέλημα του Κυρίου. Δεν πολυπραγμονεί ούτε προκαλεί αλλά διατηρεί στα έγκατα της καρδίας της όλα όσα ο Θεός «οικονομεί» για την σωτηρία του ανθρώπινου γένους, γενόμενη «συνοικονόμος» στο μυστήριο της θείας αποκαλύψεως εν Χριστώ τεχθέντι.

ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑ-ΑΜΒΩΝ ΦΑΝΑΡΙΟΥ

ΕΥΧΕΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 2022

Αγαπητοί  εν Χριστώ  αδελφοί! ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ -ΑΛΗΘΩΣ ΕΤΕΧΘΗ.

«Μη φοβείσθε· Ιδού γαρ, ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ· ότι ετέχθη υμίν σήμερον Σωτήρ, ος εστι Χριστός Κύριος»

Τα πασίχαρα τούτα λόγια του Αγγέλου προς τους Ποιμένες απευθύνονται και σήμερα σε κάθε ταπεινή ψυχή που ποθεί να ενωθεί με τον Πλάστη και Δημιουργό της. Η μεγάλη μας Μητέρα, η Αγία μας Εκκλησία ψάλλει διαχρονικώς ότι «σήμερον γεννάται εκ Παρθένου» ο Κύριος ημών Ιησού Χριστός. Η Γέννηση  του Σωτήρος τελεσιουργείται εντός της καρδίας κάθε ανθρώπου που επιθυμεί να προσφέρει  στον Λυτρωτή της τα πολύτιμα δώρα της. Το ευώδες λιβάνι της προσευχής της, τα ακριβότερα της σμύρνας δάκρυα της μετανοίας της και τα υπέρ χρυσίου έργα της θυσιαστικής αγάπης και συγχωρητικότητας..

Γιορτάζουμε σήμερα την Γέννηση του Θεανθρώπου σε ένα  κόσμο που  διολισθαίνει με ταχύ ρυθμό προς ένα απάνθρωπο ψηφιακό ολοκληρωτισμό ο οποίος  θα αστυνομεύει και θα καταπνίγει την ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης, με τους πολίτες να αυτοφυλακίζονται στα ψηφιακά τους κελιά και τις δομές τεχνητής νοημοσύνης να αποκτούν τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Σήμερα  η ανθρώπινη κοινωνία, ως κοινωνία προσώπων πλασμένων κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Άγιου Τριαδικού Θεού,  επιλέγει να αποστασιοποιηθεί από τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, και μεταλλάσσεται ήδη σε ένα παράλογα βίαιο και σαρκολατρικό μόρφωμα, που ισοπεδώνει κάθε ηθικό φραγμό και αναστολή και, επομένως, είναι αναπόφευκτο να οδηγηθεί μοιραία στην αυτοκαταστροφή. Η  κτηνώδης και τυφλή βία και ο αχαλίνωτος πανσεξουαλισμός είναι τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας φθίνουσας όσο και δαιμονοκρατούμενης κοινωνίας, ενώ το ταπεινό φρόνημα, η πραότητα, η συγχωρητικότητα και η ψυχοσωματική αγνότητα μαρτυρούν την γλυκιά παρουσία του Θεού στην ζωή των ανθρώπων.

Μακάρι η Θεία Χάρις να λάμψει τις Άγιες Ημέρες των Χριστουγέννων στις ψυχές των βασανισμένων και πονεμένων ανθρώπων, ξεπλένοντας το αφηνιασμένο και σκοτεινιασμένο πρόσωπο της γης που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς τον αυτοκαταστροφικό (πυρηνικό;) όλεθρο.

Είθε η γέννηση του Χριστού να είναι για όλους μας η απαρχή πνευματικής ανανήψεως και ανατάσεως· αρχή εγέρσεως, μετανοίας κι επιστροφής στην αυθεντική και ανόθευτη Ορθόδοξη Πίστη· την Πίστη που μας παρέδωσαν οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας· όπως ο Κύριος την δίδαξε, όπως οι Απόστολοι την κήρυξαν, όπως οι άγιοι την δογμάτισαν, όπως οι άγιες Σύνοδοι την νομοθέτησαν, όπως οι μάρτυρες την σφράγισαν με το αίμα τους, όπως το ιερό Ευαγγέλιο την αποθησαύρισε και όπως η ιερά Παράδοση  την διαφύλαξε.
Ας κάνουμε φέτος Χριστούγεννα με τον Χριστό· ας χαρούμε δοξάζοντες τον Χριστό· ας ελπίσουμε διά του Χριστού.

-ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ.

Για την διαδικτυακή ομάδα-ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ

πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου.

Η ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ  ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΚΑΙ Η ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Έρευνα του πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου

Η Θεία Γέννηση δεν είναι προσδιορισμένη  χρονολογικά, παρά μόνο μπορεί να καθοριστεί με  υπολογισμούς, με βάση τα παρακείμενα ιστορικά  γεγονότα.

Τα Ευαγγέλια μας πληροφορούν ότι ο Χριστός γεννήθηκε επί εποχής Ηρώδη (Ματθαίος 2:1 και  Λουκάς 1:5), ο οποίος πέθανε, όταν ο Ιησούς ήταν ακόμη παιδί (Ματθαίος 2:14-15).

 Σύμφωνα με  τον ιστορικό Φλάβιο Ιώσηπο, ο Ηρώδης ήταν για έξι μήνες βαριά άρρωστος, γύρω στα 70, και πέθανε μετά από μια έκλειψη σελήνης πριν το εβραϊκό  Πάσχα. Ο Ηρώδης, όμως, πέθανε το έτος 750 από  κτίσεως Ρώμης (4 π.Χ.) και σε συνδυασμό με τη διαταγή του για θανάτωση των 14.000 νηπίων κάτω  των 2 ετών (Ματθαίος 2:16-18), σημαίνει ότι ο Χριστός θα πρέπει να γεννήθηκε μεταξύ των ετών 747 ή 748 από κτίσεως Ρώμης (δηλαδή το 7 ή 6 π.Χ.), αφού όταν Τον συνάντησαν οι τρεις Μάγοι ήταν «παιδίον» και όχι βρέφος (Ματθαίος 2:11).

Επιπλέον, η πληροφορία ότι διατάχθηκε η διενέργεια απογραφής από τον Αύγουστο Καίσαρα (Λουκάς 2:1-2) φαίνεται να συμφωνεί με τα ιστορικά γεγονότα, αφού τότε προκηρύχθηκαν τρεις  μεγάλες απογραφές πληθυσμού: το 28 π.Χ., το 8π.Χ. και το 14 μ.Χ. Εντούτοις, η απογραφή του 8 π.Χ. δεν ήταν αυτή που ανάγκασε τον Ιωσήφ και  τη Μαρία να ταξιδέψουν: ακόμη και αν λάβουμε υπόψη την αργοπορία της γνωστοποίησης των  διαφόρων ανακοινώσεων την εποχή εκείνη, η απογραφή που αναφέρει το Ευαγγέλιο δεν θα ήταν  αυτή του 8 π.Χ., αλλά η υπογραφή του όρκου πίστεως στον Αύγουστο Καίσαρα, επ’ ευκαιρία του  αργυρού Ιωβηλαίου της βασιλείας του, στις 5 Φεβρουαρίου 2 π.Χ. Η υπογραφή του όρκου πίστεως, όπως μας αναφέρει ο Ιώσηπος, ήταν υποχρεωτική  για όλους τους κατοίκους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπηκόους και μη, οι οποίοι θα έπρεπε να μεταβούν στον τόπο καταγωγής τους.

Το πιο πάνω εδάφιο αναφέρει μια αντιφατική  πληροφορία, ότι δηλαδή η απογραφή ήταν η πρώτη που έγινε επί θητείας του ηγεμόνα της Συρίας Κυρηνίου. Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, ο ύπατος Κυρήνιος έγινε λεγάτος της Συρίας το 6 μ.Χ. Μια μερίδα μελετητών θεωρεί ότι ο Λουκάς κάνει λάθος, ενώ άλλοι θεωρούν ότι ο Ευαγγελιστής αναφέρεται σε απογραφή που έγινε πριν την κυβερνεία  του Κυρηνίου. Μια επιγραφή που ανακαλύφθηκε  το 1828 στη Ρώμη αναφέρει ότι ο Κυρήνιος υπήρξε  κυβερνήτης της Συρίας και το 12 – 8 π.Χ., επομένως  ίσως η απογραφή διατάχθηκε προς το τέλος της  ηγεμονίας του και κατά τον ιστορικό Τερτυλλιανό, εκτελέστηκε καθυστερημένα από το διάδοχό  του Σατουρνίνο, παραμένοντας ωστόσο συνδεδεμένη με το όνομα του Κυρήνιου.  Όσον αφορά την εποχή της Θείας Γέννησης, ο  Ιησούς θα πρέπει να γεννήθηκε γύρω στην άνοιξη (ίσως και το θέρος ή το φθινόπωρο), αφού οι ποιμένες ζούσαν τότε έξω στην ύπαιθρο (Λουκάς 2:8).  Το θείο Βρέφος δεν θα μπορούσε να επιβιώσει στο  δυνατό ψύχος του Δεκεμβρίου στη βυθισμένη στις  βροχές και την παγωνιά ύπαιθρο και οι ποιμένες  δεν θα βρίσκονταν με τα πρόβατά τους έξω στην  εξοχή. Η άνοιξη, μάλιστα κατά την περίοδο του  Πεσάχ (εβραϊκό Πάσχα), είναι η πιθανότερη εκδοχή, ταιριάζοντας  χρονικά με την επίσκεψη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ στο Ζαχαρία  (Λουκάς 1:5-13) και εξηγώντας  το γεμάτο με κόσμο πανδοχείο  (Λουκάς 2:7)

Και το γεγονός ότι, όπως όλοι οι ευσεβείς Εβραίοι, ο Ιωσήφ έπρεπε να πάει στα Ιεροσόλυμα για το Πεσάχ, έστω και αν η Μαριάμ ήταν ετοιμόγεννη. Επιπλέον, ήταν λογικότερο να επισκεφθεί την κοντινή Βηθλεέμ για να καταγραφεί, για να γλυτώσει ένα  ειδικό ταξίδι από τη Ναζαρέτ.

Περαιτέρω, στο Δανιήλ (9:25)   προφητεύεται  ότι 483 χρόνια μετά το διάταγμα για την αποκατάσταση και ανοικοδόμηση των Ιεροσολύμων θα εμφανιστεί ο Μεσσίας (ο χρισμένος) στην ανθρώπινη  ιστορία. Σύμφωνα με μια θεολογική άποψη, όταν ο Ιησούς λέει – αμέσως μετά τη βάπτισή Του  {(Ματθαίος 3: 13-17, Μάρκος 1: 9-11 και 3:1, Λουκάς 3:21-23 και Ιωάννης 1: 29-34)} πως έτσι πληρώθηκε  η προφητεία  (Μάρκος 1:15), αναφέρεται σε αυτή  την προφητεία. Δεδομένου ότι η ανοικοδόμηση της  Ιερουσαλήμ θεωρείται πως έγινε το 457 π.Χ., ο Χριστός θα πρέπει να βαπτίστηκε το 27 μ.Χ., επομένως  θα πρέπει να γεννήθηκε γύρω στο 3 – 2 π.Χ., καθώς  ξεκίνησε να διδάσκει, όταν έγινε 30 ετών (Λουκάς 3: 23).

Κήρυττε δε και διακονούσε για 3 ½ χρόνια  μετά τη βάπτισή Του (Ιωάννης 2:13 και 23, 4: 35, 6: 4 και 11: 55). Ωστόσο, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος ξεκίνησε να κηρύττει γύρω στο 28 μ.Χ.  (Λουκάς 3: 1-2), σε ηλικία 30 ετών, σύμφωνα με τις διατάξεις του μωσαϊκού νόμου. Γνωρίζοντας δε ότι ο Χριστός ήταν μικρότερος του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή κατά έξι μήνες, θα μπορούσε η Βάπτιση του Θεανθρώπου  στον Ιορδάνη ποταμό να έγινε μεταξύ 28 – 29 μ.Χ., ενώ η επίσκεψή Του στο Ναό της Ιερουσαλήμ κατά το 46ο έτος της κατασκευής του (Ιωάννης 2: 20) φαίνεται να έγινε μεταξύ 27 – 29 μ.Χ., καταλήγουμε δε πάλι  στο συμπέρασμα ότι ο Ιησούς θα πρέπει να γεννήθηκε γύρω στο 2 π.Χ.

Ωστόσο, υπάρχει άλλη μια παράμετρος, που περιπλέκει τα πράγματα: το άστρο της Βηθλεέμ (Ματθαίος 2: 2 και 9), για το οποίο υπάρχουν οι παρακάτω  θεωρίες.

1. Υπερκαινοφανής αστέρας:  Η αιφνίδια εμφάνιση καινούργιων αστεριών στο στερέωμα, τόσο λαμπρών που να γίνονται αντιληπτοί και διά γυμνού οφθαλμού, δεν συμβαίνει συχνά. Ένας τέτοιος αστέρας εμφανίστηκε το Μάρτιο του 5 π.Χ., σύμφωνα με Κινέζους και Κορεάτες αστρονόμους, στον κοντινό γαλαξία της Ανδρομέδας (αστερισμός του Αιγόκερου), ενώ τον Οκτώβριο του 1604 ένα σουπερνόβα στον αστερισμό του Οφιούχου παρατηρήθηκε από τον  Γερμανό αστρονόμο Johannes Kepler.

2. Κομήτης: Οι κομήτες είναι τεράστια πετρώματα που περιβάλλονται με πάγο, που, όταν προσεγγίζουν τον Ήλιο, εξατμίζεται και φαίνονται σαν κόμη (ουρά), απ΄ όπου και το όνομά τους. Ωστόσο, οι  κομήτες τότε συνδέονταν με κακούς οιωνούς, επομένως θα ήταν απίθανο οι τρεις Μάγοι να έρθουν γι’ αυτόν από την Ανατολή με δώρα. Πάντως, το 12 π.Χ. ο κομήτης του Χάλεϋ ήταν ορατός από τη Γη, ενώ το 5 π.Χ. Κινέζοι αστρονόμοι παρατήρησαν έναν κομήτη.

3. Σύνοδος πλανητών:  Λόγω της διαφορετικής ταχύτητας του κάθε πλανήτη του πλανητικού μας συστήματος, σπάνια έρχονται στην ίδια τροχιά. Αυτό το σπάνιο φαινόμενο συνέβη  τρεις φορές το 7 π.Χ. με τους πλανήτες Δία και Κρόνο στον αστερισμό των Ιχθύων (που συσχετίζονται με το εβραϊκό έθνος) και μία φορά το 6 π.Χ. με τους Δία, Κρόνο και Άρη (και πάλι στους Ιχθύες). Η  συζυγία του 7 π.Χ. παρατηρήθηκε από Βαβυλώνιους αστρολόγους. Μεταξύ 3 – 2 π.Χ., ωστόσο, συνέβη μια άνευ προηγουμένου σειρά από συζυγίες.

4. Θεωρία του Κέπλερ:

 Το 1614, ο αστρονόμος Johannes Kepler και η υπόλοιπη ανθρωπότητα  είδε τον Άρη να πλησιάζει τον Κρόνο και το Δία και υπολόγισε ότι ο Χριστός γεννήθηκε το 6 π.Χ., όταν συνέβη ένα παρόμοιο «τρίγωνο» (Δίας, Κρόνος και Άρης).

5. Υπερφυσική θεωρία: Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (345 – 407) υποστηρίζει ότι ήταν ένα καθαρά υπερφυσικό φαινόμενο, ενώ ο Ιερός Αυγουστίνος (354 – 430) αναφέρει ότι δεν ήταν ένα συνηθισμένο, αλλά ένα θαυμαστό άστρο που ανέτειλε για πρώτη και τελευταία φορά, για το γεγονός της ενανθρώπισης του Θεανθρώπου.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, είναι σίγουρο πως ο Χριστός θα πρέπει γεννήθηκε μεταξύ 7 και 2 π.Χ. και ότι το σύστημα χρονολόγησης που χρησιμοποιούμε είναι λανθασμένο! Σε τελική ανάλυση, όμως, δεν έχει τόση σημασία το τι συνέβη στον  ουρανό εκείνη τη νύχτα, ούτε και πότε ακριβώς γεννήθηκε ο Ιησούς, γιατί εκείνο το βράδυ στη μικρή πόλη της Βηθλεέμ συνέβη το μεγαλύτερο  θαύμα των αιώνων, η γέννηση του Θεανθρώπου  Ιησού Χριστού. Ίσως, ακόμη, το γεγονός ότι η ημερομηνία γέννησης του Μεσσία περιβάλλεται από μυστήριο να προσθέτει στο νόημα της ουσίας της  Θείας Γέννησης.

Η καθιέρωση της εορτής

Στη Δύση τα Χριστούγεννα φαίνεται πως άρχισαν να  εορτάζονται το 134 μ.Χ., με απόφαση του Πάπα  Τελεσφόρου. Καθώς η νέα θρησκεία έπρεπε να κτίσει πάνω σε υφιστάμενες δομές, σε μια εποχή που η ειδωλολατρία επικρατούσε και οι διωγμοί των Χριστιανών ήταν συχνοί, έτσι η εορτή ήταν  κινητή είτε γιορταζόταν στις 6 Ιανουαρίου (εορτή του θεού Ήλιου στην Ανατολή), είτε στις 22 Δεκεμβρίου (Μπρουμάλια, χειμερινό ηλιοστάσιο). Φαίνεται πως τα Χριστούγεννα καθιερώθηκαν ως ξεχωριστή εορτή στη Ρώμη επί Πάπα Ιουλίου Α (336 – 352) στις 25 Δεκεμβρίου, ημέρα εορτής του Ανίκητου Ήλιου στη Δύση. Αυτό τεκμαίρεται και  από το ημερολόγιο του Φιλόκαλου, που συντάχθηκε το 354 μ.Χ.

Στην Ανατολή ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου εισήχθη αργότερα.  Στην  Κωνσταντινούπολη καθιερώθηκε το 397 μ.Χ από τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, ως εδραίωση της Ορθοδοξίας μετά το θάνατο του Αυτοκράτορα Ουάλη  τον προηγούμενο χρόνο, υποστηρικτή του Αρείου. Στην Αντιόχεια καθιερώθηκε μεταξύ 386 – 388,επίσης από τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, ενώ  στην Αλεξάνδρεια μόλις το 430 μ.Χ. Σύμφωνα με το  κήρυγμα που εκφώνησε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην Αντιόχεια γύρω στο 386 μ.Χ, η σύλληψη  του Ιησού (Λουκάς 1: 26) είχε ανακοινωθεί κατά τη διάρκεια του έκτου μήνα της εγκυμοσύνης της  Ελισάβετ (Λουκάς: 1: 10-13), τον οποίο υπολόγισε με βάση τα καθήκοντα που εκτελούσε ο Ζαχαρίας κατά την Ημέρα του Εξιλασμού  περί τον έβδομο μήνα του εβραϊκού ημερολογίου (Λευιτικόν 16:  29 και Βασιλείς Α 8: 2),  δηλαδή  τέλη Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου.

Οι σχισματικοί Δονατιστές της Καρχηδόνας  γιόρταζαν τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου  ήδη από το 311 και αρνούνταν να γιορτάσουν τα Θεοφάνια (τα οποία θεωρούσαν καινοτομία), ενώ  σε μερικές περιοχές της Δύσης τα Χριστούγεννα  συνέχισαν να συνεορτάζονται με τα Θεοφάνια  στις 6 Ιανουαρίου μέχρι και μετά το 380. Θα πρέπει, εδώ, να σημειωθεί, ότι ο συνεορτασμός των δύο εορτών είχε ως αποτέλεσμα να δίνεται μεγαλύτερη  βαρύτητα στη βάφτιση, αντί στη ενσάρκωση του Χριστού. Να αναφέρουμε εδώ ότι η προσκύνηση  των Μάγων  εορτάζεται στις Δυτικές Εκκλησίες στις 6 Ιανουαρίου και στις Ανατολικές στις 25 Δεκεμβρίου.

(Σημείωση. Ο Δονατισμός ήταν μια αίρεση του πρώιμου χριστιανισμού, που ιδρύθηκε από τον Donatus Magnus, ο οποίος πίστευε ότι η αγιότητα ήταν προϋπόθεση για την ένταξη στην εκκλησία και τη διαχείριση των μυστηρίων)

Η ημερομηνία 25 Δεκεμβρίου επικράτησε, αφού συνέπιπτε με τις μεγάλες ειδωλολατρικές  εορτές Σατουρνάλια  (προς τιμήν του Θεού Κρόνου) και Μπρουμάλια  (χειμερινό ηλιοστάσιο), τη γιορτή του Ανίκητου Ήλιου, τη γέννηση του  θεού Μίθρα και την εβραϊκή γιορτή των Φώτων (Χανουκά) και ικανοποιούσε δε τόσο τη Δύση όσο και την Ανατολή. Επί Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου (306  -337), οι Χριστιανοί συγγραφείς (όπως ο  Άγιος Αμβρόσιος) αφομοίωσαν αυτή την εορτή ως τα γενέθλια του Ιησού, συσχετίζοντάς Τον με τον ήλιο δικαιοσύνης  (Μαλαχίας 4: 2) και το φως του  κόσμου  (Ιωάννης 8: 12).

Στο πεντάτομο έργο του  κατά αιρέσεων  ο Άγιος Ειρηναίος ταύτισε τη σύλληψη του Χριστού με την 25η Μαρτίου και τη σύνδεσε με  τη γέννησή Του εννέα μήνες μετά, στις 25 Δεκεμβρίου. Ο σύγχρονός του θεολόγος Ιππόλυτος της Ρώμης, αν και γνώριζε την 25η Δεκεμβρίου, προτιμούσε τη 2α Απριλίου, ενώ ο Άγιος Επιφάνιος  της Σαλαμίνας (310 – 403) θεωρούσε ότι η σύλληψη του Ιησού έγινε στις 20 Ιουνίου και ανέφερε μια παλαιά απόκρυφη παράδοση ότι η εγκυμοσύνη της  Παναγίας κράτησε 10 μήνες. Ο Άγιος Πολύκαρπος(†167) θεωρούσε ότι ο Χριστός, μάλλον, γεννήθηκε και βαπτίστηκε ημέρα Τετάρτη, αφού ο Ήλιος δημιουργήθηκε την τέταρτη ημέρα από το Θεό, προσδιόριζε δε την Τετάρτη αυτή γύρω στις 25 Μαρτίου, ημέρα της εαρινής ισημερίας. Επιπλέον, ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου συσχετίστηκε με την εαρινή ισημερία (εκεί κατέληξε και ο μεγάλος εκκλησιαστικός συγγραφέας Σέξτος Ιούλιος ο Αφρικανός το 221), ενώ το θερινό ηλιοστάσιο και η φθινοπωρινή ισημερία συσχετίστηκαν με τη γέννηση και τη σύλληψη του Αγίου Ιωάννη, αντίστοιχα.

Έτσι, η Χριστιανική Εκκλησία  κατάφερε να αντικαταστήσει τις ειδωλολατρικές   εορτές με χριστιανικές, συμπέρασμα στο οποίο,  ανασκοπώντας, κατέληξαν και στοχαστές, όπως ο Άγγλος φυσικομαθηματικός Isaac Newton (1642 – 1726), ο Γερμανός θεολόγος και ανατολιστής Paul Ernst Jablonski (1693 – 1757) και ο Γάλλος φιλόλογος και ιστορικός Louis Duchesne (1843 – 1922). Ωστόσο, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, γύρω στο 200 μ.Χ., κάνοντας αναφορά στην ημερομηνία γέννησης του Χριστού, αναφέρει διάφορες γνωστές  ημερομηνίες (19/20 Απριλίου, 20 Μαΐου), συσχετίζοντας μάλιστα τη Θεία Γέννηση με το Θείο Πάθος (21 Μαρτίου ή 21 Απριλίου), όχι όμως τις 25 Δεκεμβρίου.

 Συσχετισμό της Θείας Γέννησης με το Θείο Πάθος κάνουν ο Νεύτωνας και ο Louis Duchesne. Μερικοί θεωρούσαν ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε γύρω στην ημερομηνία της εαρινής ισημερίας, επομένως και ο Ιησούς θα έπρεπε να είχε συλληφθεί εκείνη την ημερομηνία. Ο Duchesne παραθέτει, επίσης, το γεγονός ότι ο ιστορικός Ερμείας Σωζόμενος (400 – 450) ανέφερε ότι οι αιρετικοί Μοντανιστές της Φρυγίας (2ος αιώνας) γιόρταζαν το  Πάσχα την Κυριακή κοντά στις 6 Απριλίου και έτσι θεωρούσαν ότι η σύλληψη του Χριστού έγινε στις 6 Απριλίου και η γέννησή Του στις 6 Ιανουαρίου, πιθανή προέλευση του εορτασμού στις 6 Ιανουαρίου.

Ο διαχωρισμός της εορτής της Γέννησης του Χριστού τοποθετείται στο πλαίσιο των χριστολογικών ερίδων της εποχής κατά την οποία συνέβη. Αν και η ξεχωριστή από τα Θεοφάνια εορτή δεν επικράτησε αμέσως σε όλη την χριστιανική επικράτεια, η έναρξή της στη Ρώμη λίγο μετά την Α’ Οικουμενική Σύνοδο (325) και η τελική καθολική αποδοχή της μετά την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο (431) φαίνεται να δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση.

Η 25η Δεκεμβρίου κηρύχθηκε δημόσια αργία το 529 μ.Χ από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό: απαγορεύθηκε η εργασία και τα δημόσια έργα. Έως το  1100, καθώς είχε επεκταθεί η δράση των ιεραποστόλων στις παγανιστικές ευρωπαϊκές φυλές, όλα  τα έθνη της Ευρώπης γιόρταζαν τα Χριστούγεννα.

 Ο συνεορτασμός των Χριστουγέννων με τις ειδωλολατρικές εορτές του Χειμώνα είχε ως αποτέλεσμα την οικειοποίηση από τους Χριστιανούς προϋπαρχόντων εθίμων, όπως η ανταλλαγή δώρων, τα γλέντια και τα χαρτοπαίγνια (από τα Σατουρνάλια), η χρήση πρασινάδων και φώτων και η αγαθοεργία (από το ρωμαϊκό νέο έτος)……….

 (Απόσπασμα από ανέκδοτη εργασία μας)

ΠΗΓΕΣ

1. Στα ίχνη του Ι.Χ.Θ.Υ.Σ (ΔΑΝΕΖΗΣ ΜΑΝΟΣ, ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ΣΤΡΑΤΟΣ)

2. Περιοδικό Ενατενίσεις Ι.Μ.Κύκκου

3. Διονύσης Σιμόπουλος διευθυντής του Ευγενίδειου Πλανητάριου «Το άστρο των Χριστουγέννων»
4.Εφ Ελευθεροτυπία 30-12-2000 Περιοδικό ΓΕΩ τευχ 37 Το Αστέρι των Μάγων
5.Εφ. Το Βήμα 24-12-2005 Τα μυστήρια των Χριστουγέννων
6.Εφ Ελευθεροτυπία 13-12-2006 Τα Χριστούγεννα έγιναν Άνοιξη
7.ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

8. Θεοδοσίου, Σ. και Δανέζη, M.: H Oδύσσεια των ημερολογίων- Aναζητώντας τις ρίζες της γνώσης. Tόμος A, Β ‘. Eκδ. Δίαυλος, Aθήνα 1995.

Ιερά Λείψανα της Γεννήσεως του Χριστού στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη

Η Σαλώμη δεξιά και η Μαία αριστερά λούουν το βρέφος Χριστό αμέσως μετά τη Γέννησή Του.
Λεπτομέρεια τοιχογραφίας του 12ου αιώνα από την Καππαδοκία.

———————————————————————————–

Την Κυριακή 23 Δεκεμβρίου του 2001, δημοσιεύτηκε στο ένθετο της εφ. Καθημερινής «Επτά ημέρες» (σσ. 6-7), άρθρο του Δρος Michele Bacci, Βυζαντινολόγου, Scuola Normale Superiore, Pisa, με τίτλο «Ιερά Λείψανα της Γεννήσεως στην Κωνσταντινούπολη«. Η λειψανοθήκη είχε ασχοληθεί ξανά με άλλο κείμενο του Michele Bacci στην ανάρτηση  111 – Τα ιερά κειμήλια της Θεοτόκου του Φάρου στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη και επειδή τα κείμενα του γνωστού βυζαντινολόγου και ειδικού στη διάδοση των ιερών λειψάνων στο Βυζάντιο είναι πολύ ενδιαφέροντα, αναδημοσιεύεται και εδώ αυτό το άρθρο με εικονογράφηση επιλεγμένη από το αρχείο της λειψανοθήκης.  

Ιερά Λείψανα της Γεννήσεως στην Κωνσταντινούπολη

Το ενδιαφέρον των Βυζαντινών για το προσκύνημα των Αγίων Τόπων δεν μειώθηκε ποτέ, μετά όμως την κατάληψη της Παλαιστίνης από τους Άραβες και την άφιξη των Σταυροφόρων, τα σημαντικότερα λείψανα μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Σημάδι αυτής της ιστορικής πορείας είναι η αφιέρωση μιας μονής της Πόλης στην «Αγία Βηθλεέμ», όπως μαθαίνουμε από τη συλλογή των κειμένων, που είναι γνωστά ως τα «Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως» (10ος αι.). Επίσης από τον 9ο μέχρι το 12ο αιώνα οι αυτοκράτορες και οι στρατηγοί τους, επιστρέφοντας από τις εκστρατείες τους στις ανατολικές επαρχίες, μετέφεραν από τους τόπους εκείνους ιερά λείψανα του Χριστού και της Παναγίας. Στην κατηγορία αυτή ανήκαν κυρίως τα αντικείμενα που σχετίζονταν με τα θαύματα και τα πάθη του Χριστού, ενώ πιο περιορισμένος ήταν ο αριθμός των λειψάνων που μπορούσε κανείς να συνδέσει με τη Γέννηση. Παρ΄ όλα αυτά κάποια λείψανα της Γεννήσεως αναφέρονται σε ναούς της Κωνσταντινούπολης.
—————————————————————————


Τμήμα της Αγίας Φάτνης του Χριστού (Sacra Culla). Basilica di Santa Maria Maggiore, Ρώμη, Ιταλία.
Διαβάστε περισσότερα

Το πιο σημαντικό λείψανο της Γεννήσεως ήταν, όπως ήδη αναφέραμε, η φάτνη, την κατοχή της οποίας όμως διεκδικούσε η Δυτική Εκκλησία. Αλλά ο ηγούμενος Νικόλαος της Thyngeirar, που το 1156/57 ταξίδεψε από τη μονή Munkathvera της Ισλανδίας μέχρι τη Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη και τους Αγίους Τόπους μνημονεύει τη «φάτνη όπου τέθηκε ο Κύριος» μεταξύ των ιερών αξιοθέατων της  βυζαντινής πρωτεύουσας. Αν και πρόκειται για τη μοναδική αναφορά αυτού του κειμηλίου, δεν αποκλείεται να φιλοξενούνταν σε μια από τις ιερές συλλογές λειψάνων της Κωνσταντινούπολης, όπως ήταν τα αυτοκρατορικά παρεκκλήσια της Παναγίας του Φάρου και της Χαλκής, καθώς και το σκευοφυλάκιο των Βλαχερνών ή η ίδια η Αγία Σοφία.
  

Οι βυζαντινές πηγές αναφέρουν ότι στον ναό του Φάρου υπήρχαν οστά των Αγίων Αθώων Παίδων μαζί με κάποια τρίχα του νεογέννητου Ιησού και τα σπάργανά Του. Τα τελευταία, σύμφωνα με τον χρονικογράφο Rigordus,  ήταν από λευκό λινό ρούχο και παραχωρήθηκαν το 1205 στον Γάλλο βασιλιά Φίλιππο, που τα μετέφερε στο Παρίσι. Πηγές της περιόδου της λατινικής κυριαρχίας (1204-1261) μνημονεύουν ότι στον ναό του Μεγάλου Παλατιού φυλάσσονταν επίσης κάποιες σταγόνες από το γάλα της Παναγίας, τις οποίες αγόρασε μαζί με τα λείψανα τους Πάθους του Χριστού, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Θ΄ για το σκευοφυλάκιο της Sainte-Chapelle. Οι λειτουργικοί ύμνοι για την εορτή της μεταφοράς των λειψάνων στο Παρίσι, που εορταζόταν στις 30 Σεπτεμβρίου, κάνουν ιδιαίτερη αναφορά στο κειμήλιο αυτό. Παρ΄ όλα αυτά, ο Ρώσος προσκυνητής Ζώσιμος (δεύτερο μισό του 14ου αιώνα) αναφέρει ότι το γάλα της Παναγίας υπήρχε στο σκευοφυλάκιο του ναού του Προδρόμου της Πέτρας στην Κωνσταντινούπολη.
  

Λειψανοθήκη με λείψανο (πόδι) αναιρεθέντος νηπίου της Βηθλεέμ.

—————————————————————————————–

Το εξωτερικό μέρος διάχωρου της βυζαντινής λειψανοθήκης του Limbourg που περιέχει τεμάχιο
από τα σπάργανα του Ιησού. Επιγραφή: ΤΑ ΣΠΑΡΓΑΝΑ Ι(ΗΣΟ)Υ Χ(ΡΙΣΤΟ)Υ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΤΟΥ Θ(ΕΟ)Υ.

Σπάργανα του Χριστού σε βυζαντινό χρυσεπάργυρο ξύλινο κουτί.
Επιγραφή: ΑΠΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΠΑΡΓΑΝΩΝ. 
Το φάτνωμα με τον αριθμό 1 της Σταυροθήκης Τιμίου Ξύλου της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου Αγίου Όρους
φέρει, σύμφωνα με την επιγραφή, και λείψανο από τα Μαλλιά και τα Σπάργανα του Χριστού.

———————————————————————————————————-

Ανάπτυγμα των σπαργάνων του Χριστού. Καθεδρικός Ναός του Άαχεν Γερμανίας.

—————————————————–

Το φόρεμα που φορούσε η Παναγία κατά τη γέννηση του Ιησού. Καθεδρικός Ναός του Άαχεν Γερμανίας.

————————————————————————————————————-

Η ζώνη της Παναγίας στο Μάαστριχτ (Ολλανδία). Πιστευόταν για αιώνες ότι ήταν τμήμα της ζώνης
που φορούσε η Παναγία κατά τη διάρκεια της γέννησης του Χριστού.

——————————————————————————————-

Λειψανοθήκη του Hugo d’ Oignies που περιέχει Άγιο Γάλα της Παρθένου.

Στον ναό της Αγίας Σοφίας


Tα σημαντικότερα λείψανα της Γεννήσεως υπήρχαν στη Μεγάλη Εκκλησία, πριν από την καταστροφή της στη διάρκεια της Άλωσης της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204. Μια λατινική Έκφραση της βυζαντινής πρωτεύουσας του 11ου αιώνα αρχίζει τον κατάλογο των αξιοθέατων με τα σπάργανα του Χριστού-βρέφους και «το χρυσάφι το οποίο έφεραν οι Μάγοι». Αυτό ήταν άξιο ιδιαίτερης προσοχής, γιατί «όταν το πλησιάζει κανείς στο αυτί του», σημειώνει ο ανώνυμος συντάκτης της Εκφράσεως, «ηχεί πάντα κάτι σαν κουδούνισμα και παράλληλα ακούγεται ένα μουρμουρητό». Όπως μας πληροφορεί ο Ρώσος περιηγητής Αντώνιος του Νόβγκοροντ, που επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη γύρω στο 1200, αυτό το αντικείμενο είχε τη μορφή αγγείου. Πρόκειται λοιπόν για ένα από τα λίγα λείψανα που είχαν συσχετιστεί με θαυματουργά γεγονότα, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε με τις περίφημες εικόνες της Πόλης. Ίσως η παράδοση της Μονής Αγίου Παύλου στο Άγιον Όρος διατηρεί την ανάμνηση του κειμηλίου της Αγίας Σοφίας. Στο σκευοφυλάκιο του Καθολικού φυλάσσονται μέχρι σήμερα τα τρία δώρα των Μάγων (χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα), τα οποία προσέφερε, σύμφωνα με την παράδοση, η Μάρα, κόρη του Σέρβου ηγεμόνα Γεωργίου (Τζούρατς) Μπράνκοβιτς, η οποία είχε παντρευτεί τον σουλτάνο Μουράτ τον  Β΄. Επομένως αυτά θα μπορούσαν να αποτελούν μέρος της συλλογής των χριστιανικών κειμηλίων, τα οποία ο  Μωάμεθ ο Πορθητής, πρόγονος του συζύγου της Μάρας, είχε τοποθετήσει στο Σεράι μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453.

Εξάλλου, ο σουλτάνος υπερηφανευόταν για το ότι είχε στην κατοχή του και άλλα λέιψανα της Γεννήσεως του Χριστού, παρ΄ όλο που, δυστυχώς, δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε από ποιες εκκλησίες προέρχονταν. Όταν, το 1489, ένας διαμεσολαβητής του Βαγιαζήτ Β΄ πρότεινε στον Κάρολο Θ΄της Γαλλίας να αγοράσει τη συλλογή λειψάνων του Μωάμεθ Β΄, ο κατάλογος άρχιζε με «την πέτρα πάνω στην οποία γεννήθηκε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός», για την οποία οι Ενετοί είχαν ήδη προσφέρει 30.000 δουκάτα, παρ΄ όλο που άξιζε τουλάχιστον 100.000. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι επρόκειτο για την ίδια φάτνη, την οποία μνημόνευε το 1157 ο Ισλανδός ηγούμενος Νικόλαος  της  Munkathvera; Μια σχετική με το ίδιο επεισόδιο γαλλική μάρτυρία προσθέτει ότι η προσφορά συμπεριλάμβανε και «το μικρό ύφασμα, το οποίο η Παναγία φορούσε στο κεφάλι, όταν γέννησε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό». Ίσως να μπορούμε στην περίπτωση αυτή να υποθέσουμε πως αυτό ήταν «το μετωπιαίο ύφασμα», το οποίο ο Αντώνιος του Νόβγκοροντ είδε το 1200 στο αυτοκρατορικό παρεκκλήσι της Παναγίας του Φάρου.

———————————————————————————————————————–
      

Τμήμα από τα Δώρα των Μάγων. 

Ο εορτασμός των Χριστουγέννων


Τα πιο σημαντικά από τα λείψανα που βρίσκονταν στην Αγία Σοφία και συνδέονταν με τη Γέννηση του Χριστού ήταν τα άγια σπάργανα, που σύμφωνα με ένα λατινικό κείμενο του 12ου αιώνα, αποτελούνταν από διάφορα υφάσματα, δηλαδή λινά κομμάτια, κάποια γεννοφάσκια, ένα μαντίλι, μια πετσέτα (την οποία πιθανόν να χρησιμοποίησε η Σαλώμη για να σκουπίσει το Βρέφος μετά το λουτρό). Αυτά τα κειμήλια οπωσδήποτε συνέβαλλαν  στο συμβολικό ρόλο που η Αγία Σοφία πάντα έπαιζε στην αντίληψη  των Βυζαντινών.

 
Για τον ναό της Αγίας Σοφίας ο εορτασμός των Χριστουγέννων είχε ιδιαίτερη σημασία, από τη στιγμή που γινόταν αμέσως μετά την ετήσια μνημόνευση των δεύτερων εγκαινίων του ναού, τα οποία από τον 6ο αιώνα είχαν ορισθεί στις 23 Δεκεμβρίου. Από την άποψη της λειτουργίας, οι δύο εορτασμοί σχετίζονταν στενά, από τη στιγμή που τα τροπάρια των Χριστουγέννων άρχιζαν να ψέλνονται από τον εσπερινό της 22ας Δεκεμβρίου, όταν η εκκλησία επικαλούνταν την Παναγία για την προστασία της Κωνσταντινούπολης.


Οι τελετές των Χριστουγέννων στην Αγία Σοφία διέφεραν από τις κανονικές, λόγω του επίσημου τόνου τους. Αποτελούνταν από μια μεγάλη σειρά όρθρων, εσπερινών και παννυχίδων, και συμπεριλάμβαναν και κάτι ασυνήθιστο: με αυτήν την ευκαιρία ψέλνονταν μερικοί ειδικοί ύμνοι, όπως το τροπάριο της Αγγελίας στους ποιμένες στον όρθρο στις 24 ή το μεγαλυνάριον της Παναγίας στις 25 και, στη λειτουργία της Παραμονής, υπήρχε και μια προανάγνωση από το βιβλίο του Ησαΐα, που αποτελούσε έθιμο της παλαιοχριστιανικής εκκλησίας και είχε πλέον εξαφανιστεί από την καθημερινή ακολουθία. Μια άλλη ιδιαιτερότητα αποτελούσε το γεγονός ότι ο Πατριάρχης δεν μπορούσε τότε να καθίσει στον θρόνο του στην αψίδα, γιατί σε αυτόν είχε τοποθετηθεί το Άγιο Ευαγγέλιο.
                                                      
Επίσημος εορτασμός

Η λειτουργία των Χριστουγέννων στην Αγία Σοφία αποκτούσε έναν ακόμη πιο επίσημο χαρακτήρα, λόγω της συμμετοχής του αυτοκράτορα, πράγμα που επέβαλε την τήρηση αυστηρού βασιλικού πρωτοκόλλου. Όπως συνέβαινε κατά τον εορτασμό και άλλων ετήσιων εορτών (για παράδειγμα το Πάσχα και κατά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού), τα Χριστούγεννα προσέφεραν στη βυζαντινή αυλή την ευκαιρία για μεγαλοπρεπείς τελετές. Οι διάφοροι αξιωματούχοι φορούσαν ειδικά ενδύματα, τα οποία έβγαζαν μόνο μετά την εορτή των Θεοφανίων, στις 6 Ιανουαρίου, ενώ ο αυτοκράτορας εμφανιζόταν σε πλήρη μεγαλοπρέπεια, με χλαμύδα και στέμμα, και ακολουθούσε μια καθορισμένη διαδρομή μέσα στο Μεγάλο Παλάτι. 
  

.
.

Πηγή:

Ένθετο της εφ. Καθημερινής «Επτά ημέρες» της 23 Δεκεμβρίου του 2001

ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΗΝ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Μνημονεύοντας τους κατά σάρκα συγγενείς του Χριστού, ο Συναξαριστής συνδυάζει τις δύο διαφορετικές γενεαλογίες που αναφέρουν οι Ευαγγελιστές Ματθαίος (κεφ. 1) και Λουκάς (κεφ. 3, 23 κ.ε.). Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος μνημονεύει τους προγόνους του Κυρίου σε κατιούσα φορά, ξεκινώντας από τον Αβραάμ· ενώ, αντίθετα, ο Λουκάς ξεκινάει από τον Ιωσήφ τον Μνήστορα και, ακολουθώντας ανιούσα φορά, φθάνει μέχρι τον Αδάμ, τον πρωτόπλαστο υιό του Θεού, υπενθυμίζοντας με τον τρόπο αυτό, ότι ο Χριστός σταυρώθηκε για να καταστήσει τους ανθρώπους υιούς Θεού, διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, όπως επαγγελλόταν κατά τη δημιουργία.

Ερμηνεύοντας ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τον παράδοξο και για πολλούς ανιαρό κατάλογο των ονομάτων που ακούμε στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής προ της Χριστού Γεννήσεως, λέγει τα εξής χαρακτηριστικά :

«Όταν ακούς για τη γενεαλογία του Ιησού Χριστού, ύψωσε τον λογισμό σου και μη διανοηθείς τίποτε το ταπεινό. Μάλιστα θαύμασε το γεγονός ότι ο Ιησούς ως Υιός του Ανάρχου Θεού και γνήσιο τέκνο Του, δέχθηκε να ονομασθεί Υιός του Δαβίδ, για να κάνει εσένα υιό του Θεού. Δέχθηκε να γίνει πατέρας Του ένας δούλος, για να κάνει πατέρα εσένα τον δούλο. Βλέπεις ποιά είναι τα Ευαγγέλια από την αρχή; Αν αμφιβάλλεις για την πορεία της ζωής σου, πίστευσε τα όσα συνέβησαν σε Αυτόν για να καταλάβεις τον εαυτό σου. Για τον ανθρώπινο λογισμό είναι πολύ δυσκολότερο να γίνει ο Θεός άνθρωπος παρά να γίνει ο άνθρωπος υιός του Θεού»1.

Τι θέλει να μας παρουσιάσει αυτός ο κατάλογος;

Α. Οι άνθρωποι που παρελαύνουν, άγνωστοι και γνωστοί, ασήμαντοι και επιφανείς, πλούσιοι και πτωχοί, δίκαιοι – άγιοι και ευσεβείς, αμαρτωλοί και ασεβείς, έκλεισαν τον κύκλο της ζωής τους και από τη γενιά τους προήλθε ο Μονογενής Υιός του Θεού, «ως ιατρός γαρ, ουχ ως κριτής, παραγέγονε, όπως αναφέρει ο ιερός ερμηνευτής.

Β.Οι μεγάλες διαφορές στο ήθος και στην αγιότητα των προγόνων του Κυρίου και οι διαμετρικώς αντίθετοι τρόποι ζωής και συμπεριφοράς αυτών, ούτε αφαιρούν ούτε προσθέτουν κάτι στο έργο Του επί της γης, στο κύρος Του η στην αυθεντία Του, αφού, ως τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, «εξήλθεν νικών και ίνα νικήση» «διδάσκων ως εξουσίαν έχων» για να σώσει τον κόσμο.

Γ.Αυτός ο κατάλογος, που ίσως να μας φαίνεται κουραστικός και πληκτικός, δεν αποτελεί την ιστορία του ισραηλιτικού λαού, αλλά κυρίως την ιστορία των σωτηριωδών ενεργειών του Θεού, προκειμένου να σώσει το ανθρώπινο γένος. Γιατί το μυστήριο της ενσαρκώσεως δεν συνέβη απλώς μόνο μία φορά «εν ταις ημέραις Ηρώδου του βασιλέως», αλλά αποτελεί τη νέα ζύμη που ζυμώνει μυστικά όλο το φύραμα της κοινωνίας, ώστε να φθάσει ο άνθρωπος από το σκοτάδι στο φως, από την ακαθαρσία στην κάθαρση και εν συνεχεία στο φωτισμό και στη θέωση.

Γι’ αυτό και οι Πατέρες της Εκκλησίας, όταν μιλούσαν για τον Χριστό, μιλούσαν ταυτόχρονα και για την Εκκλησία, που είναι το ζωντανό σώμα του Χριστού. Και εάν θέλουμε να ζήσουμε τη θεανδρική ζωή Του, δεν έχουμε παρά να τη βιώσουμε στο πραγματικό Του σώμα και συγκεκριμμένα στα Ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας μας. Άλλωστε, αυτός είναι ο λόγος που ο Χριστός έγινε άνθρωπος, «για να γεννηθεί η ζωή», για να αποκτήσουν οι άνθρωποι την πραγματική ζωή και να φθάσουν εν συνεχεία στην αιώνια ζωή. Ό,τι πέτυχε ο Χριστός με την πρόσληψη της ανθρώπινης υποστάσεως, επαναλαμβάνεται στην ευχαριστηριακή σύναξη της Εκκλησίας, αφού σ’ αυτήν αναπλάθεται δια του άρτου και του οίνου, δηλαδή του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, ολόκληρη η ανθρωπότητα.

Δ. Αυτός ο κατάλογος με τα τόσα ονόματα μας φανερώνει ακόμη κάτι πολύ μεγάλο, που είναι η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο. Ο Θεός καταδέχεται και γεννάται κατά σάρκα από προγόνους που δεν χαρακτηρίζονται για την αρετή τους, αλλά φέρουν στους ώμους τους τα στίγματα και τη φθορά της αμαρτίας. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο ιερός ερμηνευτής Ευθύμιος Ζιγαβηνός : «Όπως εκείνες οι τέσσερις γυναίκες (που αναφέρονται στο γενεαλογικό κατάλογο), αν και είχαν πέσει σε διάφορα αμαρτήματα, οι άνδρες τους τις δέχθηκαν, έτσι και ο Χριστός, την ανθρώπινη φύση που είχε υποπέσει σε διάφορα αμαρτήματα, την προσέλαβε στον εαυτό Του».

Και αυτό φανερώνει ότι ο Χριστός επιδιώκει τη θεραπεία του ανθρώπου, τη μετάνοια, την επιστροφή και την καταλλαγή με τον ουράνιο Πατέρα, ο Οποίος «ου γαρ απέστειλε τον υιόν αυτού εις τον κόσμον ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ’ ίνα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού». Αυτό άλλωστε κάνει και η Εκκλησία μας και τότε και σήμερα και πάντοτε, η οποία δεν είναι ένα κλειστό σύστημα ή ένας σύλλογος δήθεν ευσεβών ανθρώπων, αλλά θεραπευτήριο, όπως θα την ονομάσει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Και όπως το θεραπευτήριο δέχεται τον κάθε άνθρωπο, έτσι και η Εκκλησία δέχεται «τον πρώτον καθάπερ και τον έσχατον».

Ε. Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο και ο Συναξαριστής δεν μνημονεύουν κάποια ονόματα στη διαδοχή των βασιλέων Ιούδα· παραλείπονται οι: Οχοζίας (841 π.Χ.), ο οποίος μιμήθηκε τη βδελυρή διαγωγή του Αχάζ· Τοθελία, μητέρα του Οχοζίου, σκληρή, αυταρχική και αιμοδιψής (841-839 π.Χ.)· Ιωάς (835-796 π.Χ.), ο οποίος αναστήλωσε τον Ναό του Θεού· Αμεσίας (796-781 π.Χ.), ο οποίος μιμήθηκε το παράδειγμα του Ιωά και έπραξε το αγαθόν ενώπιον του Θεού (βλ. Δ΄ Βασ. 14).  Για να διατηρηθεί η συστηματική κατανομή των Προπατόρων του Κυρίου σε τρεις επτάριθμες ομάδες, ο Ευαγγελιστής Ματθαίος παραλείπει τον Ιωαχάζ (609 π.Χ.) και συγχέει στο όνομα του Ιεχονίου τον Ιωακείμ (609-598 π.Χ.) και τον Ιωακίν (598-597 π.Χ.). [3] Επίσης, οι γενεές που μνημονεύονται από τον Ελιακείμ, υιού Αβιούδ, μέχρι και τον Ιωσήφ τον Μνήστορα, προέρχονται από την παράδοση και δεν αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη.

ΣΤ. Καθώς οι Εβραίοι δεν συνήθιζαν να καθορίζουν τη γενεαλογία με βάση τον μητρικό κλάδο, οι Ευαγγελιστές δεν διασώζουν την πραγματική κατά σάρκα γενεαλογία του Κυρίου, δηλαδή, τη γενεαλογία των ανιόντων προγόνων της Κυρίας Θεοτόκου· διασώζουν όμως τη γενεαλογία και τους ανιόντες προγόνους του φρόνιμου και εγκρατούς αγίου Ιωσήφ του Δίκαιου και Μνήστορα, που έγινε θετός πατέρας του Ιησού Χριστού και προστάτης της Αγίας Οικογενείας, όσον αφορά τους ανθρώπους και τον Νόμο, αλλά στην πραγματικότητα ήταν πιστός θεματοφύλακας και ανύστακτος μάρτυρας της Αειπαρθενίας της Παναγίας μας, η οποία ανήκε επίσης στη φυλή του Ιούδα και καταγόταν από τον βασιλέα Δαβίδ· για τον λόγο αυτό κατέστη δυνατόν ο Μνήστωρ Ιωσήφ να την νυμφευθεί, σύμφωνα προς τις επιταγές του Νόμου. Σύμφωνα με τους αγίους Πατέρες, η Παναγία ήταν κόρη του Ιωακείμ, γιού του Βαρπάνθηρα, γιού του Πάνθηρα, γιού του Λευί, γιού του Νάθαν, γιου του βασιλιά Δαβίδ, γιου του Ιεσσαί, ο οποίος και αυτός εγκαταστάθηκε στη Βηθλεέμ με την οικογένειά του, την πιο ασήμαντη της φυλής του Ιούδα. Πράος και δίκαιος και ταπεινός στην καρδιά καθ’ όλον τον βίο του, ο γιος του Ιεσσαί, ο βασιλιάς Δαβίδ, ανήγγειλε και προετοίμασε την έλευση του Μεσσία, ο Οποίος είναι υιός και Κύριος του Δαβίδ, όπως άλλωστε μαρτυρούν και οι Γραφές: «Είπε ο Κύριος στον Κύριό μου: “Κάθισε στα δεξιά Μου, μέχρι να θέσω τους εχθρούς Σου υποπόδιο στα πόδια Σου”» (βλ. Ψαλμ. 109, 1), προφητεία που ερμηνεύεται Αυτοπροσώπως από τον Ίδιο τον Χριστό, ο Οποίος ήταν και είναι ταυτόχρονα και ο Εμπνευστής και ο Εκπληρωτής της.

Ζ. *Κάθε όνομα και κάθε πρόσωπο μέσα από το γενεαλογικό δένδρο του Χριστού είναι και μια ιδιαίτερη, διδακτικότατη και άκρως ψυχωφέλιμη ιστόρηση· ένας ξεχωριστός, έμψυχος και εμπρόσωπος σταθμός του μυστηρίου της θείας Οικονομίας· μια διαρκής ορθόδοξη σωτήρια γνώση και μια ατελεύτητη πνευματική μαθητεία για μας· ένα αξιομνημόνευτο κεφάλαιο που, μέσα του, πέρα από τον ανθρώπινο πόνο, την αδυναμία, την όποια ατέλεια και δυσχέρεια της βρότειας και χοϊκής φύσης, οπωσδήποτε θα βρει κανείς θαυμαστά γεγονότα και θείες επεμβάσεις· εκπληκτικές προτυπώσεις και προεικονίσεις· άφθονα σύμβολα, αινίγματα και μαρτυρίες· αληθινές και σημαντικές προφητείες, αναπάντεχες προοράσεις και προγνώσεις· εκθαμβωτικές συναντήσεις και αποκαλυπτικούς διαλόγους με τον ασώματο Λόγο· καταπληκτικές ιστορικές εξελίξεις και διαδραματίσεις που δικαιώνουν μέσα στο «ιστορικό μετέπειτα» της ανθρώπινης υπομονής και εγκαρτέρησης –τι άλλο;– το Θαύμα των θαυμάτων, που είναι η θεία Ενανθρώπιση, η υπερφυή Γέννηση του Σωτήρος μας Χριστού.